Τζέικ ΛαΜόττα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 10 Ιουλίου 1922[1][2][3] Μπρονξ |
Θάνατος | 19 Σεπτεμβρίου 2017[4][3][5] Μαϊάμι |
Αιτία θανάτου | πνευμονία |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Ύψος | 173 cm |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[6][7] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πυγμάχος[8] ηθοποιός ταινιών ηθοποιός θεάτρου συγγραφέας[9] αυτοβιογράφος[10] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Vikki LaMotta |
Αδέλφια | Joey LaMotta |
Συγγενείς | William Lustig (ανιψιός) |
Ιστότοπος | |
officialjakelamotta | |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζιάκομπε "Τζέικ" ΛαΜόττα (αγγλικά: Giacobbe "Jake" LaMotta), (Νέα Υόρκη, 10 Ιουλίου 1922 – Αβεντούρα, 19 Σεπτεμβρίου 2017), γνωστός με τα παρατσούκλια "The Bronx Bull" και "Raging Bull" ήταν Αμερικανός πυγμάχος, ηθοποιός και συγγραφέας ιταλικής καταγωγής. Υπήρξε παγκόσμιος πρωταθλητής μεσαίων βαρών μεταξύ 1949 και 1951.
Ήταν ένας πολύσυζητημένος χαρακτήρας, τόσο έξω όσο και μέσα στο ρινγκ. Η πολυτάραχη ζωή του, την οποία ο ίδιος εξιστόρησε στην αυτοβιογραφία του "Raging Bull", ενέπνευσε την ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία του Μάρτιν Σκορσέζε και πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο ρόλο του ΛαΜόττα.
Ο ΛαΜόττα γεννήθηκε στο Λόουερ Ηστ Σάιντ του Μανχάταν της Νέας Υόρκης το 1922 σε μια μεσαία οικογένεια ιταλικής καταγωγής.[11][12][13] Ο πατέρας του ήταν Σικελός μετανάστης με καταγωγή από τη Μεσσήνη, ενώ η μητέρα του γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες από Ιταλούς γονείς.[11] Λίγο μετά τη γέννησή του μετακόμισε με την οικογένειά του στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια, μένοντας εκεί για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πριν επιστρέψει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, όπου μεγάλωσε σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Μπρονξ.[11]Είχε μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, αμαυρωμένη από την ακραία φτώχεια στην οποία βρισκόταν η οικογένεια και από το πολύ κακόφημο περιβάλλον στο οποίο αναγκάστηκε να ζήσει (ο πατέρας του, για να συμπληρώσει τον πενιχρό μισθό του, τον ώθησε να πουλά λαθραία προΐοντα με άλλα παιδιά από τη γειτονιά του[14]). Έμαθε τις πρώτες αρχές της πυγμαχίας στο αναμορφωτήριο, όπου τον είχαν κλείσει για κλοπή.[11]
Ο ΛαΜόττα έγινε επαγγελματίας το 1941 σε ηλικία μόλις 19 ετών. Ήταν ο πρώτος που νίκησε τον Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, ίσως τον καλύτερο πυγμάχο όλων των εποχών, στις 5 Φεβρουαρίου 1943, στο Ντιτρόιτ, σε έναν αγώνα για την κατηγορία των μεσαίων βαρών. Ο ΛαΜόττα κέρδισε στα σημεία σε 10 γύρους, αφού έβγαλε νοκ άουτ στον όγδοο γύρο τον Ρόμπινσον, στη δεύτερη από τις έξι συναντήσεις τους, μάρτυρες μιας μεγάλης αθλητικής αντιπαλότητας.[15]. Ο εν λόγω αγώνας ονομάστηκε Έκπληξη της Χρονιάς για το 1943 από το περιοδικό Ring Magazine. Ο ΛαΜόττα ηττήθηκε από τον Ρόμπινσον στους άλλους πέντε αγώνες, συμπεριλαμβανομένου του πολύ σημαντικού στον οποίο διακυβεύτηκε ο παγκόσμιος τίτλος μεσαίων βαρών το 1951. Ο σπουδαίος Σούγκαρ Ρέι, ωστόσο, μετά από εκείνη την πρώτη ήττα το 1943, πέτυχε ένα "σερί" οκτώ ετών χωρίς ήττα.
