Το Τρίπτυχο | |
---|---|
![]() | |
Πρωτότυπος τίτλος | Il trittico |
Γλώσσα πρωτοτύπου | Ιταλικά |
Μουσική | Τζάκομο Πουτσίνι |
Λιμπρέτο | |
Πράξεις | |
Πρεμιέρα | 14 Δεκεμβρίου 1918 |
Θέατρο | Μητροπολιτική Όπερα, Νέα Υόρκη |
Το Τρίπτυχο (Ιταλικά: Il trittico) είναι ο τίτλος μιας συλλογής από 3 μονόπρακτες όπερες: Το πανωφόρι ή Ο μανδύας (Il tabarro), Η Αδελφή Αγγελική (Suor Angelica) και Τζιάνι Σκίκι (Gianni Schicchi), του Τζιάκομο Πουτσίνι. Το έργο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης στις 14 Δεκεμβρίου 1918.
Γύρω στα 1904, ο Πουτσίνι άρχισε για πρώτη φορά να σχεδιάζει μια σειρά από μονόπρακτες όπερες, κυρίως λόγω της επιτυχίας που είχε η μονόπρακτη όπερα Καβαλερία Ρουστικάνα του Πιέτρο Μασκάνι,. Αρχικά, σχεδίαζε να γράψει μια όπερα για κάθε ένα από τα μέρη (Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος) της Θείας Κωμωδίας του Δάντη . Ωστόσο, τελικά βάσισε μόνο την τρίτη όπερα, τον Τζιάνι Σκίκι στο επικό ποίημα του Δάντη. Τα τρία έργα βασίζονται σε τρία βασικά θέματα: το τραγικό, το λυρικό και το κωμικό και τοποθετούνται σε τρεις διαφορετικές εποχές και σε τρία διαφορετικά μέρη. Αυτό που συνδέει τα τρία έργα είναι ότι κάθε όπερα πραγματεύεται την απόκρυψη ενός θανάτου.
Ο Πουτσίνι προόριζε τα τρία έργα να παίζονται μαζί, κάτι που δεν συνέβη πάντα, ακόμη και λίγο μετά το πρώτο τους ανέβασμα. Ο συνθέτης έγραψε στον Μουσικό Οίκο Ricordi για να παραπονεθεί για την άδεια που έδωσαν το 1920 στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, «για τον Μανδύα και τον Σκίκι, χωρίς την Αδελφή Αγγελική». Συμφώνησε απρόθυμα ότι οι δύο όπερες θα μπορούσαν να δοθούν σε ένα πρόγραμμα μαζί με τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, αλλά όταν άκουσε ότι ο Μανδύας είχε επίσης απορριφθεί, έγραψε στη φίλη του Sybil Seligman για να πει: «Δεν μου αρέσει πολύ να δίνεται το Τρίπτυχο σε κομμάτια – έδωσα άδεια για δύο όπερες και όχι μία, σε συνδυασμό με τα Ρωσικά Μπαλέτα».
Σήμερα, είναι αρκετά συνηθισμένο να βλέπουμε μόνο μία ή δύο από τις όπερες του Τρίπτυχου, να παίζονται σε μια βραδιά, και μερικές φορές μία από αυτές μπορεί να συνδυαστεί με μια άλλη μονόπρακτη όπερα από διαφορετικό συνθέτη. Η δυσκολία στο ανέβασμα ολόκληρου του Τρίπτυχου έγκειται και στο πολύ μεγάλο καστ που απαιτείται: συνολικά 16 ανδρικές φωνές και 22 γυναικείες, μεγάλη χορωδία και σημαντικό ορχηστρικό δυναμικό.[1]
Οι τρεις όπερες έκαναν πρεμιέρα στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης στις 14 Δεκεμβρίου 1918. Οι κριτικές για το Τρίπτυχο ήταν ανάμεικτες. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφώνησαν ότι ο Τζιάνι Σκίκι ήταν η καλύτερη από τις τρεις όπερες.
Το Τρίπτυχο έκανε πρεμιέρα στη Ρώμη στις 11 Ιανουαρίου 1919. Ο Πουτσίνι, ο οποίος δεν ήταν παρών στην πρεμιέρα της Νέας Υόρκης, παρακολούθησε την παραγωγή στην Όπερα της Ρώμης .Και στη Ρώμη, ο Τζιάνι Σκίκι απέσπασε τις καλύτερες κριτικές. Αργότερα το ίδιο έτος, το Τρίπτυχο ανέβηκε στο Teatro Colón στο Μπουένος Άιρες (25 Ιουνίου) και στο Σικάγο (6 Δεκεμβρίου). Μετά από αυτές τις αρχικές πρεμιέρες, οι περισσότερες λυρικές σκηνές άρχισαν να ανεβάζουν τις τρεις όπερες ξεχωριστά. Ο Τζιάνι Σκίκι θα παιζόταν τελικά πιο συχνά από τις άλλες δυο όπερες του Τρίπτυχου.
Η όπερα είναι ένα σκοτεινό έργο έρωτα και θανάτου, με τη βία και τη σκληρότητα που συνδέονται με τα έργα του βερισμού. Σκιαγραφεί με ακρίβεια τους ανθρώπους που ζουν στις όχθες του Σηκουάνα.
Είναι μια ρομαντική ιστορία θρησκευτικής λύτρωσης. Διαδραματίζεται σε ένα γυναικείο μοναστήρι και έχει μόνο γυναικείους ρόλους.
Η τρίτη όπερα είναι η πιο δημοφιλής. Πρόκειται για μια φάρσα που εστιάζει στην απληστία. Το έργο βασίζεται σε ένα επεισόδιο της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.[2]