Τζον Μπάουρινγκ Sir John Bowring | |
---|---|
Ο Τζον Μπάουριγκ το 1826 | |
4ος Κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ | |
Περίοδος 13 Απριλίου 1854 – 9 Σεπτεμβρίου 1859 | |
Προκάτοχος | Τζορτζ Μπόνχαμ |
Διάδοχος | Γουίλιαμ Κέιν Χέρκουλες Ρόμπινσον |
Βουλευτής στη Βουλή των Κοινοτήτων της εκλογικής περιφέρειας “Kilmarnock Burghs” | |
Περίοδος 1835 – 1837 | |
Προκάτοχος | Τζον Ντάνλοπ |
Διάδοχος | Τζον Κάμπελ Κολκούχουν |
Βουλευτής στη Βουλή των Κοινοτήτων της εκλογικής περιφέρειας “Bolton” | |
Περίοδος 1841 – 1849 | |
Μαζί με | Πήτερ Έϊνσγουόρθ (1841–1847) Γουίλιαμ Μπόλινγκ (1847–1848) Στέφεν Μπλερ (1848–1849) |
Προκάτοχος | Πήτερ Έϊνσγουόρθ Γουίλιαμ Μπόλινγκ |
Διάδοχος | Στέφεν Μπλερ Τζοσουά Γουάλμσλεϋ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 17 Οκτωβρίου 1792, Έξετερ, Αγγλία |
Θάνατος | 23 Νοεμβρίου 1872 (80 ετών) Κλάρεμοντ, Ντέβον, Αγγλία |
Πολιτικό κόμμα | Ριζοσπάστες |
Σύζυγος | Μαρία Λέβιν Ντέμπορα Κάστλ |
Παιδιά | Τζον Τσαρλς Μπάουρινγκ, Λέβιν Μπένθαμ Μπάουρινγκ, Έντγκαρ Άλφρεντ Μπάουρινγκ |
Επάγγελμα | Βουλευτής στη Βουλή των Κοινοτήτων |
Θρήσκευμα | Ενωτικός |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σερ Τζον Μπάουριγκ (όπως συνήθως αναφέρεται ελληνικά) ή Τζον Μπάουρινγκ (αγγλικά: Sir John Bowring, κινεζικά:寶寧,寶靈ή包令) (17 Οκτωβρίου 1792 – 23 Νοεμβρίου 1872) ήταν Βρετανός (Άγγλος) πολιτικός οικονομολόγος, πολύγλωσσος συγγραφέας και ο 4ος Κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ.[1]
Ο Τζον Μπάουριγκ γεννήθηκε στο Έξετερ (Exeter) της Αγγλίας και ήταν γιος του Καρόλου Μπάουριγκ (Charles Bowring, 1769-1856), εμπόρου μαλλιού, από παραδοσιακή Ενωτική οικογένεια και της Σάρας Τζέιν Ανν (Sarah Jane Anne, θ. 1828), κόρης του Τόμας Λέιν (Thomas Lane), εφημέριου σε ναό της κωμόπολης St Ives, στην Κορνουάλη (Cornwall).[2] Η τελευταία υποχρεωτική εκπαίδευση που πήρε ήταν στο Ενωτικό Σχολείο της πόλης Μορετονχάμπστεντ (Moretonhampstead) και στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του, σε ηλικία 13 ετών.[3] Ο Μπάουριγκ σε κάποιο στάδιο της νεανικής του ηλικίας ήθελε να γίνει υπουργός.[4] Από νεαρός επηρεάστηκε από τις ιδέες του Τζέρεμι Μπένθαμ και αργότερα έγινε φίλος του. Ωστόσο, δεν συμμεριζόταν την περιφρόνηση του Μπένθαμ για τις “ωραίες γραφές» (Belles Lettres). Ήταν, επίσης, επιμελής μαθητής της λογοτεχνίας και των ξένων γλωσσών, ιδίως εκείνων της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Μπάουριγκ συγκρίνεται αναλογικά μεταξύ των μεγαλύτερων στον κόσμο “υπερπολύγλωττων” (hyperpolyglots) Τζιουζέπε Κάσπαρ Μετζοφάντι (Giuseppe Caspar Mezzofanti) και Χανς Κόνον φον ντερ Γκάμπελεντζ (Hans Conon von der Gabelentz), καθώς το ταλέντο του, του επέτρεπε να γνωρίζει περί τις 200 γλώσσες και μπορούσε να μιλήσει περίπου 100.[5]