Το 1947 ο ΛαΜόττα βγήκε νοκ άουτ από τον Μπίλι Φοξ μετά από τέσσερις γύρους. Αυτός ο αγώνας στοίχειωσε τον ΛαΜόττα για μια ζωή. Το 1960, που κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον της υποεπιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ για το Οργανωμένο Έγκλημα, υπό την προεδρία του Δημοκρατικού Γερουσιαστή Έστες Κεφόβερ από το Τενεσί, σχετικά με την επιρροή του μαφίας στην πυγμαχία, ο ΛαΜόττα συγκλόνισε τον κόσμο του αθλητισμού, καθώς παραδέχτηκε ότι έχασε τον αγώνα του ενάντια στον Φοξ υπό την πίεση της μαφίας, προκειμένου να έχει την ευκαιρία να ονομαστεί επίσημος διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου.[16] Αυτή η παραδοχή αποκάλυψε πόσο μακριά είχε φτάσει ο υπόκοσμος στον έλεγχο της πυγμαχίας. Αργότερα, ύποπτες συναντήσεις αφορούσαν έναν άλλο παγκόσμιο πρωταθλητή, τον Σόνυ Λίστον. Οι δηλώσεις που έγιναν στη Γερουσία υπονόμευσαν σοβαρά τη φήμη του, αλλά ο ΛαΜόττα πίστευε ότι είχε κάνει το σωστό.
Έπειτα αγωνίστηκε ενάντια στον Λόρεν Νταθούιλ στις 21 Φεβρουαρίου 1949 στο Μόντρεαλ, χάνοντας στα σημεία σε 10 γύρους.[17]. Στις 25 Μαρτίου 1949, ο ΛαΜόττα αγωνίστηκε έναντια στον Ρομπέν Βιλμάν στο Madison Square Garden στη Νέα Υόρκη. Στο τέλος των δώδεκα γύρων, ο Γάλλος φαινόταν να κέρδιζε σε μεγάλο βαθμό, αλλά ο διαιτητής και ένας κριτής χάρισαν τη νίκη στον ΛαΜόττα με μικρή διαφορά. Η ετυμηγορία προκάλεσε τέτοιο σκάνδαλο που οι δύο αποκλείστηκαν επ' αόριστον.[18]
Ο ΛαΜόττα κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο μεσαίων βαρών στις 16 Ιουνίου 1949 στο Ντιτρόιτ, εναντίον του Μαρσέλ Σερντάν, που θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως ο καλύτερος πυγμάχος στην ιστορία της γαλλικής πυγμαχίας. Ο Σερντάν εξάρθρωσε το χέρι του κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου, αντιστεκόμενος για άλλους εννέα γύρους μέχρι να εγκαταλείψει μετά το κουδούνι για να ξεκινήσει τον δέκατο γύρο.[19] Ο επαναληπτικός αγώνας (που είχε προγραμματιστεί για την επόμενη 2 Δεκεμβρίου) δεν διεξήχθη επειδή στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους, το αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευε ο Σερντάν, ένα Air France Lockheed Constellation, συνετρίβη στις Αζόρες, χωρίς να αφήσει κανέναν επιζώντα μεταξύ των 48 επιβάτων.[20]
Στις 9 Δεκεμβρίου 1949, διοργανώθηκε ένας νέος αγώνας, μεταξύ ΛαΜόττα και Βιλμάν. Ο Γάλλος κέρδισε εύκολα στα σημεία και ζήτησε να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά τον ΛαΜόττα για τη ζώνη του παγκόσμιου πρωταθλητή. Ο ΛαΜόττα δεν του χάρισε ποτέ τον τρίτο αγώνα.[21] Αυτός ο αγώνας ονομάστηκε επίσης «έκπληξη της χρονιάς» για το 1949 από το περιοδικό Ring.
