Τζον Μίλινγκτον Σινγκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | John Millington Synge (Αγγλικά) |
Γέννηση | 16 Απριλίου 1871[1][2][3] Rathfarnham[4][5] |
Θάνατος | 24 Μαρτίου 1909[1][2][3] Δουβλίνο[6][7][5] |
Αιτία θανάτου | λέμφωμα |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Mount Jerome Cemetery |
Εθνικότητα | Ιρλανδοί[8] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[2][9] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Παρισιού Royal Irish Academy of Music |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεατρικός συγγραφέας[4][10][5] ποιητής συγγραφέας[11][10][12] λιμπρετίστας πεζογράφος[5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Riders to the Sea Το λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου |
Οικογένεια | |
Γονείς | John Hatch Synge[13][14] και Kathleen Trail[13][14] |
Αδέλφια | Annie Isabella Synge[14] |
Συγγενείς | John Lighton Synge (ανιψιός)[15] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζον Μίλινγκτον Σινγκ (αγγλικά: John Millington Synge) (16 Απριλίου 1871 – 24 Μαρτίου 1909) ήταν Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, συγγραφέας, λαογράφος και από τις μεγαλύτερες μορφές της Ιρλανδικής λογοτεχνικής αναγέννησης, ενός λογοτεχνικού κινήματος που δημιουργήθηκε για να αναβιώσει τον ιρλανδικό πολιτισμό. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του θεάτρου Άμπι του Δουβλίνου.
Προτεσταντικής καταγωγής, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τον κόσμο των Καθολικών χωρικών της χώρας του, στους οποίους πίστευε ότι βρήκε το παλιό παγανιστικό πολιτιστικό υπόβαθρο της Ιρλανδίας. Η πρώτη παράσταση του διάσημου έργου του Το λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου προκάλεσε ταραχές στο Δουβλίνο το 1907.
Ο Τζον Μίλιγκτον Σινγκ γεννήθηκε το 1871 στο Ράθφαρνχαμ, στην κομητεία του Δουβλίνου, ο μικρότερος από τα οκτώ παιδιά προτεσταντικής οικογένειας της ανώτερης μεσαίας τάξης. Ο πατέρας του, που ήταν δικηγόρος και καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων, πέθανε από ευλογιά το1872, έτσι ο Σινγκ μεγάλωσε με τη μητέρα του στο οικογενειακό κτήμα. Αρχικά εκπαιδεύτηκε στο σπίτι και στη συνέχεια σπούδασε πιάνο, φλάουτο, βιολί, θεωρία μουσικής και αντίστιξη στη Βασιλική Ιρλανδική Ακαδημία Μουσικής. Από το 1888 φοίτησε στο Τρίνιτι Κόλετζ στο Δουβλίνο, το παραδοσιακό προτεσταντικό πανεπιστήμιο. Σπούδασε μεταξύ άλλων γλώσσες και συνέχισε τις μουσικές του σπουδές. Ενδιαφερόταν για τις ιρλανδικές αρχαιότητες.
Μετά την αποφοίτησή του, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία για να σπουδάσει μουσική. Έμεινε στο Κόμπλεντς κατά τη διάρκεια του 1893 και μετακόμισε στο Βύρτσμπουργκ τον Ιανουάριο του 1894. Δεν ήθελε να ακολουθήσει μια συμβατική καριέρα, του ήταν επίσης δύσκολο να αποφασίσει μεταξύ μουσικής και λογοτεχνικής σταδιοδρομίας. Λόγω εν μέρει της συστολής του για τις δημόσιες παραστάσεις και εν μέρει της αμφιβολίας του για τις ικανότητές του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μουσική και να ακολουθήσει τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα. Επέστρεψε στην Ιρλανδία τον Ιούνιο του 1894 και τον Ιανουάριο του 1895 έφυγε για το Παρίσι για να σπουδάσει λογοτεχνία και γλώσσες στη Σορβόννη.
Στο Παρίσι συνάντησε τον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, ο οποίος τον συμβούλεψε αντί να ζήσει μια άσκοπη μποέμ ζωή στο Παρίσι, θα έπρεπε να επισκεφτεί τα νησιά Άραν στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της Ιρλανδίας για να γνωρίσει έναν τρόπο ζωής που δεν είχε βρει ακόμη λογοτεχνική έκφραση. Αποφασιστικά για το έργο του Σινγκ και ταυτόχρονα για το ιρλανδικό θέατρο ήταν τα καλοκαίρια που πέρασε στο Ίνισμαν, ένα από τα νησιά Άραν, όπου η ζωή ήταν από πολλές απόψεις ακόμα αρχαϊκή, αυθόρμητη και ανέγγιχτη από τον πολιτισμό. Εκεί εξελίχθηκε σε ποιητικό ρεαλιστή, γιατί «πραγματική, καθαρή χαρά μπορεί να βρεθεί μόνο στην άγρια, μαγευτική πραγματικότητα». Ο Σινγκ πέρασε το καλοκαίρι του 1898 στα νησιά Άραν και επαναλάμβανε το ταξίδι κάθε καλοκαίρι για πέντε χρόνια, τελειοποιώντας τα Ιρλανδικά του και τις γνώσεις του για τις τοπικές παραδόσεις και τη λαογραφία.