Κατεξοχήν λογοτεχνικό έργο του την περίοδο αυτή, ήταν η μετάφραση της παραδοσιακών λαϊκών τραγουδιών από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρόλο που ο ίδιος έγραψε επίσης δικά του ποιήματα και ύμνους, καθώς και έργα για πολιτικά και οικονομικά θέματα.[5] Οι πρώτοι καρποί της ενασχόλησής του με τη ξένη λογοτεχνία εμφανίστηκαν με έργα όπως το Specimens of the Russian Poets (1821-1823). Ακολούθησαν τα έργα: Batavian Anthology (1824), Ancient Poetry and Romances of Spain (1824), Specimens of the Polish Poets (1827), Serbian Popular Poetry (1827)[6] και Poetry of the Magyars (1830).
Ο Τζον Μπάουριγκ μαζί με τον Έντουαρντ Μπλακιέρ ουσιαστικά απετέλεσαν τον κινητήριο παράγοντα για την ίδρυση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου (αγγλικά: London Greek Committee ή London Philhellenic Committee, 1823-1826) που ήταν κίνηση φιλελλήνων, η οποία συστάθηκε, τον Μάρτιο του 1823 με κύριο σκοπό την υποστήριξη της ελληνικής Επανάστασης.[7][8]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στην ηλικία περίπου των 33 ετών και μετά, άρχισε να συνεισφέρει στην νεοϊδρυθείσα τότε εβδομαδιαία έκδοση Westminster Review (1824-1914) από την οποία διορίστηκε, το 1825, ως εκδότης. Με τη συμβολή του στο Westminster Review απέκτησε μεγάλη φήμη ως πολιτικός οικονομολόγος και ως κοινοβουλευτικός μεταρρυθμιστής (reformer). Υποστήριξε από τις σελίδες του την υπόθεση του ελεύθερου εμπορίου πολύ πριν να διαδοθεί από τους Ρίτσαρντ Κόμπντεν (Richard Cobden, 1804-1869) και Τζον Μπράιγκτ (John Bright, 1811-1889). Διακήρυττε θερμά εξ ονόματος της κοινοβουλευτικής μεταρρύθμισης (Reform Act 1832), την καθολική χειραφέτηση (Catholic emancipation) και την λαϊκή εκπαίδευση (popular education). Το 1828 επισκέφτηκε την Ολλανδία και το Φεβρουάριο του 1829 το Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν που του απένειμε διδακτορικό της νομικής. Την επόμενη χρονιά ήταν στη Δανία, προετοιμάζοντας τη δημοσίευση συλλογής σκανδιναβικής ποίησης.[6] Μέχρι το 1832 διετέλεσε γραμματέας εξωτερικών του συλλόγου “British and Foreign Unitarian Association”. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ προσπάθησε να τον βοηθήσει να διοριστεί καθηγητής της Αγγλικής ή της Ιστορίας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο Λονδίνου εν τη γενέσει του ιδρύματος, αλλά κανένας από τους δυο τους δεν είχε μεγάλη επιρροή στο νέο πανεπιστήμιο. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ, εν τέλει, όρισε τον Μπάουριγκ ουσιαστικό εκτελεστή του έργου του και ο Μπάουριγκ ανέλαβε το έργο της προετοιμασίας μιας συγκεντρωτικής έκδοσης των έργων του Μπένθαμ. Αυτό το έργο, κορυφώθηκε το 1843, με την έκδοση έντεκα τόμων με εργογραφία του Μπένθαμ.[6]