Στις 12 Ιουλίου 1950 στο Μάντισον Σκουέιρ Γκάρντεν στη Νέα Υόρκη, μπροστά σε 16.369 θεατές[22], υπερασπίστηκε τον τίτλο για πρώτη φορά ενάντια στον πρωταθλητή Ευρώπης Τιμπέριο Μίτρι. Κέρδισε τον πρώτο γύρο, αλλά μετά ο πυγμάχος της Τεργέστης πέρασε στην αντεπίθεση και ξέσπασε καυγάς. Ο ΛαΜόττα δεν ενέδωσε. Στον έκτο γύρο χτύπησε τον Μίτρι στο αριστερό μάτι. Στον επόμενο γύρο, ο Μίτρι δοκίμασε τα πάντα και ο ΛαΜόττα φάνηκε να χάνει. Στη συνέχεια αντέδρασε με μια σειρά από χτυπήματα στο κεφάλι, στα οποία ο Μίτρι απάντησε με τα αριστερά χτυπήματα στο στομάχι. Ο ΛαΜόττα κέρδισε τον όγδοο γύρο αλλά στη συνέχεια ο παγκόσμιος πρωταθλητής πήρε τα ηνία του αγώνα και κέρδισε τους επόμενους τρεις γύρους. Από το δωδέκατο και μετά ο Μίτρι, κουρασμένος πλέον, δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντισταθεί μέχρι το τέλος του αγώνα. Ακόμη και η τελευταία του απελπισμένη επίθεση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και ο ΛαΜόττα κέρδισε επίσης τον τελευταίο γύρο.[23][24] Η ετυμηγορία υπέρ του πρωταθλητή ήταν σαφής, αλλά όχι υπερβατική: η παναμερικανική διαιτητική τριάδα, στην πραγματικότητα, του απένειμε πλεονέκτημα οκτώ, τριών και μόλις ενός πόντων αντίστοιχα.[25]
Ο αγώνας που έδωσε ο ΛαΜόττα στις 13 Σεπτεμβρίου 1950, στο Ντιτρόιτ, εναντίον του Λόρεν Νταθούιλ, με τον παγκόσμιο τίτλο να διακυβεύεται, έμεινε στην ιστορία της πυγμαχίας. Ο Γάλλος προηγείτο ξεκάθαρα στο σκορ μέχρι και μόλις 13 δευτερόλεπτα από το τέλος, όταν χτυπήθηκε από ένα μπαράζ χτυπημάτων από τον αδάμαστο ΛαΜόττα και έμεινε νοκ άουτ. Το σκορ υπέρ του αμφισβητούμενου εκείνη τη στιγμή ήταν: 72-68, 74-66, 71-69.[26] Ο αγώνας ονομάστηκε «αγώνας του έτους» του 1950 από το περιοδικό Ring. Το 1996, το ίδιο περιοδικό το κατέταξε στην 43η θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους αγώνες πυγμαχίας για την διεκδίκηση τίτλου.[27]
Στις 14 Φεβρουαρίου 1951, ο πολυαναμενόμενος έκτος αγώνας μεταξύ του ΛαΜόττα και του Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, του παγκόσμιου πρωταθλητή μεσαίων βαρών, διεξήχθη στο Σικάγο με διακύβευμα τον παγκόσμιο τίτλο μεσαίων βαρών, που κατείχε ο Τζέικ ΛαΜόττα. Ο αγώνας, που διεξήχθη μπροστά σε 14.802 θεατές, με εισπράξεις 180.619 δολαρίων, έμεινε στην ιστορία της πυγμαχίας ως Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου. Έχοντας υπόψη τις προηγούμενες ήττες στα σημεία, ο ΛαΜόττα αποφάσισε να αφήσει στην άκρη το παραδοσιακό αργό ξεκίνημά του δίνοντας τα πάντα από τον πρώτο γύρο. Στο τέλος του όγδοου γύρου, σύμφωνα με την United Press, ο ΛαΜόττα είχε επικρατήσει για έξι γύρους, αφήνοντας μόνο δύο για τον Ρόμπινσον. Άλλοι παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων των επίσημων κριτών στο ριγκ, είχαν διαφορετική γνώμη, ευνοϊκή για τον Ρόμπινσον, αλλά η αίσθηση ισορροπίας ήταν απτή. Η τακτική του Ρόμπινσον, στην πραγματικότητα, ήταν να ελέγχει τον ΛαΜόττα στους πρώτους δέκα γύρους, κρατώντας τον σε απόσταση και περιορίζοντας τη ζημιά, απαντώντας χτύπημα με χτύπημα. Στη συνέχεια πέρασε