Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Girolamo Frescobaldi (Ιταλικά) |
Γέννηση | 13 Σεπτεμβρίου 1583[1] ή 12 Σεπτεμβρίου 1583[2] ή 15 Σεπτεμβρίου 1583[3] Φερράρα[3] |
Θάνατος | 1 Μαρτίου 1643[4][5][6] Ρώμη[7][3] |
Χώρα πολιτογράφησης | Δουκάτο της Φερράρα Παπικά Κράτη |
Ιδιότητα | οργανίστας[3], συνθέτης και τσεμπαλίστας |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική και μπαρόκ |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο και τσέμπαλο |
Είδος τέχνης | μπαρόκ μουσική και μπαρόκ |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική και μπαρόκ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζιρόλαμο Αλεσάντρο Φρεσκομπάλντι (Girolamo ή Gerolamo ή Girolimo ή Geronimo Alessandro Frescobaldi, Φερράρα 9 Σεπτεμβρίου [i] 1583 – Ρώμη 1 Μαρτίου 1643) ήταν Ιταλός συνθέτης, οργανίστας και δάσκαλος της ύστερης Αναγέννησης και του πρώιμου Μπαρόκ, από τους σημαντικότερους των συγκεκριμένων περιόδων.
Παιδί-θαύμα, ο Φρεσκομπάλντι σπούδασε με τον Λ. Λουτσάσκι (Luzzasco Luzzaschi) στη Φερράρα, αλλά επηρεάστηκε από διάφορους συνθέτες, όπως τους Α. Μαγιόνε (Ascanio Mayone), Τ. Τραμπάτσι (Giovanni Maria Trabaci) και Κ. Μέρουλο (Claudio Merulo). Διορίστηκε οργανίστας στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, διακεκριμένη θέση που διατήρησε από το 1608 μέχρι το 1628 και, πάλι, από το 1634 μέχρι τον θάνατό του.[8] Οι τυπωμένες συλλογές του Φρεσκομπάλντι περιέχουν μερικές από τις σημαντικότερες μουσικές του 17ου αιώνα. Το έργο του επηρέασε μεγάλα ονόματα της έντεχνης δυτικής μουσικής, όπως τους Φρόμπεργκερ, Πέρσελ και Μπαχ. Κομμάτια από τη διασημότερη συλλογή του για το εκκλησιαστικό όργανο, Fiori musicali (1635), χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα αυστηρής αντίστιξης, ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα.
Ο Φρεσκομπάλντι γεννήθηκε στη Φερράρα το 1583. [i] Ο πατέρας του, Φιλίπο, ανήκε στην ανώτερη τάξη και ήταν, ενδεχομένως, οργανίστας αφού τόσο ο Τζιρόλαμο όσο και ο ετεροθαλής αδελφός του, Τσέζαρε, έγιναν οργανιστές.[8] Πάντως, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι το επώνυμο Φρεσκομπάλντι της Φερράρα σχετίζεται με την ομώνυμη οικογένεια της Φλωρεντίας. Ο Τζιρόλαμο σπούδασε με τον Λουτσάσκι, συνθέτη μαδριγαλίων και οργανίστα στην Αυλή του δούκα Αλφόνσου Β’. Αν και η μουσική τού Λουτσάσκι για πληκτροφόρα είναι σχετικά άγνωστη σήμερα (μεγάλο μέρος της έχει χαθεί), σύγχρονες απόψεις υποδηλώνουν ότι, ήταν χαρισματικός συνθέτης και ερμηνευτής, ένας από τους λίγους που μπορούσαν να εκτελέσουν και να συνθέσουν για το περίφημο αρχιτσέμπαλο του Βιτσεντίνο (Nicola Vicentino).[9] Ο Φρεσκομπάλντι περιγράφεται ως παιδί-θαύμα που έπαιζε διάφορα όργανα [10] σε διάφορες, μεγάλες πόλεις της Ιταλίας. Γρήγορα κέρδισε την προβολή, ως εκτελεστής, και την υποστήριξη σημαντικών ευγενών, πατρόνων της μουσικής. Οι συνθέτες που επισκέφθηκαν τη Φερράρα, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου περιλαμβάνουν εξαιρετικούς συνθέτες και δασκάλους, όπως τους Μοντεβέρντι, Ντόουλαντ, ντι Λάσο, Μέρουλο και Τζεζουάλντο.
