Το μυστικό φρούριο ( 隠し砦の三悪人) | |
---|---|
Η κινηματογραφική αφίσα | |
Σκηνοθεσία | Ακίρα Κουροσάβα |
Παραγωγή | Ακίρα Κουροσάβα |
Σενάριο | Ακίρα Κουροσάβα, Σινόμπου Χασιμότο και Χιντέο Ογκούνι |
Πρωταγωνιστές | Τοσίρο Μιφούνε, Misa Uehara, Μινόρου Χιάκι, Καματάρι Φουτζιγουάρα, Τακάσι Σιμούρα, Σουσούμου Φουτζίτα, Τοσίκο Χιγκούτσι, Γιου Φουτζίκι, Γιόσιο Τσουτσίγια και Κουνινόρι Κοντο |
Μουσική | Μασάρου Σάτο |
Τραγούδι | Μασάρου Σάτο |
Φωτογραφία | Ιτσίρο Γιαμαζάκι |
Μοντάζ | Ακίρα Κουροσάβα |
Εταιρεία παραγωγής | Toho |
Διανομή | Toho και Netflix |
Πρώτη προβολή | 25 Δεκεμβρίου 1958 και 28 Δεκεμβρίου 1958 (Ιαπωνία)[1] |
Διάρκεια | 139 λεπτά |
Προέλευση | Ιαπωνία |
Γλώσσα | Ιαπωνικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το μυστικό φρούριο (ιαπωνικά: 隠し砦の三悪人) είναι ιαπωνική ταινία δράσης του 1958, σε σκηνοθεσία του Ακίρα Κουροσάβα. Η ταινία διηγείται την ιστορία δύο χωρικών που συμφωνούν να συνοδεύσουν έναν άνδρα και μια γυναίκα στην περιοχή του εχθρού σε αντάλλαγμα με χρυσό, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτός είναι στρατηγός και αυτή είναι πριγκίπισσα. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Τοσίρο Μιφούνε ως στρατηγός Μακάμπε Ροκουρότα και η Μίσα Ουεχάρα ως πριγκίπισσα Γιούκι, ενώ στους ρόλους των δύο χωρικών, του Ταχέι και του Ματασίτσι, εμφανίζονται ο Μινόρου Χιάκι και ο Καματάρι Γουτζιγουάρα αντίστοιχα.
Δύο χωρικοί, ο Ταχέι και ο Ματασίτσι, πουλούν τα σπίτια τους και φεύγουν για να ενταχθούν στη φεουδαρχική φυλή Γιαμάνα, ελπίζοντας να κάνουν περιουσία ως στρατιώτες. Αντί γι' αυτό, τους μπερδεύουν με στρατιώτες της ηττημένης φυλής Ακιζούκι, τους κατασχούν τα όπλα και τους αναγκάζουν να βοηθήσουν στο σκάψιμο τάφων. Κατόπιν, τους διώχνουν χωρίς καν να τους δώσουν να φάνε. Αφού τσακωθούν και χωριστούν, οι δυο τους αιχμαλωτίζονται και ξανασμίγουν, όταν αναγκάζονται μαζί με δεκάδες άλλους κρατούμενους να σκάψουν στα ερείπια του κάστρου Ακιζούκι για να βρουν το μυστικό απόθεμα χρυσού της φυλής. Μετά από μια εξέγερση κρατουμένων, ο Ταχέι και ο Ματασίτσι δραπετεύουν, κλέβουν λίγο ρύζι και στρατοπεδεύουν κοντά σε ένα ποτάμι.
Ανάβοντας φωτιά, βρίσκουν ένα κομμάτι χρυσό με το σημάδι του μισοφέγγαρου της οικογένειας Ακιζούκι. Στη συνέχεια, τους χωρικούς ανακαλύπτει ένας μυστηριώδης άνδρας, που τους πηγαίνει σε ένα μυστικό στρατόπεδο στα βουνά. Ο άνδρας είναι ένας γνωστός στρατηγός των Ακιζούκι, ο Μακάμπε Ροκουρότα. Αν και ο Ροκουρότα σχεδιάζει αρχικά να σκοτώσει τους χωρικούς, αλλάζει γνώμη όταν εκείνου του εξηγούν πως σκοπεύουν να ξεφύγουν από την περιοχή Γιαμάνα και στη συνέχεια να περάσουν στη γειτονική πολιτεία Χαγιακάουα μέσω συνόρων. Ο Ροκουρότα αποφασίζει, χωρίς να αποκαλύψει τίποτα στους χωρικούς, να πάρει την πριγκίπισσα Γιούκι της φυλής Ακιζούκι στη Χαγιακάουα, της οποίας ο άρχοντας έχει υποσχεθεί να τους προστατεύσει.