στην αντεπίθεση, με μια σειρά από άγριους συνδυασμούς χτυπημάτων στον αντίπαλό του στους επόμενους τρεις γύρους. Ο εξουθενωμένος ΛαΜόττα, αν και εξαιρετικός μποξέρ, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη βιαιότητα των χτυπημάτων που υπέστη και δεν μπορούσε πλέον να αμυνθεί, με αποτέλεσμα ο διαιτητής Φρανκ Σικόρα να διακόψει τον αγώνα. Ο Ρόμπινσον κέρδισε στον δέκατο τρίτο γύρο με τον ΛαΜόττα, εξαντλημένος, να είναι εγκαταλειμμένος στα σχοινιά.[28]
Αφού έχασε τον τίτλο των μεσαίων βαρών, στις 9 Δεκεμβρίου 1949 στη Νέα Υόρκη [21] ο ΛαΜόττα πάλεψε ξανά με τον Ρομπέρ Βιλμάν, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε στα σημεία σε δέκα γύρους. Ο αγώνας ονομάστηκε «έκπληξη της χρονιάς» για το 1949. Στη συνέχεια συνέχισε να αγωνίζεται στην κατηγορία ελαφρών βαρών, με όχι ιδιαίτερα συναρπαστικά αποτελέσματα. Τελικά συνταξιοδοτήθηκε τον Απρίλιο του 1954.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Λα Μόττα συγκέντρωσε 83 νίκες (30 από τις οποίες ήταν με νοκ άουτ), 19 ήττες και 4 ισοπαλίες. Το International Boxing Hall of Fame τον ανάδειξε ανάμεσα στους μεγαλύτερους μποξέρ όλων των εποχών. Το 2001 και το 2004, το περιοδικό The Ring τον τοποθέτησε στην 5η θέση στην κατάταξη των καλύτερων μποξέρ μεσαίων βαρών στην ιστορία της πυγμαχίας. [29]Το 2002 το ίδιο περιοδικό τον τοποθέτησε στην 52η θέση στην κατάταξη των 80 καλύτερων μποξέρ των τελευταίων 80 ετών.[30]
Μετά τη συνταξιοδότηση του, ο Λα Μόττα αγόρασε μερικά μπαρ και έγινε ηθοποιός και κωμικός για τα δικά του και άλλα κλαμπ. Εμφανίστηκε επίσης σε δεκαπέντε ταινίες, συμπεριλαμβανομένου της ταινίας Ο κόσμος είναι δικός μου (The Hustler), με τον Πωλ Νιούμαν και τον Τζάκι Γκλίσον, όπου υποδύθηκε τον μπάρμαν.
Ο Λα Μόττα έγραψε την αυτοβιογραφία του με τίτλο "Raging Bull: My Story", η οποία, σε διασκευή των Πωλ Σράντερ και Μάρντικ Μάρτιν, ενέπνευσε την ομώνυμη ταινία. Στον απόηχο αυτής της επιτυχίας, έγραψε μια δεύτερη αυτοβιογραφία, με τίτλο "Raging Bull II: Continuing the Story of Jake LaMotta" η οποία διασκευάστηκε από τους Κρις Άντερσον και Σάρον ΜάκΓκι και ενέπνευσε επίσης μια νέα ταινία.
Ο ΛαΜόττα είχε μια ταραγμένη προσωπική ζωή, συμπεριλαμβανομένης της θητείας στο αναμορφωτήριο, και παντρεύτηκε επτά φορές. Παραδέχτηκε ότι μερικές φορές είχε χτυπήσει τις γυναίκες του και ότι είχε οδηγήσει έναν άνδρα κοντά στο θάνατο κατά τη διάρκεια μιας ληστείας στα νιάτα του.[31]
Η δεύτερη σύζυγός του Λα Μόττα, Βίκυ Μπέβερλι Τάιλερ, ήταν αμερικανό μοντέλο που, στα πιο επιτυχημένα χρόνια του συζύγου της, έγινε διασημότητα. [32] Τον Φεβρουάριο του 1998, ο μεγαλύτερος γιος του Λα Μόττα, Τζέικ Τζούνιορ, πέθανε από καρκίνο στο ήπαρ. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο άλλος του γιος Τζόζεφ ήταν μεταξύ των θυμάτων της πτήσης 111 της Swissair η οποία συνετρίβη στα ανοικτά των ακτών της Νέας Σκωτίας στον Καναδά. [33]
Ο Τζέικ Λα Μόττα πέθανε σε ηλικία 95 ετών στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 μετά από επιπλοκές από πνευμονία. [34][35][36]