Στα 20 χρόνια του, περίπου, ο Φρεσκομπάλντι εγκατέλειψε τη γενέτειρα πόλη του και πήγε στη Ρώμη. Αναφορές τοποθετούν τον συνθέτη εκεί, ήδη από το 1604, αλλά η παρουσία του μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο από το 1607 και έπειτα. Ήταν ο οργανίστας της Εκκλησίας Σάντα Μαρία στο Τραστέβερε, καταγεγραμμένος ως «Girolamo Organista», από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο αυτού του έτους.[11] Εργάστηκε επίσης για τον καρδινάλιο Γ. Μπεντιβόλιο (Guido Bentivoglio), και τον συνόδευσε σε ταξίδι στη Φλάνδρα, όπου ο Μπεντιβόλιο είχε γίνει παπικός αντιπρόσωπος (nuncio) της Αυλής. Το ίδιο έτος, ανέλαβε ρόλο οργανίστα στον καθεδρικό ναό του Σεν Ρομπό στην πόλη Μαλίν.[10] Ήταν το μοναδικό ταξίδι τού Φρεσκομπάλντι εκτός Ιταλίας.[12] Αν και η Αυλή των Βρυξελλών ήταν από τα σημαντικότερα μουσικά κέντρα στην Ευρώπη, τότε, δεν υπάρχουν στοιχεία για την επιρροή του Π. Κορνέτ (Peeter Cornet) ή του Π. Φίλιπς (Peter Philips) στον Φρεσκομπάλντι. Με βάση τον πρόλογο του Φρεσκομπάλντι στην πρώτη έκδοση του τόμου των μαδριγαλίων (1608), ο συνθέτης επισκέφθηκε και την Αμβέρσα, όπου ντόπιοι μουσικοί εντυπωσιασμένοι από τη μουσική του, τον έπεισαν να δημοσιεύσει τουλάχιστον κάποιο μέρος της.
Όσο βρισκόταν στο εξωτερικό, ο Φρεσκομπάλντι ορίστηκε, στις 21 Ιουλίου 1608, για να διαδεχθεί τον Έ. Πασκουίνι (Ercole Pasquini), ως οργανίστας της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Ο Φρεσκομπάλντι παρέμεινε στη Φλάνδρα μέχρι το καλοκαίρι και δεν επέστρεψε στη Ρώμη παρά στις 29 Οκτωβρίου (καθυστερώντας την άφιξή του λόγω παρατεταμένης παραμονής στο Μιλάνο, για να δημοσιεύσει μια άλλη συλλογή μουσικής, το Fantasie). Ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 31 Οκτωβρίου και κατείχε τη θέση, έστω και με διαλείμματα, μέχρι το θάνατό του. Έγινε, επίσης, μέλος του μουσικού συνόλου του Μπεντιβόλιο, όταν ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1608, αν και αποξενώθηκε από τον προστάτη του μετά από κάποια σχέση με νεαρή γυναίκα. Ένα σκάνδαλο που αφορούσε τον ανταγωνισμό μεταξύ του Μπεντιβόλιο και του Οίκου των Μεδίκων τον ανάγκασε, τελικά, να εγκαταλείψει τη θέση του.[13]
