(Ginger ale) | |||
---|---|---|---|
Ονομασία: | Τζιτζιμπύρα ή Τζιτζιμπίρα, (Ginger ale) | ||
Εφευρέτης: α. για τη Χρυσή τζιτζιμπίρα |
α. Δρ. Thomas Cantrell | ||
Εφευρέτης: β. για την Ξηρή τζιτζιμπίρα |
β. John McLaughlin | ||
Είδος: | α. Αναψυκτικό β. Αναμείκτης αλκοολούχων ποτών γ. Ως μη αλκοολούχο υποκατάστατο για τη σαμπάνια ή τη μπύρα | ||
Εισήχθη: | 1851 | ||
Χρώμα: | Χρυσαφί | ||
Άρωμα: | Πιπερόριζα | ||
Ποικιλίες: | α. Χρυσή τζιτζιμπύρα και β. Ξηρή τζιτζιμπίρα |
Η τζιτζιμπύρα ή τζιτζιμπίρα[1] (Ginger ale) είναι ένα ανθρακούχο αναψυκτικό αρωματισμένο με πιπερόριζα, με έναν από τους δύο τρόπους:
Ο Δρ. Thomas Cantrell, Αμερικανός αποθηκάριος (apothecary)[Σημ. 1] και χειρουργός, ισχυρίστηκε ότι είχε εφεύρει την τζιτζιμπύρα στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας και την διέθετε στην αγορά με τον τοπικό παρασκευαστή ποτών Grattan and Company. Ο Grattan, αποτύπωσε ανάγλυφα στα μπουκάλια του, το σύνθημα: "Οι Αρχικοί Παρασκευαστές Τζιτζιμπύρας" ("The Original Makers of Ginger Ale").[2] Αυτή ήταν η Χρυσή τζιτζιμπύρα, σκούρου χρώματος, γενικώς γλυκιά στη γεύση, με έντονη γεύση από καρύκευμα ζιγγίβερη. Είναι το παλαιότερο στυλ και υπάρχει μικρή ή καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτό και τις μη αλκοολούχες εκδόσεις τζιτζιμπύρας. Ως εκ τούτου, η χρυσή τζιτζιμπύρα και η τζιτζιμπύρα, είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, εκτός από μία σημαντική διαφορά, η χρυσή τζιτζιμπύρα είναι διαυγής, ενώ, η τζιτζιμπύρα είναι θολή και έχει μια ισχυρότερη γεύση ζιγγίβερης. Η χρυσή τζιτζιμπύρα, κυρίως καταναλώνεται ως ανθρακούχο ποτό και ως εναλλακτικό της τζιτζιμπύρας και όχι ως αναμείκτης, όπως συχνά χρησιμοποιείται η ξηρή τζιτζιμπύρα. Η ξηρή τζιτζιμπύρα, συχνά χρησιμοποιείται ως εναλλακτική της σόδας, ιδίως αναμειγνύοντάς την με αλκοολούχα ποτά.
Η ξηρή τζιτζιμπύρα, αναγνωρίζεται ως Καναδική δημιουργία από τον John McLaughlin, χημικό και φαρμακοποιό.[3] Έχοντας δημιουργήσει ένα εργοστάσιο εμφιάλωσης σόδας το 1890, ο McLaughlin το 1904, άρχισε να αναπτύσσει εκχυλίσματα αρωματικών ουσιών και να τα προσθέτει στο νερό. Εκείνη τη χρονιά, εισήγαγε τη "Χλωμό-ξηρη τζιτζιμπύρα" ("Pale Dry Ginger Ale"), την αφρώδη σπονδή η οποία το 1907, θα κατοχυρωνόταν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ως "Canada Dry Ginger Ale". Μια στιγμιαία επιτυχία, τα προϊόντα της Canada Dry έγιναν δεκτά υπό την έγκριση του Vice-Regal Household of the Governor General of Canada. Το ξηρό στυλ έγινε επίσης δημοφιλές, στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, όπου χρησιμοποιούταν ως αναμείκτης για αλκοολούχα ποτά. Η ξηρή τζιτζιμπύρα, σύντομα ξεπέρασε σε δημοτικότητα τη χρυσή τζιτζιμπύρα. Σήμερα, η χρυσή τζιτζιμπύρα είναι ένα ασυνήθιστο, πιο περιφερειακό ποτό, το οποίο δίδεται παραδειγματικά από τη Vernors. Αντιθέτως, η ξηρή τζιτζιμπύρα παράγεται σε μεγάλη κλίμακα διεθνώς.