Το 1835 ο Μπάουριγκ εισήλθε στο κοινοβούλιο ως μέλος της εκλογικής περιφέρειας “Kilmarnock Burghs” (UK Parliament constituency) και κατά το επόμενο έτος διορίστηκε επικεφαλής μιας κυβερνητικής επιτροπής, η οποία απεστάλη στη Γαλλία για να διερευνήσει την πραγματική κατάσταση του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών. Ασχολήθηκε με παρόμοιες έρευνες στην Ελβετία, την Ιταλία, τη Συρία και ορισμένα από τα κρατίδια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα αποτελέσματα αυτών των αποστολών εμφανίστηκαν σε μια σειρά εκθέσεων του, πριν από την εκλογή του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Εκτός από μια αποχώρησή του διάρκειας τεσσάρων ετών, παρέμεινε στο κοινοβούλιο από το 1841 μέχρι το 1849 ως μέλος της εκλογικής περιφέρειας “Bolton” (UK Parliament constituency). Κατά τη διάρκεια αυτής της πολυάσχολης περιόδου βρήκε ελεύθερο χρόνο για τη λογοτεχνία και δημοσίευσε το 1843 μετάφραση του Manuscript of the Queen's Court (συλλογή τσεχικής μεσαιωνικής ποίησης,[6] η οποία αργότερα θεωρήθηκε ως ψευδής από τον Τσέχο ποιητή Václav Hanka). Το 1846 έγινε πρόεδρος του συνδέσμου “Mazzinian People's International League” (ο σύνδεσμος αυτός είχε επιρροές από τον Ιταλό ακτιβιστή και δημοσιογράφο Giuseppe Mazzini).
Χωρίς κληρονομικό πλούτο ή μισθό ως βουλευτής του Μπόλτον,[10] ο Μπάουριγκ ήθελε να διατηρήσει την πολιτική του καριέρα με σημαντικές επενδύσεις στη βιομηχανία σιδήρου της νότιας Ουαλίας κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1840. Επικεφαλής μιας μικρής ομάδα πλούσιων εμπόρων και τραπεζιτών από το Λονδίνο ανέλαβε ως πρόεδρος της εταιρείας “Llynvi Iron Company” ιδρύοντας μια μεγάλη σιδηρουργία στην πόλη Maesteg της Glamorgan, μεταξύ του 1845-1846. Χωρίς να χάσει χρόνο ανέθεσε στον αδελφό του, Τσαρλ Μπάουριγκ, τη γενική διεύθυνση και σύντομα η ονομασία της περιοχής γύρω από σιδηρουργείο του έγινε Μπάουρινγκτον (Bowrington). Παρά το γεγονός ότι έχασε τα κεφάλαιά του κατά την τραπεζική και εμπορική κρίση του 1847 (Panic of 1847) ο John Bowring είχε αποκτήσει τη φήμη του καλού εργοδότη. Ένας σύγχρονός του σχολίασε ότι «έδωσε στους φτωχούς τα δικαιώματά τους και έλαβε την ευλογία τους». Η επιχειρηματική αποτυχία του στη Νότια Ουαλία τον οδήγησε άμεσα στο να αποδεχτεί την προσφορά του Ερρίκου Ιωάννη Τεμπλ, γνωστότερου ως Πάλμερστον, να γίνει πρόξενος στην Καντόνα. Λίγο πριν, το 1845, είχε γίνει επίσης πρόεδρος των σιδηροδρόμων "London and Blackwall Railway", τον πρώτο στον κόσμο ατμοκίνητο σιδηρόδρομο αστικών επιβατικών μεταφορών και πρόδρομο του συνόλου του σιδηροδρομικού δικτύου του Λονδίνου (“London Rail”).[11]
