Η Νελ και ο παππούς της, εικονογράφηση του 1923 | |
Συγγραφέας | Κάρολος Ντίκενς |
---|---|
Εικονογράφος | George Cattermole Hablot Knight Browne Daniel Maclise |
Τίτλος | The Old Curiosity Shop |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1840 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Σειρά | Master Humphrey's Clock |
Χαρακτήρες | Nell Trent, Quilp και Sampson Brass |
Τόπος | Λονδίνο |
LC Class | OL14869167W[1] |
Πρώτη έκδοση | Chapman and Hall |
Προηγούμενο | Nicholas Nickleby |
Επόμενο | Barnaby Rudge |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το παλαιοπωλείο (αγγλικός τίτλος: The Old Curiosity Shop) είναι κοινωνικό μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Τσαρλς Ντίκενς που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από το 1840 έως το 1841 σε εβδομαδιαίο περιοδικό του συγγραφέα και εκτυπώθηκε σε μορφή βιβλίου το 1841.[2]
Η υπόθεση αναφέρεται στη νεαρή Νελ, η οποία ζει με τον παππού της σε ένα παλιό σπίτι στο Λονδίνο, που στο ισόγειο στεγάζει το παλαιοπωλείο τους. Χάνοντας την περιουσία του σε τυχερά παιχνίδια, ο ηλικιωμένος αναγκάζεται να φύγει νύχτα συνοδευόμενος από τη μικρή ορφανή Νελ. Μέσα από την ιστορία ο Ντίκενς σκιαγραφεί τη βικτωριανή εποχή και καταγγέλλει τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα του 19ου αιώνα.[3]
Το μυθιστόρημα έχει διασκευαστεί συχνά για τον κινηματογράφο, την όπερα και την τηλεόραση.[4]
Η υπόθεση διαδραματίζεται γύρω στο 1825 και αναφέρεται στην ιστορία της Νελ Τρεντ, ένα όμορφο και αθώο 14χρονο κοριτσάκι.
Η Νελ, αφού βρέθηκε ορφανή, ζει με τον παππού της από τη μητέρα της (το όνομα του παππού δεν αναφέρεται ποτέ) πάνω από το παλαιοπωλείο του. Είναι ο μόνος συγγενής που της έχει απομείνει στον κόσμο εκτός από τον μεγαλύτερο αδερφό της, ο οποίος όμως ζει μακριά. Ο παππούς της την υπεραγαπά και η Νελ τον φροντίζει στοργικά, αλλά ζει μια μοναχική ζωή χωρίς σχεδόν κανέναν συνομήλικο φίλο της. Ο μόνος της φίλος είναι ο Κρίστοφερ "Κιτ" Ναμπλς, ένα έντιμο αγόρι που εργάζεται στο μαγαζί, στον οποίο προσπαθεί να μάθει να γράφει.
Με την κρυφή εμμονή να διασφαλίσει ότι η Νελ δεν θα πεθάνει στη φτώχεια όπως οι γονείς της, ο παππούς της προσπαθεί να εξασφαλίσει στη Νελ μια καλή κληρονομιά παίζοντας χαρτιά. Τις νύχτες πηγαίνει κρυφά να παίξει, αλλά δεν έχει τύχη και χάνει μεγάλα χρηματικά ποσά, έτσι δανείζεται από τον Ντάνιελ Κουίλπ, έναν κακόβουλο, παραμορφωμένο, καμπούρη νάνο τοκογλύφο, που ζει τρομοκρατώντας τους πάντες γύρω του, μη αρκούμενος να βασανίζει μόνο τη νεαρή γυναίκα και την πεθερά του, και έχει ανήθικες βλέψεις για τη Νελ. Στο τέλος, ο παππούς παίζει και τα τελευταία λεφτά που του έχουν απομείνει και ο Κουίλπ αρπάζει την ευκαιρία να πάρει στην κατοχή του το μαγαζί και το σπίτι και να τους διώξει. Ο παππούς καταρρέει και χάνει τα λογικά του, η Νελ τον παίρνει μακριά και ζουν περιπλανώμενοι και ζητιανεύοντας.[5]