Ο Σινγκ έπασχε από τη νόσο Χότζκιν και πέθανε στο Δουβλίνο στις 24 Μαρτίου 1909, σε ηλικία 37 ετών.
Στο ημι-αυτοβιογραφικό πεζογραφικό του έργο Τα νησιά Άραν (1907), περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων εκεί. Οι πολυάριθμες επισκέψεις και οι πεζοπορίες του σε απομακρυσμένες περιοχές της Ιρλανδίας - απεικόνισε σε φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ την καθημερινή ζωή της αγροτικής Ιρλανδίας - αντικατοπτρίστηκαν επίσης στα θεατρικά έργα του, τα οποία διαδραματίζονται σε περιοχές μακριά από τον πολιτισμό και οι ήρωές του είναι μετανάστες, εργάτες ή τεχνίτες. Ο συγγραφέας είχε βιώσει προσωπικά τον τρόπο ζωής τους και τον προτιμούσε από τις αστικές αξίες και τρόπο ζωής.
Ο Σινγκ εμπνεύστηκε από ιρλανδικές λαϊκές ιστορίες, μύθους και παραδόσεις αλλά απεικόνισε συγχρόνως την πραγματική Ιρλανδία της εποχής του με τις προλήψεις και την αχαλίνωτη φαντασία του λαού της. Έγραψε στα αγγλικά αλλά εισήγαγε στη σκηνή εκφράσεις των ιρλανδικών αγγλικών. Τα έργα του αποτελούν σημαντικό μέρος της ιρλανδικής εθνικής ποίησης και θεωρούνται μέρος της λεγόμενης Ιρλανδικής λογοτεχνικής αναγέννησης.
Το 1903, ο Σινγκ πήγε στο Λονδίνο και έκανε το ντεμπούτο του ως θεατρικός συγγραφέας με το έργο Στη σκιά του φαραγγιού. Όταν το 1904 ιδρύθηκε το Θέατρο Άμπι, μαζί με τον Γέιτς ο Σινγκ ήταν ένας από τους συντελεστές του. Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, έγραψε έξι θεατρικά έργα που, αν και έχουν τις ρίζες τους στις ιρλανδικές συνθήκες διαβίωσης, έχουν ευρύτερη αποδοχή και ανεβαίνουν διαχρονικά στις σκηνές και άλλων χωρών.[17]
Στην Ιρλανδία, τα έργα του και η αντιδογματική κοσμοθεωρία που εξέφρασαν έγιναν δεκτά με ανάμεικτες αντιδράσεις από κριτικούς και θεατρικό κοινό και συχνά θεωρήθηκαν ανήθικα ή αντιθρησκευτικά και αντι-ιρλανδικά και ως δυσφήμιση της ιρλανδικής ηθικής, της εικόνας των γυναικών και των θρησκευτικών αξιών. Η πρεμιέρα του Το λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου στο Δουβλίνο το 1907 πυροδότησε ένα μεγάλο σκάνδαλο στην ιστορία του ιρλανδικού θεάτρου, καθώς το έργο θεωρήθηκε ταπεινωτικό τόσο για τη χυδαιότητα της γλώσσας όσο και για την απεικόνιση της ηθικής κατάστασης στην Ιρλανδία. Τα έργα του δεν ανέβαιναν στην Ιρλανδία για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ μετά τον θάνατό του. Το τελευταίο του έργο, Η Ντέιρντρε των θλίψεων, παίχτηκε μετά θάνατον, το 1910, παρά την εστίασή του στην Ντέιρντρε, μια από τις πιο εντυπωσιακές φιγούρες της ιρλανδικής μυθολογίας.
Μεταξύ των θεατών των θεατρικών έργων του ήταν ο Σον Ο'Κέισι και ο Σάμιουελ Μπέκετ, οι οποίοι αργότερα αναγνώρισαν ότι όφειλαν πολλά στον Σινγκ στα έργα τους. Ο Κάφκα επίσης ανέφερε ότι γνώριζε και εκτιμούσε το έργο του Σινγκ.