Το 1849, ο Μπάουριγκ διορίστηκε ως ο πρόξενος της Βρετανίας στην Καντόνα (σημερινή Κουανγκτσόου) και ως επιστάτης του εμπορίου στην Κίνα, μια θέση που κατείχε για τέσσερα χρόνια. Τόσο πριν την Καντόνα, όσο και μετά την επιστροφή του εκ νέου στη Βρετανία, ο Μπάουριγκ διέπρεψε ως υπέρμαχος στο “Zήτημα του δεκαδικού νομίσματος”. Στις 27 Απριλίου 1847 απηύθυνε στην Βουλή των Κοινοτήτων επί της ουσίας του ζητήματος αυτού.[12] Συμφώνησε σε συμβιβασμό, που οδήγησε στη κυκλοφορία του φλορινιού (British two shilling coin, florin) το ένα δέκατο δηλαδή μιας στερλίνας (η αγγλική λίρα), που εισήχθη ως ένα πρώτο βήμα το 1848 και ευρύτερα από το 1849.[13] Δημοσίευσε επίσης εργασία με τίτλο: The Decimal System in Numbers, Coins and Accounts το 1854.[6]
Στις 13 Απριλίου του 1854, ο Μπάουριγκ εστάλη στο Χονγκ Κονγκ ως κυβερνήτης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αυτής, ξέσπασε διαφορά με την Κίνα που προκλήθηκε από την "εμπνευσμένη" ή αυταρχική πολιτική του και οδήγησε στο Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860).[6] Παράλληλα, την ίδια στιγμή, επέτρεψε στους Κινέζους πολίτες του Χονγκ Κονγκ να υπηρετούν ως ένορκοι στις δίκες και να γίνονται δικηγόροι. Ο Μπάουριγκ επίσης πιστώνεται τη δημιουργία του πρώτου εμπορικού δημόσιου συστήματος υδροδότησης του Χονγκ Κονγκ. Ανέπτυξε τη μητροπολιτική περιοχή του ανατολικού Wan Chai στις εκβολές ποταμού κοντά στο Happy Valley και στο λιμάνι Victoria (Victoria Harbour) από την επιμήκυνση του ποταμού προς το κανάλι. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Μπάουρινγκτον (Bowrington), προς τιμήν του. Με διάταγμα του εξασφάλισε την ασφαλέστερη σχεδίαση όλων των μελλοντικών έργων κατασκευής κτιρίων στην αποικία του Χονγκ Κονγκ. Το 1855 επισκέφθηκε το Σιάμ (Rattanakosin Kingdom) και διαπραγματεύτηκε με τον βασιλιά Μονγκούτ (Mongkut) σύμφωνο εμπορίου, το οποίο σήμερα συνήθως αναφέρεται ως η “Συνθήκη Μπάουριγκ” (Bowring Treaty). Ο Μπάουριγκ συνταξιοδοτήθηκε ως Κυβερνήτης τον Μάρτιο του 1859.
Από τις τελευταίες του αποστολές, που του ανατέθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση, ήταν η αποστολή του ως επίτροπος στην Ιταλία το 1861, προκειμένου να υποβάλει έκθεση σχετικά με τις βρετανικές εμπορικές σχέσεις με το νέο βασίλειο. Στη συνέχεια ο Μπάουριγκ αποδέχτηκε το διορισμό του ως πληρεξούσιος υπουργός και απεσταλμένος από την έκτακτη κυβέρνηση της Χαβάης στα δικαστήρια της Ευρώπης και με αυτή την ιδιότητα διαπραγματεύτηκε διάφορες συμφωνίες με το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελβετία.[6]