Μεταξύ 1610-13, ο Φρεσκομπάλντι άρχισε να εργάζεται για τον καρδινάλιο Π. Αλντομπραντίνι (Pietro Aldobrandini), μένοντας στην υπηρεσία του μέχρι το 1621. Στις 18 Φεβρουαρίου 1613 νυμφεύθηκε την Ό. Τραβαλίνι ντελ Πίνο και απέκτησε πέντε παιδιά.[14] Τον Οκτώβριο του 1614, ο Φρεσκομπάλντι προσεγγίσθηκε από έναν απεσταλμένο του δούκα της Μάντοβας, Φ. Γκοντζάγκα με τόσο καλή προσφορά που, συμφώνησε να μπει στην υπηρεσία του. Ωστόσο, κατά την άφιξή του στη Μάντοβα, η υποδοχή ήταν τόσο ψυχρή που, ο Φρεσκομπάλντι επέστρεψε στη Ρώμη, τον Απρίλιο του 1615. Όμως, συνέχισε να δημοσιεύει τη μουσική του: το 1615 δημοσιεύθηκαν δύο εκδόσεις του πρώτου βιβλίου με τοκάτες και ένα βιβλίο με ριτσερκάρε και καντσόνες. Εκτός από τα καθήκοντά του στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου και τον Αλντομπραντίνι, ο Φρεσκομπάλντι είχε μαθητές και, περιστασιακά, δούλεψε σε άλλες εκκλησίες. Η περίοδος 1615-28 ήταν η πλέον παραγωγική του συνθέτη. Τα μεγάλα έργα του από την εποχή εκείνη ήσαν οργανικά κομμάτια που περιελάμβαναν: τη δεύτερη έκδοση του πρώτου βιβλίου με τοκάτες (1615-6), ριτσερκάρε και καντσόνες (1615), καπρίτσια (1624), το δεύτερο βιβλίο με τοκάτες (1627) και έναν τόμο με καντσόνες για ένα έως τέσσερα όργανα και μπάσο κοντίνουο (1628).[15]
Η Βασιλική του Αγίου Πέτρου έδωσε άδεια στον Φρεσκομπάλντι να εγκαταλείψει τη Ρώμη, στις 22 Νοεμβρίου 1628. Μετακόμισε στη Φλωρεντία της Ιταλίας στην υπηρεσία του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, ενός Μεδίκου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, εκεί, ήταν ο υψηλότερα αμειβόμενος μουσικός και υπηρέτησε ως οργανίστας του βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας για ένα έτος. Έμεινε στην πόλη μέχρι το 1634 και, στο μεταξύ, εξέδωσε δύο βιβλία με άριες (1630). Ο συνθέτης επέστρεψε στη Ρώμη, τον Απρίλιο του 1634, διότι κλήθηκε στην υπηρεσία της ισχυρής οικογένειας των Μπαρμπερίνι, δηλαδή του Πάπα Ουρβανού Η’, θέση που θεωρείτο η κορωνίδα που προσφερόταν σε κάθε μουσικό.[16] Πάντως, συνέχισε να εργάζεται στον Άγιο Πέτρο και για τον καινούργιο καρδινάλιο Φ. Μπαρμπερίνι (Francesco Barberini), ο οποίος είχε στην υπηρεσία του και τον διάσημο λαουτίστα Καπσμπέργκερ (Johannes Hieronymus Kapsberger). Ο Φρεσκομπάλντι δημοσίευσε, το 1635, μια από τις σημαντικότερες συλλογές του, το Fiori musicali ενώ, παράλληλα, παρήγαγε ανατυπώσεις παλαιότερων συλλογών το 1637. Δεν ακολούθησαν άλλες ανατυπώσεις (παρόλο που μια συλλογή από παλαιότερα, μη δημοσιευμένα έργα εμφανίστηκε το 1645 και, το 1664, ο Ντομένικο Φρεσκομπάλντι εξακολουθούσε να διαθέτει κομμάτια γραμμένα από τον πατέρα του, που δεν είχαν ποτέ δημοσιευθεί).[17]
Ο Φρεσκομπάλντι πέθανε την 1η Μαρτίου 1643 μετά από ασθένεια που διήρκεσε 10 ημέρες. Ενταφιάστηκε στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, αλλά ο τάφος εξαφανίστηκε κατά την ανακατασκευή της εκκλησίας, στα τέλη του 18ου αιώνα. Πάντως, ένας τάφος που φέρει το όνομά του και τον μνημονεύει ως έναν από τους πατέρες της ιταλικής μουσικής, υπάρχει σήμερα στην εκκλησία.[18]
