Ο Τζαούσιος ήταν στρατιωτικό αξίωμα της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του οποίου τα καθήκοντα και ο ρόλος δεν μας εντελώς καθαρά[1].
Ο όρος προέρχεται από την τουρκική λέξη çavuş, που σημαίνει τον "μεταφορέα" ή "αγγελιοφόρο[1], και χρησιμοποιούταν από τους Βυζαντινούς νωρίς ίσως από τα τέλη του 11ου αιώνα[2]. Κατά τους 13ο με 15ο αιώνα, αφορούσε αξιωματικούς, οι οποίοι υπηρετούσαν σε επαρχιακές θέσεις. Ο Τζαούσιος μπορούσε να υπηρετεί ως διοικητής της φρουράς κάστρου (οχυρωμένο διοικητικό κέντρο με ανώτερο τον Κεφαλή), ίσως συνδυάζοντας διοικητικό και στρατιωτικό ρόλο, ή ως αξιωματικός σε αλλάγιον (στρατιωτικός σχηματισμός του Βυζαντινού στρατού) του αυτοκρατορικού στρατού ξηράς[1][2]. Οι περισσότεροι Τζαούσιοι, που αναφέρονται στις πηγές, προέρχονταν από το Δεσποτάτο του Μυστρά[3], όπου και παίζανε σημαντικό ρόλο στην επαρχιακή διοίκηση. Στην Μακεδονία και τη Θράκη αντίθετα φαίνεται ότι ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος σε καθαρά στρατιωτικός μέσα στα αλλάγια[2].
Η παραλλαγή μέγας τζαούσιος είναι αυλικός τίτλος, που πρώτη φορά μαρτυρείται υπό τον Ιωάννη Βατάτζη (βασιλεία 1221–1254), και τα καθήκοντα του οποίου είναι ασαφή[4]. Ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Rodolphe Guilland υποθέτει ότι ήταν προϊστάμενος των τζαούσιων, οι οποίοι ήταν οι διάδοχοι του παλιότερου αυτοκρατορικού τμήματος αγγελιοφόρων των Μανδατόρων[5]. Στο Βιβλίο των Αξιωμάτων του ψευτο-Κωδινού, μέσα του 14ου αιώνα, περιγράφεται ως αυτός που είναι υπεύθυνος για την τάξη στην αυτοκρατορική ακολουθία[3]. Σίγουρα, ο πρώτος μέγας τζαούσιος, ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης, ήταν ο διοικητής της προσωπικής ακολουθίας του Βατάτζη[6], αλλά αργότερα ο τίτλος δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα καθήκοντα[7]. Σύμφωνα με τις πηγές, ο μέγας τζαούσιος κατακτούσε την 37η θέση στην κυριαρχία της Αυλής.[8]