Ο Τζον Μπάουρινγκ παντρεύτηκε δύο φορές. Με την πρώτη σύζυγό του, Μαρία Λέβιν (Maria Lewin, 1793/4-1858), την οποία παντρεύτηκε το 1818 μετά τη μετάβαση του στο Λονδίνο, είχε πέντε γιους και τέσσερις κόρες (Maria, John, Frederick, Lewin, Edgar, Charles, Edith, Emily και Gertrude). Η σύζυγός του Μαρία πέθανε από δηλητηρίαση, με αρσενικό, το 1858.[3] Ο μεγαλύτερος γιος του ο John Charles Bowring παρουσίασε τη συλλογή κολεοπτέρων του Μπάουριγκ στο Βρετανικό Μουσείο μετά τον θάνατό του. Ο τέταρτος γιος του ο Edgar Alfred Bowring ήταν μέλος του Κοινοβουλίου για το Έξετερ από το 1868 έως το 1874. Ο Έντγκαρ Άλφρεντ Μπάουρινγκ ήταν επίσης γνωστός ως μεταφραστής. Ο Lewin Bentham Bowring ήταν μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας της Βεγγάλης (Bengal Civil Service) και γραμματέας στην Ινδία του Λόρδου Κάνινγκ (Lord Canning: Charles Canning, 1st Earl Canning) και του Λόρδου Έλγιν (Lord Elgin: James Bruce, 8th Earl of Elgin),[14] και Επίτροπος της πόλης του Mysore στην Ινδία. Η κόρη του Έμιλι έγινε ρωμαιοκαθολική καλόγρια, με το όνομα αδελφή Emily Aloysia Bowring. Ήταν η πρώτη διευθύντρια της Ιταλικής Μοναστικής Σχολής (“Italian Convent School”), γνωστής σήμερα ως “Sacred Heart Canossian College”, στο Χονγκ Κονγκ, από το 1860 έως το 1870. Ο Τζον Μπάουρινγκ παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, την Ντέμπορα Καστλ (Deborah Castle, 1816-1903), το 1860. Δεν απέκτησαν μαζί παιδιά. Η Ντέμπορα Κάστλ - Μπάουρινγκ ήταν επίσης εξέχουσα ενωτική, ακτιβίστρια και υποστηρίκτρια του κινήματος για την παροχή δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.[15] Επίσης ο Τζον Μπάουρινγκ είναι ο προ-προπαππούς της ηθοποιού Σουζάνας Γιόρκ (Susannah York).
Ο Τζον Μπάουριγκ πέθανε στις 23 Νοεμβρίου του 1872, σε ηλικία 80 ετών.
Έλαβε αρκετές τιμητικές διακρίσεις από διάφορες χώρες. Ενδεικτικά:
Στα μέσα του 19ου αιώνα, μια συνοικία της Llynfi Valley, στο Glamorgan, της Νότιας Ουαλίας ήταν γνωστή ως Μπάουρινγκτον (Bowrington), καθώς ανεγέρθηκε, όταν ο John Bowring ήταν εκεί πρόεδρος της τοπικής εταιρείας σιδήρου. Η σιδηρουργική κοινότητα του Bowring έγινε αργότερα μέρος της αστικής περιοχής του Maesteg (Maesteg Urban District). Το όνομα αναβίωσε τη δεκαετία του 1980, όταν μια επενδυτική αγορά του Maesteg ονομαζόταν Bowrington Arcade.
Ως ο 4ος Κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ, διάφορα σημεία στην πόλη αυτή έχουν πάρει τιμητικά το όνομά του:
Προκάτοχος: Τζον Ντάνλοπ |
'Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου' Μέλος του Κοινοβουλίου για το Kilmarnock Burghs 1835–1837 |
Διάδοχος: Τζον Κάμπελ Κολκούχουν |
Προκάτοχος: Πήτερ Έϊνσγουόρθ και Γουίλιαμ Μπόλινγκ |
'Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου' Μέλος του Κοινοβουλίου για το Bolton 1841–1849 με: Πήτερ Έϊνσγουόρθ, ως 1847 Γουίλιαμ Μπόλινγκ, 1847–1848 Στέφεν Μπλερ, από το 1848 |
Διάδοχος: Στέφεν Μπλερ και Τζοσουά Γουάλμσλεϋ |
Προκάτοχος: Τζορτζ Μπόνχαμ |
'Κυβερνήτης του Χονγκ Κόνγκ' 1854–1859 |
Διάδοχος: Γουίλιαμ Κέιν Χέρκουλες Ρόμπινσον |