Ο Φρεσκομπάλντι υπήρξε ο πρώτος από τους σπουδαίους συνθέτες της αρχαίας γαλλο-ολλανδο-ιταλικής παράδοσης που επέλεξε να επικεντρώσει τη δημιουργική του ενέργεια στην ενόργανη σύνθεση.[19] Εμπότισε με ευρύ φάσμα συναισθημάτων τα -σχετικά- ανεξερεύνητα βάθη της μουσικής που παράγει ένα μουσικό όργανο και, συγκεκριμένα, η ομάδα των πληκτροφόρων της εποχής. Γι’ αυτό, οι συνθέσεις για πληκτροφόρα κατέχουν περίοπτη θέση στο υπάρχον έργο του Φρεσκομπάλντι.[20] Δημοσίευσε οκτώ συλλογές κατά τη διάρκεια της ζωής του και αρκετές ανατυπώθηκαν υπό την επίβλεψή του, αλλά τα περισσότερα κομμάτια είτε δημοσιεύθηκαν μεταθανάτια είτε διαδόθηκαν σε χειρόγραφα.[21] Η συλλογή από καντσόνες Il Primo Libro delle Canzoni, είχε δύο εκδόσεις στη Ρώμη, το 1628, και αναθεωρήθηκε ουσιαστικά στην έκδοση της Βενετίας του 1634. Από τα σαράντα κομμάτια της συλλογής, δέκα αντικαταστάθηκαν και όλα αναθεωρήθηκαν σε διάφορους βαθμούς, δεκαέξι εξ αυτών, ριζικά. Αυτή η εκτεταμένη επιμέλεια μαρτυρεί το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον του συνθέτη για την απόλυτη τελειότητα των κομματιών και των συλλογών του.[22]
Ο οίστρος του Φρεσκομπάλντι ξεκίνησε με τις εκδόσεις του 1615. Μία από τις δημοσιεύσεις που εκδόθηκαν το 1615 ήταν το Ricercari, et canzone. Το έργο αυτό επέστρεφε στο παλιομοδίτικο, «καθαρό» στυλ του ριτσερκάρε. Τα μικρής αξίας φθογγόσημα και τα τριμερή μέτρα δεν απέτρεψαν την καθαρότητα του ύφους. Η δεύτερη έκδοση του 1615 ήταν το Toccate e partite, έργο που καθιέρωσε το εκφραστικό στυλ στα πληκτροφόρα. Ο Φρεσκομπάλντι δεν τηρεί τους συμβατικούς κανόνες στη σύνθεση, εξασφαλίζοντας ότι δεν υπάρχουν έστω και δύο κομμάτια με παρόμοια δομή.[23] Από το 1615 έως το 1628, οι δημοσιεύσεις του συνθέτη τον συνδέουν με το εκκλησίασμα (congregazione), ακριβώς τη στιγμή που, οι δραστηριότητες της «ομάδας» καθορίζουν τις μουσικές τάσεις του ρωμαιοκαθολικού λειτουργικού.[24] Ο Φρεσκομπάλντι υπήρξε από τους πρώτους συνθέτες που επεξεργάστηκαν τη μονοθεματική γραφή, δηλαδή αντικατέστησε σταδιακά την ταχεία έκθεση αριθμού θεμάτων, η οποία αποτελούσε το τυπικό γνώρισμα του ριτσερκάρε και της καντσόνας.[25]
