Το Κόκκινο και το Μαύρο

Το Κόκκινο και το Μαύρο
ΣυγγραφέαςΣταντάλ
ΤίτλοςLe Rouge et le Noir
ΥπότιτλοςChronique de 1830
Chronique du XIXe siècle
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσηςΝοέμβριος 1830
Πολιτιστικό κίνημαρομαντισμός
Ρεαλισμός
Μορφήμυθιστόρημα
Θέμαcareerism
Παλινόρθωση των Βουρβόνων
υποκρισία
αγάπη
ΧαρακτήρεςJulien Sorel
ΤόποςΠαρίσι
Φρανς-Κοντέ
Μπεζανσόν
Verrières
LC ClassOL733640W[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Κόκκινο και το Μαύρο (γαλλικά: Le Rouge et le Noir‎‎) είναι μυθιστόρημα του Σταντάλ, το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 1830, αν και η αρχική έκδοση αναφέρει την ημερομηνία 1831. Είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, μετά το Αρμάνς.

Ο πλήρης τίτλος του μυθιστορήματος, Το Κόκκινο και το Μαύρο: Χρονικό του 19ου αιώνα, υποδεικνύει τον διττό λογοτεχνικό σκοπό του έργου, τόσο ως ψυχολογικό πορτρέτο του ρομαντικού πρωταγωνιστή Ζυλιέν Σορέλ, όσο και μια αναλυτική, κοινωνιολογική σάτιρα της γαλλικής ανώτερης κοινωνικής τάξης κατά την εποχή της παλινόρθωσης των Βουρβόνων (1814–30).

Ο Σόμερσετ Μωμ το 1954, στο δοκίμιο Δέκα μυθιστορήματα και οι συγγραφείς τους, το αναφέρει μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων μυθιστορημάτων που έχουν γραφτεί ποτέ.

Ο τίτλος θεωρείται ότι αναφέρεται στην αντίθεση μεταξύ των θεολογικών (μαύρο) και των στρατιωτικών (κόκκινο) κλίσεων του πρωταγωνιστή, αλλά αυτή η ερμηνεία είναι μόνο μία από τις πολλές.[2] Παραμένει πάντα αινιγματικός, καθώς ο Σταντάλ δεν έδωσε ποτέ εξήγηση.

Το Κόκκινο και το Μαύρο είναι η ιστορία ενηλικίωσης του Ζυλιέν Σορέλ, του έξυπνου και φιλόδοξου πρωταγωνιστή. Προέρχεται από μια φτωχή οικογένεια και δεν έχει σαφή αντίληψη του κόσμου που σκοπεύει να κατακτήσει. Τρέφει πολλές ρομαντικές ψευδαισθήσεις, αλλά γίνεται μάλλον πιόνι στους πολιτικούς μηχανισμούς αδίστακτων ανθρώπων. Οι περιπέτειες του ήρωα καυτηριάζουν τη γαλλική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα, κατηγορώντας την αριστοκρατία και τους Καθολικούς κληρικούς για υποκρισία και υλισμό, προβλέποντας τις ριζικές αλλαγές που σύντομα θα τους αποβάλουν από τους ηγετικούς ρόλους τους στη γαλλική κοινωνία.

Ο Σταντάλ εμπνεύστηκε την πλοκή αυτού του μυθιστορήματος από ένα γεγονός που συνέβη σε ένα χωριό του νομού Ιζέρ, τόπο καταγωγής του. Το 1827, ο Μπερτέ, γιος ενός τεχνίτη και σπουδαστής σεμιναρίου, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή δολοφόνησε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας την πρώην ερωμένη του, σύζυγο ενός συμβολαιογράφου που τον είχε προσλάβει ως δάσκαλο στα παιδιά του. Εκτελέστηκε σε κεντρική πλατεία της Γκρενόμπλ, σε ηλικία 29 ετών.[3][4]

