Συγγραφέας | Ονορέ ντε Μπαλζάκ |
---|---|
Τίτλος | La Fille aux yeux d'or |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1835 |
Μορφή | μυθιστόρημα διήγημα |
Σειρά | Η Ανθρώπινη κωμωδία |
Χαρακτήρες | Henri de Marsay |
Επόμενο | Ο χορός του Σω |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το κορίτσι με τα χρυσά μάτια (γαλλικός τίτλος: La fille aux yeux d'or) είναι μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1835. Είναι το τρίτο μέρος της Ιστορίας των Δεκατριών που περιλαμβάνει επίσης τα έργα Φεραγκύς και Η δούκισσα του Λανζαί.[1]
Η τριλογία περιλαμβάνεται στην ενότητα Σκηνές της παρισινής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας. Το 1841, ο Μπαλζάκ αφιέρωσε το μυθιστόρημα στον Ευγένιο Ντελακρουά.[2]
Το τολμηρό για την εποχή θέμα, αναφέρεται στο βίαιο πάθος μιας γυναίκας για μια άλλη που καταλήγει σε φόνο, επικρίθηκε ως ανήθικο [3]
Το μυθιστόρημα αρχίζει με μια μακρά περιγραφή της πόλης του Παρισιού και την παρισινή κοινωνία, που την απεικονίζει διεφθαρμένη από το χρήμα, τη φιλοδοξία και τις υλικές απολαύσεις, μια απογοητευμένη κοινωνία που κυριαρχείται από μικροπρέπεια και ανία.[4]
Ο κόμης Ανρί ντε Μαρσαί, νόθος γιος του λόρδου Ντάντλι είναι ένας νεαρός δανδής, πλούσιος και αργόσχολος, κουρασμένος από την επιτυχία του στις γυναίκες. Η ιστορία ξεκινά όταν ο Μαρσαί συναντά για πρώτη φορά την Πακίτα, το «κορίτσι με χρυσά μάτια», σε έναν περίπατο. Αυτό το μυστηριώδες, εξαιρετικής ομορφιάς πλάσμα τραβά αμέσως την προσοχή του.[5]
Μαθαίνει ότι η κοπέλα ζει υπό συνεχή έλεγχο και είναι ουσιαστικά κλεισμένη στο μέγαρο του μαρκήσιου του Σαν Ρεάλ, αναμφίβολα τον εραστή της, δεν βγαίνει ποτέ μόνη και δεν δέχεται κανέναν. Για τον βαριεστημένο νεαρό, η κατάκτησή της είναι ένα είδος πρόκλησης και αποφασίζει να προσπαθήσει.
Την πρώτη φορά ο νεαρός καταφέρνει να συναντήσει την Πακίτα με μεγάλη μυστικότητα στο σπίτι της μητέρας της. Στη συνέχεια συναντιούνται άλλες δύο φορές, με πολλές προφυλάξεις, και η κοπέλα γίνεται ερωμένη του. Αλλά όταν ο Ανρί βρίσκεται στο απόγειο του πάθους και συζητούν να φύγουν μαζί, ίσως στην Ασία, η Πακίτα επικαλείται το όνομα μιας γυναίκας. Ο νεαρός γίνεται έξαλλος και σκέφτεται να την εκδικηθεί. Στη συνέχεια ζητά βοήθεια από τον Φεραγκύς και τον μαρκήσιο του Ρονκερόλ, όλοι μέλη της μυστηριώδους μυστικής αδελφότητας των Δεκατριών (ένα φανταστικό είδος Τεκτονισμού με αποκρυφιστικές δυνάμεις, όπως το απεικονίζει ο Μπαλζάκ).[6]
Όταν εισβάλλουν στο σπίτι της, τη βρίσκουν νεκρή μπροστά στη μαρκησία του Σαν Ρεάλ, που αποδεικνύεται ότι είναι ετεροθαλής αδερφή του Μαρσαί. Οι δύο γυναίκες συνδέονταν ερωτικά και η μαρκησία, τρελά ερωτευμένη και κτητική, ανακαλύπτοντας την απιστία της ερωμένης της τη σκότωσε από ζήλια. Όταν όμως συνειδητοποιεί ότι η Πακίτα την έχει απατήσει με τον ετεροθαλή αδερφό της, η μαρκησία μετανοεί και αποφασίζει να κλειστεί σε ένα μοναστήρι στην Ισπανία.
Στις τελευταίες γραμμές της ιστορίας, ο Μαρσαί λέει γελώντας σε έναν φίλο ότι το κορίτσι πέθανε από ασθένεια στο στήθος.
Ο Μπαλζάκ περιγράφει με τόλμη το ερωτικό πάθος μεταξύ γυναικών, το οποίο σχεδόν κανένας μυθιστοριογράφος μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμη τολμήσει να παρουσιάσει. Η ηρωίδα του έργου Πακίτα και η μαρκησία του Σαν Ρεάλ είναι οι μόνοι χαρακτήρες της Ανθρώπινης Κωμωδίας που παρουσιάζονται ανοιχτά ως ομοφυλόφιλοι. Ήταν ένα απροσδόκητο θέμα για εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών εμφανίζεται εξίσου παθιασμένη με την παραδοσιακή σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας ήταν η αιτία για τους σύγχρονους του Μπαλζάκ να επικρίνουν το έργο ως ανήθικο.[7]
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί επίσης μια κοινωνία στην οποία το χρήμα και η εξουσία καταπατούν όλα τα δικαιώματα, όπου οι γυναίκες αγοράζονται και ανταλλάσσονται σαν να ήταν σκλάβες και αναγκάζονται να παραμείνουν υποταγμένες σε «χρυσά κλουβιά» σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες των κυρίων τους. Τέλος, καταδεικνύει ότι το φύλο των συντρόφων μετράει ελάχιστα στην τυραννία των σχέσεων εξουσίας μέσα σε ένα ζευγάρι.