Το επόμενο «κύμα» συνθέσεων του Φρεσκομπάλντι επέκτεινε την καλλιτεχνική του εμβέλεια πέρα από τη μουσική για πληκτροφόρα, στην οποία είχε επικεντρωθεί προηγουμένως. Οι επόμενες τέσσερις δημοσιεύσεις του, μετά το 1627, ήσαν για όργανα και φωνητικά σύνολα τόσο θρησκευτικής όσο και κοσμικής μουσικής. Οι συλλογές των τριάντα θρησκευτικών έργων, του 1627, και των σαράντα τεσσάρων συνόλων, του 1628, είναι δομικά αντίθετες. Ωστόσο, και τα δύο έργα είναι γραμμένα με πιο παραδοσιακό τρόπο, που τα καθιστά κατάλληλα για εκκλησιαστική χρήση. Το Arie musicali, που δημοσιεύθηκε το 1630, πιθανότατα συνετέθη νωρίτερα, ενόσω ο Φρεσκομπάλντι βρισκόταν στη Ρώμη. Αυτοί οι δύο τόμοι περιέχουν ζευγάρια φορμών, τα romanesca/ruggiero και ciaconna/passacaglia, για την πλαισίωση των φωνών.[26] Το 1635, ο Φρεσκομπάλντι δημοσίευσε το σημαντικότατο Fiori musicali. Αυτή η συλλογή κομματιών είναι η μοναδική του σύνθεση αφιερωμένη στην εκκλησιαστική μουσική και η τελευταία συλλογή που περιέχει, εντελώς, νέα κομμάτια. Το έργο πειραματίζεται με πολλούς τύπους μορφών εντός των τυπικών περιορισμών μιας Λειτουργίας. Σχεδόν, όλα τα στυλ που σχετίζονται με τον Φρεσκομπάλντι είναι παρόντα σε αυτή τη συλλογή, εκτός από το λαϊκό/κοσμικό ύφος. Ο συνθέτης καλλιεργεί την παλιά μορφή αυτοσχεδιασμού οργάνων πάνω στο γρηγοριανό cantus firmus, αλλά με εμφανέστερο τρόπο. Το εκκλησιαστικό όργανο εναλλάσσεται με τη χορωδία στις στροφές (versets) και αυτοσχεδιάζει σε αντιστικτικό ύφος. Το ύφος του χαρακτηρίζεται από δραματική εφευρετικότητα και τολμηρή χρήση χρωματικών διαστημάτων, χωρίς όμως να απωλεσθούν τα χαρακτηριστικά που συντελούν στη λογική, αποτελεσματική δόμηση του έργου.[25] Το Fiori musicali εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως πρότυπο αυστηρής αντίστιξης, ακόμη και, κατά τους 18ο και 19ο αιώνες.[27][28]
Εκτός από το Fiori musicali, τα δύο βιβλία του Φρεσκομπάλντι με τοκάτες και παρτίτες (1615 και 1627) είναι οι σημαντικότερες συλλογές του.[29] Οι τοκάτες του μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε Λειτουργίες και λειτουργικά τυπικά. Επίσης, χρησίμευαν ως πρελούδια σε μεγαλύτερα κομμάτια ή μπορούσαν να σταθούν και μόνες τους.[30] Το δεύτερο βιβλίο με τοκάτες (1627), διευρύνει το «σκεπτικό» της φόρμας όπως εμφανίζεται στο πρώτο βιβλίο. Περισσότερες παραλλαγές εισάγονται, με διαφορετικές ρυθμικές τεχνικές, καθώς και τέσσερα κομμάτια για το εκκλησιαστικό όργανο.[31] Αμφότερα τα βιβλία ανοίγουν με ένα σύνολο από δώδεκα τοκάτες, γραμμένο σε ένα «φανταχτερό» αυτοσχεδιαστικό ύφος και εναλλασσόμενα «γρήγορα» φθογγόσημα ή περάσματα με πιο οικεία και «διαλογιστικά» τμήματα, που ονομάζονται affetti, καθώς και σύντομες «εκρήξεις» αντιστικτικής μίμησης.