Το επιγραφή του πρώτου τόμου «Η αλήθεια, η σκληρή αλήθεια» αποδίδεται στον Δαντών, αλλά όπως οι περισσότερες επιγραφές των κεφαλαίων, είναι στην πραγματικότητα φανταστική. Το πρώτο κεφάλαιο κάθε τόμου επαναλαμβάνει τον τίτλο Το Κόκκινο και το Μαύρο και τον υπότιτλο Το Κόκκινο και το Μαύρο: Χρονικό του 1830. Ο τίτλος αναφέρεται στις αντιθέσεις του στρατού και της εκκλησίας. Στην αρχή της ιστορίας, ο Ζυλιέν Σορέλ παρατηρεί ρεαλιστικά ότι κατά την εποχή της παλινόρθωσης των Βουρβόνων είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο χαμηλής κοινωνικής τάξης να διακριθεί στον στρατό (όπως θα μπορούσε να είχε κάνει υπό τον Ναπολέοντα), ως εκ τούτου μόνο μια καριέρα στην εκκλησία θα του πρόσφερε κοινωνική πρόοδο και δόξα.[5]

Εικονογράφηση σε έκδοση του 1884

Το Κόκκινο και το Μαύρο: Χρονικό του 19ου αιώνα αφηγείται σε δύο τόμους την ιστορία της ζωής του Ζυλιέν Σορέλ στην άκαμπτη κοινωνική δομή της Γαλλίας, που επανήλθε μετά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και τη βασιλεία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος παρουσιάζει τη ζωή του Ζυλιέν Σορέλ στην επαρχία, σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Βερριέρ, στο Φρανς-Κοντέ και στη Μπεζανσόν, και πιο συγκεκριμένα την εργασία του στο σπίτι των Ρενάλ και τη σχέση του με τη Λουίζ ντε Ρενάλ, καθώς και τη μαθητεία του σε ένα θεολογικό σεμινάριο. Το δεύτερο μέρος ασχολείται με τη ζωή του ήρωα στο Παρίσι όπου εργαζόταν ως γραμματέας του μαρκησίου ντε Λα Μολ και τη σχέση του με την κόρη του, Ματίλντ.[6]

Ο Ζυλιέν Σορέλ, φιλόδοξος γιος ενός ξυλουργού στη φανταστική μικρή πόλη Βερριέρ, στο Φρανς-Κοντέ της Γαλλίας, προτιμούσε να διαβάζει, δείχνοντας από πολύ νωρίς την κλίση του για σπουδές, και να ονειρεύεται τις ένδοξες νίκες του διαλυμένου στρατού του Ναπολέοντα από το να εργάζεται στην επιχείρηση ξυλείας του πατέρα του με τους αδελφούς του, οι οποίοι αισθάνονται περιφρόνηση για τα πνευματικά θέματα και τον επικρίνουν για τις πνευματικές του αναζητήσεις. Το νεαρό αγόρι απαγγέλει την Καινή Διαθήκη στα λατινικά και απολαμβάνει την προστασία του ενοριακού αββά Σελάν, συγχρόνως όμως γνωρίζει επίσης όλες τις λεπτομέρειες των Αναμνήσεων της Αγίας Ελένης, γιατί αισθάνεται απεριόριστο θαυμασμό για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον οποίο θεωρεί θεό και πρότυπο επιτυχίας. Ο αββάς Σελάν εξασφαλίζει στον Ζυλιέν εργασία διδάσκαλου για τα παιδιά του κυρίου ντε Ρενάλ, του δημάρχου της Βεριέρ.

Αυτές είναι οι αρχές του Ζυλιέν στον κόσμο της επαρχιακής αστικής τάξης. Παρά τη φυσική του ντροπή, καταφέρνει σταδιακά να αποπλανήσει την κυρία ντε Ρενάλ, μια ντροπαλή και αρκετά όμορφη νεαρή γυναίκα. Η ζωή του με τους Ρενάλ χαρακτηρίζεται από το έντονο πάθος που ζει μαζί της και από τη δυσανάλογη φιλοδοξία του. Ονειρεύεται να γίνει ένα είδος νέου Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η ζωή του κυριαρχείται από υποκρισία. Στο κάστρο των Ρενάλ κρύβει τα συναισθήματά του για την οικοδέσποινα και στον αββά Σελάν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Ναπολέοντα. Αν και παρουσιάζεται ως ευσεβής, αυστηρός κληρικός, ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για θεολογικές σπουδές πέρα ​​από τη λογοτεχνική αξία της Βίβλου και την ικανότητά του να χρησιμοποιεί απομνημονευμένα λατινικά αποσπάσματα για να εντυπωσιάσει τους κοινωνικά ανώτερους.

