Τζον Άιρλαντ | |
---|---|
Ο Τζον Άιρλαντ σε φωτογραφία του 1920 | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | John Ireland (Αγγλικά) |
Γέννηση | 13 Αυγούστου 1879[1][2][3] Μπόουντον[4] |
Θάνατος | 12 Ιουνίου 1962[1][2][3] και 12 Μαΐου 1962[5] Δυτικό Σάσσεξ |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο |
Σπουδές | Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής και Leeds Grammar School |
Ιδιότητα | συνθέτης, μουσικός παιδαγωγός, συνθέτης μουσικών θεμάτων για κινηματογραφικές ταινίες και οργανίστας |
Γονείς | Alexander Ireland και Anne Ireland |
Αδέλφια | Alleyne Ireland |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Βραβεύσεις | Walter Willson Cobbett Medal |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζον Άιρλαντ (John Ireland, Μπόουντον 13 Αυγούστου 1879 - Ροκ Μιλ 12 Ιουνίου 1962), ήταν Άγγλος συνθέτης και δάσκαλος κλασσικής μουσικής, από τους σημαντικότερους του πρώτου μισού τού 20ού αιώνα για τη χώρα του.[6] Δεν συνέθεσε επικά έργα, αλλά τα συμφωνικά ποιήματα και οι εισαγωγές του, έχουν πλούσια ηχοχρώματα, ενώ το κοντσέρτο για πιάνο, με τα jazz ιντερλούδια είναι από τα πιο ενδιαφέροντα του είδους από Άγγλο συνθέτη.[7]
Ο Άιρλαντ γεννήθηκε στο Μπόουντον (Bowdon), μικρή πόλη της Αγγλίας, κοντά στο Μάντσεστερ, από οικογένεια σκωτικής καταγωγής, με κάποια πολιτισμική επιφάνεια. Ο πατέρας του, Αλέξανδρος, εκδότης και ιδιοκτήτης εφημερίδας, ήταν ηλικίας 70 ετών κατά τη γέννηση του Τζον, καθώς υπήρχαν ήδη πέντε παιδιά από το δεύτερο γάμο του (η πρώτη σύζυγος του Αλέξανδρου είχε πεθάνει). Η μητέρα του, Άννι, ήταν 30 χρόνια νεότερη από τον πατέρα του. Πέθανε τον Οκτώβριο του 1893, όταν ο Τζον ήταν 14 ετών, ενώ ο πατέρας του πέθανε το επόμενο έτος.[8] Έχει περιγραφεί ως «εσωστρεφής άνθρωπος, κριτικός του εαυτού του, στοιχειωμένος από τις αναμνήσεις μιας θλιβερής παιδικής ηλικίας».[9]
Ο Άιρλαντ μπήκε στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής (Royal College of Music) το 1893, μελετώντας πιάνο με τον Φρέντερικ Κλάιφ (Frederic Cliffe),[9] και εκκλησιαστικό όργανο με τον Ουόλτερ Πάρατ (Walter Parratt).[10] Από το 1897 σπούδασε σύνθεση με τον Τσαρλς Στάνφορντ (Charles Villiers Stanford).[9] Το 1896 εργάστηκε ως δεύτερος οργανίστας στην Αγία Τριάδα του Λονδίνου (Sloane Street) και, αργότερα, από το 1904 μέχρι το 1926, ήταν οργανίστας και χοράρχης στην εκκλησία του Αγίου Λουκά στο Τσέλσι.[11] Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, το 1905.[6]