Παρόλο που, ο Φρεσκομπάλντι, επηρεάστηκε από πολλούς προηγούμενους συνθέτες όπως οι ναπολιτάνοι Μαγιόνε και Τραμπάτσι και ο Βενετός Μέρουλο, η μουσική του αντιπροσωπεύει πολλά περισσότερα από μια «περίληψη» των επιρροών του. Εκτός από την αριστοτεχνική αντιμετώπιση των παραδοσιακών μορφών, ο Φρεσκομπάλντι είναι σημαντικός για τις πολυάριθμες καινοτομίες του, ιδιαίτερα στον τομέα της χρονικής αγωγής (tempo): διαφέροντας από τους προκάτοχούς του, θα συμπεριλάβει στα κομμάτια του τμήματα με αντίθετα tempi και, μερικές από τις εκδόσεις του, περιλαμβάνουν μακρές προσημειώσεις που εξηγούν, πώς το tempo σχετίζεται με την εκτέλεση. Στην πραγματικότητα, έκανε έναν συμβιβασμό μεταξύ της παλαιάς σημειογραφίας του «άκαμπτου» παλμού και της σύγχρονης αντίληψης του ρυθμού. Παρόλο που αυτή η ιδέα δεν ήταν νέα (χρησιμοποιήθηκε για παράδειγμα από τον Κατσίνι, ο Φρεσκομπάλντι ήταν από τους πρώτους που την διέδωσε μέσω της μουσικής για πληκτροφόρα όργανα.[28][32]
Ο Φρεσκομπάλντι συνέβαλε, επίσης, σημαντικά στην τεχνική της παραλλαγής˙ πιθανόν, ήταν από τους πρώτους συνθέτες που εισήγαγαν την (αντι)παράθεση της ciaccona με την passacaglia στο ρεπερτόριο μουσικής, καθώς και ο πρώτος που συνέθεσε ένα σύνολο παραλλαγών πάνω σε ένα πρωτότυπο θέμα (όλα τα προηγούμενα παραδείγματα είναι παραλλαγές πάνω σε λαϊκές ή δημοφιλείς μελωδίες).[31] Επέδειξε αυξημένο ενδιαφέρον για τη σύνθεση περίπλοκων έργων από απλά, ανεξάρτητα, μη-σχετιζόμενα κομμάτια, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του. Το Cento partite sopra passacagli, ήταν το πιο εντυπωσιακό, τελευταίο δημιουργικό του έργο, όπου εμφανίζεται το καινούριο ενδιαφέρον του συνθέτη για το συνδυασμό διαφορετικών, μεταξύ τους, κομματιών που, αρχικά, γράφηκαν ως ανεξάρτητα.[22]
Τα άλλα έργα του συνθέτη περιλαμβάνουν συλλογές από καντσόνες, φαντασίες, καπρίτσια και άλλες φόρμες για το πληκτροφόρο, καθώς και τέσσερις εκδόσεις φωνητικής μουσικής (μοτέτα και άριες, με ένα βιβλίο με μοτέτα χαμένο) και μία έκδοση με σύνολα από καντσόνες. Ειδικά, οι ενόργανες καντσόνες του (για όργανα που δεν προσδιορίζει) με μπάσο κοντίνουο, έχουν μεγάλη ιστορική σημασία για την εξέλιξη της τρίο-σονάτας. Εμποτίζονται από ένα μεταβατικό ύφος, το οποίο οδήγησε στην πλήρως ανεπτυγμένη τρίο-σονάτα, την κύρια φόρμα μουσικής δωματίου, μέχρι την αντικατάστασή της από το κουαρτέτο εγχόρδων. Οι 12 Φαντασίες του 1608 είναι έργα ιδιότυπης υφής που, σπάνια απαντά σε πρωιμότερα παραδείγματα αυτής της μορφής.[25]
