Τζέιμς Άντερσον | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 23 Μαΐου 1739[1] Εδιμβούργο |
Θάνατος | 15 Οκτωβρίου 1808[1][2][3] West Ham |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[4][5] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οικονομολόγος δημοσιογράφος συγγραφέας γεωργός γεωπόνος χημικός[6] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | unknown daughter Seton[7] |
Τέκνα | John Anderson Margaret Anderson[8] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζέιμς Άντερσον (αγγλ. James Anderson, 1739 – 15 Οκτωβρίου 1808)[9] ήταν Σκωτσέζος γαιοκτήμονας, καλλιεργητής, οικονομολόγος και δημοσιογράφος. Ως μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Εδιμβούργου, απετέλεσε μια εξέχουσα μορφή του Σκωτσέζικος Διαφωτισμού. Υπήρξε και εφευρέτης, καθώς επινοησε το λεγόμενο «σκωτσέζικο αλέτρι» (Scotch plough). Ως συγγραφέας, εξέδιδε τα έργα του με το ψευδώνυμο Agricola (= «αγρότης» στη λατινική γλώσσα).
Ο Άντερσον γεννήθηκε στο χωριό Χέρμιστον της κομητείας Μιντλόουδιαν, κοντά στο Εδιμβούργο, και ήταν γιος ενός αγρότη.[10] Νεαρός παρακολούθησε διαλέξεις χημείας που έδωσε ο Γουίλιαμ Κάλεν στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Σε ηλικία 15 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε τις εργασίες του προγονικού αγροκτήματος.[11]
Το 1768 εγκαταστάθηκε στο Άμπερντηνσιρ προκειμένου να διευθύνει το 5300 στρεμμάτων αγρόκτημα του Μάνκσχιλ, η γη του οποίου ανήκε σε κάποιον κ. Udny από το ομώνυμο χωριό Udny Green, με μακροχρόνια συμφωνία λήζινγκ, προκειμένου να αποδείξει τα οφέλη της επιστημονικώς βελτιωμένης καλλιέργειας.[12]
Το 1777 ο Άντερσον δημοσίευσε το έργο του An Enquiry into the Nature of the Corn Laws, όπου έδωσε πρώτος τα βασικά στοιχεία της θεωρίας ενοικίων αρκετά πριν από τον μεγάλο οικονομολόγο Ντέηβιντ Ρικάρντο στον οποίο αποδίδεται.[11] Ορισμένοι ιστορικοί των ιδεών πιστεύουν ότι ο Άντερσον υπήρξε ακόμα και η θεμελιώδης πηγή για την κριτική της καπιταλιστικής γεωργίας στον Α΄ τόμο του έργου του Καρλ Μαρξ Το Κεφάλαιο.
Το αγροτικό ενοίκιο, υπεστήριξε ο Άντερσον, ήταν μια χρέωση για τη χρήση των πιο εύφορων εδαφών. Τα λιγότερο εύφορα εδάφη απέδιδαν καλλιεργούμενα ένα εισόδημα που απλώς κάλυπτε το κόστος της παραγωγής, οπότε δεν ενοικιάζονταν, ενώ τα γονιμότερα εδάφη είχαν ένα «... ορισμένο αντίτιμο για το αποκλειστικό προνόμιο να τα καλλιεργεί κάποιος, το οποίο θα είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο σύμφωνα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη γονιμότητα του εδάφους. Αυτό το αντίτιμο είναι ό,τι αποκαλούμε σήμερα ενοίκιο: ένα μέσο δια του οποίου το έξοδο της καλλιέργειας εδαφών πολύ διαφορετικής γονιμότητας μπορεί να αναχθεί σε μια τέλεια ποιότητα.» Σύμφωνα με τον Άντερσον, η βελτίωση του εδάφους ήταν εφικτή, αλλά ήταν επίσης δυνατόν οι άνθρωποι να υποβαθμίσουν το έδαφος. Υπεστήριξε επίσης ότι όπου η γεωργική γη στην Αγγλία κατεχόταν από κεφαλαιούχους, οι ενοικιαστές αγρότες θα έτειναν να αποφεύγουν βελτιώσεις, το πλήρες όφελος από τις οποίες δεν θα ερχόταν κατά τη μικρή σχετικώς διάρκεια της ενοικιάσεως.