Ο Άιρλαντ άρχισε να γίνεται ονομαστός στις αρχές του 1900 ως συνθέτης τραγουδιών και μουσικής δωματίου. Με την Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 1 (1909) κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό που διοργανώθηκε από τον γνωστό πάτρονα της μουσικής δωματίου W. W. Cobbett. Ακόμη πιο επιτυχημένη ήταν η Σονάτα για βιολί, αρ. 2, που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1917 και υποβλήθηκε σε έναν διαγωνισμό που οργανώθηκε για να βοηθήσει τους μουσικούς σε καιρό πολέμου (Α’ Παγκόσμιος). Όπως είπε ο ίδιος ο Άιρλαντ, «ήταν ίσως η πρώτη και μοναδική φορά που ένας Βρετανός συνθέτης βγήκε από σχετική αφάνεια μέσα σε μια νύχτα, από ένα έργο που παρουσιάστηκε σε μιαν αίθουσα μουσικής δωματίου». Το έργο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και ο εκδότης Winthrop Rogers το δημοσίευσε άμεσα (η πρώτη έκδοση ήταν sold out ακόμα και πριν υποστεί τελική επεξεργασία).[12]
Ο Άιρλαντ συνήθιζε να επισκέπτεται συχνά τα Νησιά της Μάγχης, καθώς εμπνεόταν από το τοπίο τους. Αυτό αποτυπώθηκε, κατά τη διαμονή του στο Τζέρσεϊ, στην σύνθεση Η Μαγεία του Νησιού, το πρώτο κομμάτι για πιάνο από το έργο Διακοσμήσεις. Επίσης, τα τρία κομμάτια για πιάνο με τον τίτλο Sarnia: An Island Sequence, που γράφηκε στο Γκέρνσεϊ το 1940, λίγο πριν από την εισβολή των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου.Από το 1923 μέχρι το 1939 δίδαξε στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής.[6][13] Μεταξύ των μαθητών του εκεί, ήταν και ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν (που αργότερα περιγράφεται από τον Άιρλαντ ότι διαθέτει «ισχυρή προσωπικότητα, αλλά αδύναμο χαρακτήρα»).[14] Ο Άιρλαντ παρέμεινε εργένης, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα όταν, πολύ γρήγορα παντρεύτηκε, έμεινε σε διάσταση και χώρισε.[8]
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1949, τα 70ά γενέθλιά του γιορτάστηκαν σε μια ξεχωριστή συναυλία (Prom), στην οποία παίχτηκε το έργο του, Κοντσέρτο για πιάνο από την Αϊλίν Τζόις (Eileen Joyce),[15] η οποία, επίσης, είχε πρωτοηχογραφήσει το έργο (1942). Ο Άιρλαντ αποσύρθηκε το 1953 στο μικρό χωριουδάκι Ροκ στο Σάσεξ, όπου έζησε σε ένα ανακαινισμένο ανεμόμυλο, τον Ροκ Μίλ (Rock Mill) για το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί συνάντησε τον νεαρό πιανίστα Άλαν Ρόουλαντς (Alan Rowlands), που θα ήταν η επιλογή τού συνθέτη για να ηχογραφήσει την πλήρη μουσική του για πιάνο.[16] Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, σε ηλικία 82 ετών, στον Ροκ Μίλ και είναι θαμμένος στο St. Mary the Virgin στο Shipley, κοντά στο σπίτι του. Στην επιτάφιο πλάκα αναγράφεται: «Οσοδήποτε νερό δεν μπορεί να ξεδιψάσει την αγάπη» (από ένα έργο του) και «Ένα από τα ευγενέστερα δημιουργήματα του Θεού κείται εδώ».
Τα πρώτα έργα τού Άιρλαντ είναι επηρεασμένα από την μουσική των Μπραμς και Ντβόρζακ, αργότερα από τους Ραβέλ και Στραβίνσκι. Κατόπιν, διαφαίνεται η αγάπη του για την αγγλική ύπαιθρο και τα κατάλοιπα του παγανισμού, διατηρώντας έντονα βρετανικό χαρακτήρα. Οι τροπικές κλίμακες που χρησιμοποιεί, σε συνδυασμό με τις αρμονίες του, παραπέμπουν περισσότερο στην μουσική των Τυδώρ και το κάντο πλάνο, και λιγότερο στο αγγλικό λαϊκό τραγούδι.[17]