Οι σύγχρονοι με τον Φρεσκομπάλντι κριτικοί, αναγνώριζαν στο πρόσωπό του, τον μοναδικό, μεγάλο συνθέτη μουσικής για τα πληκτροφόρα της εποχής. Ακόμα και εκείνοι που δεν «ενέκριναν» τα φωνητικά έργα του Φρεσκομπάλντι, συμφωνούσαν ότι ήταν ιδιοφυία, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως συνθέτης έργων για τα πληκτροφόρα. Η μουσική του, όχι μόνο δεν απώλεσε την άμεση επίδραση που άσκησε μέχρι τη δεκαετία του 1660, αλλά τα έργα του επηρέασαν την γενικότερη εξέλιξη της μουσικής για τα πληκτροφόρα, σχεδόν για έναν αιώνα μετά τον θάνατό του. Ο Πασκουίνι θεωρούσε τον Φρεσκομπάλντι ως παιδαγωγική αυθεντία.[33]
Στους μαθητές του περιλαμβάνονταν πολλοί Ιταλοί συνθέτες, αλλά ο σημαντικότερος ήταν ένας Γερμανός, ο Φρόμπεργκερ, ο οποίος σπούδασε μαζί του μεταξύ 1637-41. Έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του 17ου αιώνα και, όπως ο δάσκαλός του, συνέθεσε έργα που μελετήθηκαν ακόμα και κατά τον 18ο αιώνα. Αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι, ο Φρεσκομπάλντι επηρέασε πολλούς συνθέτες εκτός Ιταλίας, με κορωνίδα τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ο μεγάλος κάντορας είναι γνωστό ότι, κατείχε αρκετά έργα του Φρεσκομπάλντι, συμπεριλαμβανομένου ενός χειρόγραφου αντιγράφου του Fiori musicali (Βενετία, 1635), το οποίο έφερε την υπογραφή του από το 1714 και ερμήνευσε στη Βαϊμάρη το ίδιο έτος. Η επιρροή του Φρεσκομπάλντι στον Μπαχ είναι πιο εμφανής στα πρώτα κοράλ-πρελούδια για το εκκλησιαστικό όργανο. Άλλωστε, οι τοκάτες και οι καντσόνες του Φρεσκομπάλντι, με τις ξαφνικές εναλλαγές και αντιθέσεις τους, μπορεί να είχαν εμπνεύσει το περίφημο stylus fantasticus της Βορειογερμανικής σχολής για το εκκλησιαστικό όργανο.
Αναφέρονται μόνον οι πρώτες εκδόσεις των έργων, πολλά από τα οποία γνώρισαν πολλαπλές επανεκδόσεις, μερικές από τις οποίες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Επίσης, σε χειρόγραφα:
Επιπροσθέτως, μερικά κομμάτια δημοσιεύθηκαν σε συλλογές:
Δύο πολύχωρες λειτουργίες αποδίδονται στον Φρεσκομπάλντι από ορισμένους μελετητές, αλλά η απόδοση παραμένει αμφιλεγόμενη:
i. ^ Οι διάφορες πηγές διαφωνούν σχετικά με την ερμηνεία των αρχείων γέννησης και βάπτισης του Φρεσκομπάλντι. Η 9η Σεπτεμβρίου εμφανίζεται, εδώ και καιρό σε αναφορές, ως ημερομηνία βάπτισής του (πράγμα που σημαίνει ότι, γεννήθηκε το αργότερο εκείνη την ημερομηνία και, μάλλον, μια ή δύο ημέρες νωρίτερα), αλλά πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι, η ημερομηνία γέννησης της 13ης ή της 15ης Σεπτεμβρίου μπορεί να είναι περισσότερο ακριβής.