Η κριτική της καπιταλιστικής γεωργίας από τον Μαρξ ακολουθεί την ανάλυση του Άντερσον. Περαιτέρω ο Μαρξ τονίζει ότι η γονιμότητα του εδάφους αποτελούσε ένα ιστορικό θέμα και ότι η γονιμότητα μπορούσε τόσο να βελτιωθεί, όσο και να ελαττωθεί. Το παράλογο της καπιταλιστικής γεωργίας, υπεστήριξε, ήταν αλληλένδετο με τον όλο ανταγωνισμό του άστεως και της χώρας εκ των οποίων είχε γεννηθεί η αστική κοινωνία.[13]
Το 1771 ο Άντερσον δημοσίευσε τα Essays on Planting και το 1773 έγραψε το λήμμα «μουσώνες» (Monsoon) στην πρώτη έκδοση της Encyclopædia Britannica.[10]
Το 1783 εγκαταστάθηκε στο Εδιμβούργο και από το 1790 έως το 1797 ζούσε στο Σπρίνγκφηλντ, στην οδό Leith Walk, στα βόρεια της πόλεως.[14] Το 1791 ξεκίνησε να εκδίδει ένα εβδομαδιαίο έντυπο με τον τίτλο The Bee (= «η μέλισσα»), το οποίο έγραφε κατά μεγάλο μέρος ο ίδιος και έφθασε τους 18 τόμους. Το 1797 εγκαταστάθηκε στο Άιζελγουερθ, κοντά στο Λονδίνο, και από το 1799 μέχρι το 1802 εξέδιδε μια μηνιαία έκδοση, το Recreations in Agriculture, Natural History, Arts and Miscellaneous Literature. Συνέγραψε επίσης πολλά φυλλάδια πάνω σε αγροτικά και οικονομικά θέματα[15] με διάφορα ψευδώνυμα, όπως τα Agricola, Germanicus και Timothy Hairbrain. Μία από τις πρώτες πραγματείες του είχε τίτλο A Practical Treatise on Chimneys (= «μια πρακτική πραγματεία για τις καπνοδόχους», 1776). Ο Άντερσον ήταν προσωπικός φίλος του Τζέρεμι Μπένθαμ και συνεισέφερε στην ιδέα του Panopticon, ενώ αλληλογραφούσε με τον Γεώργιο Ουάσινγκτον.
Ο μηχανικός Τζέιμς Γκρην (James Green, 1781-1849), που κατασκεύασε κάποιους από τους πρώτους ανελκυστήρες σκαφών σε κανάλια, απέδωσε την εφεύρεση αυτή στον Τζέιμς Άντερσον.[16]
Το λεγόμενο «σκωτσέζικο αλέτρι» (Scotch plough ή Scots plough), που δεν πρέπει να συγχέεται με το σκωτσέζικο άροτρο χειρός (Scottish hand plough), ήταν ένας τύπος αρότρου από ξύλο και σίδηρο που συρόταν από άλογα και χρησίμευε στο όργωμα βαρέων εδαφών. Εφευρέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Τζέιμς Άντερσον.[17]
Το 1780 ο Άντερσον αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Νομικής (Legum Doctor, LLD) από το Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν, ενώ το 1791 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας.[18]
Το 1768 ο Τζέιμς Άντερσον νυμφεύθηκε τη Μάργκαρετ Σέτον (Margaret Seton), η οποία πέθανε το 1788. Απέκτησαν μαζί 13 τέκνα, από τα οποία μία κόρη και πέντε γιοι ζούσαν ακόμα όταν πέθανε ο πατέρας τους. Ο γιος τους Τζων μαθήτευσε κοντά στον χαράκτη Τόμας Μπιούικ.[11] Η κόρη τους, ονόματι επίσης Μάργκαρετ (1778-1863), παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό Μπέντζαμιν Ούτραμ. Ο Τζέιμς Άντερσον πέθανε στο Γουέστ Χαμ του Έσσεξ σε ηλικία 69 ετών.[9]