Ο Ροκουρότα συνοδεύει την πριγκίπισσα Γιούκι και ό,τι έχει απομείνει από τον χρυσό της οικογένειάς της (κρυμμένο σε κούφιους κορμούς δέντρων) στη Χαγιακάουα, ενώ οι Ματασίτσι και Ταχέι ταξιδεύουν μαζί τους. Για να προστατεύσει τη Γιούκι, της λέει να προσποιείται την κωφάλαλη και στέλνει μια σωσία της (η οποία είναι η μικρότερη αδερφή του Ροκουρότα) στη Γιαμάνα για να την εκτελέσουν, ώστε να νομίσουν ότι είναι νεκρή. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Ταχέι και ο Ματασίτσι οδηγούν την ομάδα σε επικίνδυνες καταστάσεις πολλές φορές λόγω της δειλίας και της απληστίας τους. Κατά τη διάρκεια μιας διανυκτέρευσης σε ένα πανδοχείο, ο Γιούκι βάζει τον Ροκουρότα να εξαγοράσει την ελευθερία μιας νεαρής πόρνης, η οποία αποφασίζει να τους ακολουθήσει.
Αφού χάσουν τα άλογά τους και πάρουν ένα κάρο για να μετακινήσουν τον χρυσό, τα μέλη της ομάδας εντοπίζονται από μια περίπολο της Γιαμάνα και ο Ροκουρότα αναγκάζεται να τους σκοτώσει. Ενώ καταδιώκει δύο στραγγαλιστές, μπαίνει κατά λάθος σε ένα στρατόπεδο της Γιαμάνα, όπου ο διοικητής, ο παλιός αντίπαλος του Ροκουρότα, Χιόι Ταντοκόρο, τον αναγνωρίζει. Ο Ταντοκόρο δηλώνει ότι λυπάται που δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τον Ροκουρότα στη μάχη και τον προκαλεί σε μια μονομαχία με λόγχη. Ο Ροκουρότα κερδίζει, αφήνει τον Ταντοκόρο να ζήσει, κλέβει ένα άλογο και επιστρέψει στην ομάδα. Τελικά, περικυκλώνονται και αιχμαλωτίζονται από στρατιώτες της Γιαμάνα σε ένα φυλάκιο στα σύνορα. Μέσα στη σύγχυση, ο Ματασίτσι και ο Ταχέι καταφέρνουν να κρυφτούν. Αποφασίζουν να παραδώσουν τη Γιούκι για να πάρουν αμοιβή, αλλά οι στρατιώτες τους κοροϊδεύουν και αυτού φεύγουν άπρακτοι.
Ο Ταντοκόρο έρχεται για να αναγνωρίσει τους κρατούμενους το βράδυ πριν από την εκτέλεσή τους. Το πρόσωπο του Ταντοκόρο έχει πλέον παραμορφωθεί από μια μεγάλη ουλήμ την οποία ο ίδιος δικαιολογεί ως αποτέλεσμα ξυλοδαρμού που διέταξε ο άρχοντας της φυλής Γιαμάνα ως τιμωρία που άφησε τον Ροκουρότα να δραπετεύσει. Η Γιούκι διατείνεται ότι δεν φοβάται τον θάνατο και ευχαριστεί τον Ροκουρότα που την άφησε να δει την ασχήμια και την ομορφιά της ανθρωπότητας από νέα οπτική γωνία. Την επόμενη μέρα, καθώς οι στρατιώτες αρχίζουν να βαδίζουν προς τους κρατούμενους για να τους εκτελέσουν, ο Ταντοκόρο ελευθερώνει τη Γιούκι, τον Ροκουρότα και την πόρνη, αποσπώντας την προσοχή των φρουρών για να μπορέσουν να φύγουν. Η ομάδα καταφέρνει να δραπετεύσει μαζί με τα άλογα που κουβαλούν τον χρυσό, τα οποία τελεικά τρέχουν σε διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Ματασίτσι και ο Ταχέι, πεινασμένοι και κουρασμένοι, βρίσκουν τον χαμένο χρυσό που κουβαλούσαν πριν συλληφθούν από τους στρατιώτες της Χαγιακάουα ως κλέφτες. Οι χωρικοί οδηγούνται μπροστά σε έναν βαριά οπλισμένο σαμουράι, ο οποίος αποκαλύπτει ότι είναι ο Ροκουρότα και η καλοντυμένη αρχόντισσα που έχει μαζί του είναι η Γιούκι. Ευχαριστώντας τους για τη διάσωση του χρυσού (που θα χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση της φυλής της), η πριγκίπισσα ανταμείβει τον Ματασίτσι και τον Ταχέι με ένα χρυσό ριό, υπό την προϋπόθεση ότι θα το μοιραστούν. Καθώς οι δύο άντρες επιστρέφουν στο χωριό τους, αρχίζουν να γελούν όταν συνειδητοποιούν ότι τελικά έκαναν περιουσία.
Η ταινία κέρδισε την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1959.[2][3] Το Kinema Junpo απένειμε στον Σινόμπου Χασιμότο το βραβείο καλύτερου σεναριογράφου για τη δουλειά του στην ταινία.[2]