Στο κάστρο, ο νεαρός άνδρας κερδίζει γρήγορα τις καρδιές των παιδιών και περνά τα καλοκαιρινά βράδια μαζί τους και με την κυρία ντε Ρενάλ, που τον ερωτεύεται χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Η σχέση τους τελειώνει όταν η καμαριέρα της Ελίζα, που είναι επίσης ερωτευμένη με τον Ζυλιέν, το γνωστοποιεί στο χωριό.

Ο αββάς Σελάν στέλνει τον Ζυλιέν σε μια θεολογική σχολή (σεμινάριο) στη Μπεζανσόν. Πριν φύγει, έχει μια τελευταία συνάντηση με την κυρία ντε Ρενάλ, η οποία του φαίνεται πολύ ψυχρή, αν και αυτή εξακολουθεί να αισθάνεται βαθιά αγάπη για αυτόν. Εξ ου και η παρεξήγηση που θα καταλήξει σε τραγωδία. Ο Ζυλιέν μπερδεύει την αυτοσυγκράτηση με την αδιαφορία.

Στο σεμινάριο στη Μπεζανσόν, ο Ζυλιέν απεχθάνεται τους συμμαθητές του, που τους θεωρεί πεινασμένους χωρικούς των οποίων η υπέρτατη επιθυμία είναι «το λάχανο τουρσί για δείπνο». Ο διευθυντής της σχολής αββάς Πιράρ ενδιαφέρεται για τον Ζυλιέν και γίνεται προστάτης του. Όταν ο αββάς φεύγει από τη σχολή, προτείνει τον Σορέλ ως γραμματέα του μαρκησίου ντε Λα Μολ, καθολικού και βασιλόφρονα.[7]

Πορτρέτο του Στανταλ, 1835, Βιβλιοθήκη Σορμάνι, Μιλάνο.

Ο μαρκήσιος ντε Λα Μολ, μια προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή στην αριστοκρατική συνοικία Σαιν-Ζερμαίν στο Παρίσι, παρατήρησε πολύ γρήγορα την ευφυΐα του Ζυλιέν, ο οποίος έκανε επίσης τη γνωριμία της Ματίλντ, της υπεροπτικής και παθιασμένης κόρης του μαρκήσιου, μια αξιοσημείωτη προσωπικότητα της παρισινής αριστοκρατικής νεολαίας. Παρά τους πολλούς υψηλόβαθμους μνηστήρες και την ταπεινή καταγωγή του Ζυλιέν, αυτή σύντομα τον ερωτεύτηκε, βλέποντας σ' αυτόν μια ευγενική και περήφανη ψυχή καθώς και μια ζωντάνια του μυαλού που ξεχώριζε απέναντι στην απάθεια των αριστοκρατών που σύχναζαν στο σαλόνι της.

Ένας ταραχώδης δεσμός (φιλοδοξία από την πλευρά του Ζυλιέν, διαφυγή από την πλήξη για τη Ματίλντ) ξεκινά στη συνέχεια μεταξύ των δύο νέων. Στη συνέχεια, του ομολογεί ότι είναι έγκυος και προειδοποιεί τον πατέρα της για την επιθυμία της να παντρευτεί τον νεαρό γραμματέα. Η Ματίλντ προσπαθεί να πείσει τον πατέρα της να την αφήσει να τον παντρευτεί, και, εν αναμονή της απόφασης, ο μαρκήσιος εξασφαλίζει στον Ζυλιέν μια θέση υπολοχαγού ουσάρων στο Στρασβούργο. Ο γιος του ξυλουργού αποκτά έτσι τίτλο και γίνεται Ιππότης Ζυλιέν Σορέλ ντε λα Βερναί.

Ενώ η Ματίλντ καλεί τον εραστή της να τη συναντήσει στο Παρίσι, ο πατέρας της αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε ιδέα γάμου, καθώς έλαβε μια επιστολή από την κυρία ντε Ρενάλ που καταγγέλλει (μετά τη συμβουλή του εξομολογητή της) την ανηθικότητα και φιλοδοξία του πρώην εραστή της. Ο Ζυλιέν πηγαίνει στη Βεριέρ, μπαίνει στην εκκλησία και πυροβολεί δύο φορές, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, την πρώην ερωμένη του. Δεν συνειδητοποιεί ότι δεν κατάφερε να τη σκοτώσει.