Η ξηρή τζιτζιμπύρα, ως ένας αναμεικτήρας για τα αλκοολούχα ποτά, είναι βασική στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα μπαρ και στις αεροπορικές εταιρείες.[Σημ. 2]
Η τζιτζιμπύρα συνήθως περιέχει ανθρακούχο νερό, ζάχαρη/σιρόπι αραβοσίτου υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη (High fructose corn syrup - HFCS) και τεχνητό άρωμα πιπερόριζας. Η περιεκτικότητα σε ζιγγίβερη, συχνά αναφέρεται στις ετικέτες κατά τρόπο γενικό "φυσικό άρωμα" ή "φυσικά αρωματικά" ως δήλωση, προκειμένου να διατηρηθεί το απόρρητο της περίπλοκης αποκλειστικής εκμετάλλευσης μείγμα μπαχαρικών, φρούτων και των άλλων γεύσεων που χρησιμοποιούνται. Το λεμόνι, λάιμ και η ζάχαρη ζαχαροκάλαμου αποτελούν τα πιο κοινά συστατικά. Ο ανανάς και το μέλι είναι επίσης περιστασιακά συστατικά.[4] Η τζιτζιμπύρα μπορεί επίσης να περιέχει μαγιά, όταν γίνεται ανθρακούχος με φυσική ζύμωση.
Οι περισσότερες τζιτζιμπίρες που παρασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, γίνονται με σιρόπι αραβοσίτου υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη, ως γλυκαντικό.
Η τζιτζιμπίρα, όπως και με άλλα προϊόντα τζίντζερ, συχνά χρησιμοποιείται ως παραδοσιακή θεραπεία για την ανακούφιση της δυσπεψίας ή ναυτίας ή να ανακουφίσει και να καταπραΰνει τον βήχα και τον πονόλαιμο. Μελέτες για την αποτελεσματικότητά του ως αντιεμετικό, έχουν αποφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα, με τις περισσότερες να διαπιστώνουν ότι το εκχύλισμα της πιπερόριζας θα ανακουφίσει τα συμπτώματα της ναυτίας.[5]
Είναι δημοφιλές σε ανάμεικτα ποτά, ιδιαίτερα στα μη αλκοολούχα καθώς και το παντς (punch)[Σημ. 3] και ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ως μη αλκοολούχο υποκατάστατο για τη σαμπάνια ή τη μπύρα, δεδομένου ότι αυτά τα ποτά μοιάζουν μεταξύ τους στην εμφάνιση. Η τζιτζιμπίρα, μπορεί να αναμιχθεί με τα περισσότερα σκληρά ποτά, μπύρες και κρασιά σε πολλά ανάμεικτα ποτά και λέγεται ότι αναμειγνύεται καλά με τα πάντα. Στην Τζαμάικα, ένας κοινός τρόπος για την κατανάλωση της τζιτζιμπύρας, είναι η ανάμειξή της με τη μπύρα Red Stripe· οπότε ονομάζεται Shandy Gaff.[Σημ. 4][6]
Η ξηρή τζιτζιμπύρα, πωλείται επίσης με την προσθήκη αρώματος μέντας. Ορισμένες μάρκες τζιτζιμπίρα μέντας, έχουν ένα τεχνητό πράσινο χρώμα το οποίο προστίθεται, ενώ άλλες είναι διαυγείς. Προσφάτως, η Canada Dry εισήγαγε μια σειρά από τζιτζιμπίρα, αναμεμειγμένα με πράσινο τσάι. Σε επιλεγμένα Ιαπωνικά αυτόματα μηχανήματα πώλησης, η Canada Dry προσφέρει επίσης και ζεστή τζιτζιμπύρα, η οποία είναι απλώς η θερμαινόμενη έκδοση της αρχικής, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την ενανθράκωση.[7]
Οι διαθέσιμες μάρκες στη Βόρεια Αμερική περιλαμβάνουν τις Canada Dry, Bull's Head, Canfield's, Bruce Cost Fresh Ginger Ginger Ale, Hansen Natural, Vernors, Seagram's, Seaman's (εξαγοράστηκε από την PepsiCo και τώρα έχει διακόψει την λειτουργία της), Schweppes, Sussex, Buffalo Rock, Boylan Bottling Company, Polar Beverages, Ale-8-One, Blenheim, Foxon Park, Fitz's, Sprecher, Vally, Market Basket/Chelmsford, Red Rock, Reed's Ginger Brew, Thomas Kemper, Blaze (παράγεται από την Pipeline Brands), Chek (River of Dreams), Shasta, Northern Neck και Sussex Golden Ginger Ale.
Η Vernors είναι μια αρωματισμένη χρυσή τζιτζιμπίρα, η οποία παλαιώνεται σε δρύινα βαρέλια, για τρία χρόνια, πριν από την εμφιάλωση. Ήταν το πρώτο Αμερικανικό αναψυκτικό το οποίο χρονολογείται από το 1866, αν και διαμορφώθηκε, σύμφωνα με τις εισαγόμενες Ιρλανδικές τζιτζιμπύρες. Στο Ντιτρόιτ, Μίσιγκαν, ένα ποτό που γίνεται με παγωτό βανίλια και Vernors τζιτζιμπίρα, καλείται Boston cooler.[Σημ. 5]
Η Blenheim είναι η χρυσή τζιτζιμπίρα που γίνεται στη Νότια Καρολίνα· σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες μάρκες είναι διαθέσιμη με αρκετούς βαθμούς πικαντικότητας: Παλαιό #3 Καυτό, #5 Όχι τόσο καυτό και #9 Δίαιτα.[8]
|url=
value (βοήθεια). Bar None Drinks. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2013.