Στη συνέχεια, ο Ζυλιέν περιμένει στη φυλακή την ημερομηνία της δίκης του, η Ματίλντ τον επισκέπτεται καθημερινά αλλά οι εκρήξεις ηρωισμού της καταλήγουν να κουράσουν τον εραστή της. Η Mατίλντ κάνει προσπάθειες για να τον απαλλάξει, δελεάζοντας έναν ισχυρό κληρικό της Μπεζανσόν με τη θέση επισκόπου. Ταυτόχρονα, η κυρία ντε Ρενάλ προσπαθεί να στρέψει τους δικαστές υπέρ του Ζυλιέν, γράφοντας ότι θα ήταν λάθος να τον καταδικάσουν και ότι τον συγχωρεί πρόθυμα για την «αδέξια» πράξη του.

Παρά το ότι η κοινή γνώμη ήταν υπέρ του, ο Ζυλιέν καταδικάζεται σε θάνατο στη γκιλοτίνα, κυρίως λόγω της προκλητικής απολογίας του όπου καταγγέλλει τις κοινωνικές τάξεις και την καθεστηκυία τάξη. Η Ματίλντ και η κυρία ντε Ρενάλ εξακολουθούν να ελπίζουν για έφεση αλλά τελικά ο Ζυλιέν εκτελείται.

Αμέσως μετά την εκτέλεση του Ζυλιέν, ο φίλος του Φουκέ αγοράζει το σώμα του από τον δήμιο. Η Mατίλντ ζητά να δει το κεφάλι του πατέρα του μελλοντικού παιδιού της και το φιλά στο μέτωπο. Η ίδια θα θάψει το κεφάλι του σε μια σπηλιά, μελλοντικό τάφο της - επαναλαμβάνοντας έτσι την πράξη της Μαργαρίτας της Ναβάρρας με το αποκεφαλισμένο κεφάλι του εραστή της Βονιφάτιου ντε Λα Μολ, προγόνου της Ματίλντ, Το παιδί τους θα το αναλάμβανε η κυρία ντε Ρενάλ, η οποία όμως πέθανε τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του Ζυλιέν.[8]

Κοινωνική, πολιτική, ιστορική μελέτη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κόκκινο και το Μαύρο είναι ένα μυθιστόρημα που ασχολείται με την ιστορία: υπότιτλος από τον ίδιο τον Σταντάλ «χρονικό του 1830». Ωστόσο, η Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του κατά τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης εναντίον του Καρόλου Ι΄, ο Σταντάλ έμεινε κλεισμένος στο διαμέρισμά του και έγραφε. Ούτε τα οδοφράγματα ούτε οι πυροβολισμοί στο δρόμο τον έκαναν να παρεκκλίνει από το δημιουργικό του έργο.

Το μυθιστόρημα απεικονίζει μια εικόνα της Γαλλίας κατά την Παλινόρθωση, τις αντιθέσεις μεταξύ Παρισιού και επαρχίας, μεταξύ ευγενών και της αστικής τάξης, μεταξύ των Γιανσενιστών και των Ιησουιτών.

Ψυχολογική ανάλυση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Νίτσε ο Σταντάλ ήταν «ο τελευταίος από τους μεγάλους Γάλλους ψυχολόγους».

Στο μυθιστόρημα, ο Ζυλιέν Σορέλ είναι το αντικείμενο μιας σε βάθος μελέτης. Φιλοδοξία, αγάπη, παρελθόν, όλα αναλύονται. Ο αναγνώστης ακολουθεί με αυξανόμενο ενδιαφέρον τους μαιάνδρους της σκέψης του, από τους οποίους εξαρτώνται οι πράξεις του. Η Ματίλντ ντε Λα Μολ και η κυρία ντε Ρενάλ δεν μένουν εκτός ψυχολογικής ανάλυσης. Τα αντίστοιχα πάθη τους για τον Ζυλιέν, που είναι ισότιμα ​​μεταξύ τους, τίθενται στο μικροσκόπιο του συγγραφέα. Όλοι αποκαλύπτονται κάτω από την πένα του Σταντάλ.

Το μυθιστόρημα αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταφορών στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.

Ελληνικές μεταφράσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Το Κόκκινο και το Μαύρο: Πέτρος Χάρης (εκδ. Μιχαήλ Σ. Ζηκάκη, 1925), Τάκης Δραγώνας (εκδ. Αυλός, 1967), Γιώργος Σπανός (εκδ. Πάπυρος, 1972), Νίκος Αθανασιάδης (εκδ. Αποσπερίτης, 1987), Καλλιόπη Κάσου (εκδ. Ελευθεροτυπία, 2007)