Πεπεισμένος ότι ο ηλικιωμένος άνδρας έχει καταφέρει να συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία για τη Νελ, ο άσωτος μεγαλύτερος αδερφός της, Φρέντερικ, πείθει τον καλοσυνάτο αλλά εύκολα παρασυρόμενο Ρίτσαρντ "Ντικ" Σουίβελλερ να τον βοηθήσει να βρει τη Νελ, ώστε ο Σουίβελλερ να την παντρευτεί και να μοιραστούν την υποτιθέμενη κληρονομιά.[6] Για το σκοπό αυτό, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον Κουίλπ, ο οποίος, αν και γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει περιουσία, τους προτρέπει σαδιστικά να συνεχίσουν την έρευνα ενθαρρύνοντας τις ελπίδες τους, μόνο και μόνο για να απολαύσει τη δυστυχία που θα επιφέρει σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Ο Κουίλπ αρχίζει να προσπαθεί να εντοπίσει τη Νελ, αλλά οι φυγάδες δεν ανακαλύπτονται εύκολα. Για να παρακολουθεί τον Ντικ Σουίβελλερ, ο Κουίλπ κανονίζει να τον πάρει ως υπάλληλο ο δικηγόρος του κ. Σάμπσον Μπρας. Στο δικηγορικό γραφείο του Μπρας, ο Ντικ γίνεται φίλος με την υπηρέτρια της Σάρα Μπρας, αδελφής του δικηγόρου, και της δίνει το όνομα "Μαρκησία". Η Νελ, μετά από πολλές περιπέτειες, όπου συναντά μερικούς κακούς και κάποιους ευγενικούς χαρακτήρες, καταφέρνει να οδηγήσει τον παππού της στην ασφάλεια σε ένα μακρινό χωριό, όπου ένας ηλικιωμένος δάσκαλος τους φροντίζει και τους παρέχει ένα όμορφο σπίτι, αλλά οι περιπλανήσεις έχουν σημαντικό κόστος για την υγεία της.[7]
Εν τω μεταξύ, ο Κιτ, έχοντας χάσει τη δουλειά του στο παλαιοπωλείο, βρίσκει νέα δουλειά κοντά στον ευγενικό κύριο και την κυρία Γκάρλαντ και το γιο τους, Έιμπελ. Εδώ επικοινωνεί μαζί του ένας μυστηριώδης κύριος που αναζητά πληροφορίες για τη Νελ και τον παππού της. Τελικά, ο κύριος, μαζί με τον Κιτ και την καλή μητέρα του, την κυρία Ναμπλς, ξεκινούν να τους αναζητήσουν. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησής τους συναντούν τον Κουίλπ, που μισεί τον Κιτ, τον κατηγορεί για κλέφτη και το αγόρι καταδικάζεται σε απέλαση. Ωστόσο, ο Ντικ Σουίβελλερ αποδεικνύει την αθωότητά του με τη βοήθεια της φίλης του της "Μαρκησίας". Ο Κουίλπ καταδιώκεται και πνίγεται στα νερά του Τάμεση σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεφύγει τη σύλληψη.
Την ίδια στιγμή, μια σύμπτωση οδηγεί τον κύριο Γκάρλαντ να μάθει πού βρίσκεται η Νελ και συναντώντας τον Κιτ και τον κύριο (ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο μικρότερος αδερφός του παππού της Νελ) πηγαίνουν να τους βρουν. Όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά, αλλά δυστυχώς, το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι, η κακοκαιρία και οι σκληρές ταλαιπωρίες έχουν υπονομεύσει την υγεία της Νελ και μέχρι να φτάσουν, η Νελ έχει πεθάνει. Ο παππούς της, ήδη με χαμένα τα λογικά του και τρελός από τον πόνο του, αρνείται να παραδεχτεί ότι είναι νεκρή και κάθε μέρα δίπλα στον τάφο την περιμένει να επιστρέψει μέχρι, λίγους μήνες αργότερα, πεθαίνει και ο ίδιος.[8]
Το μυθιστόρημα, το τέταρτο του Ντίκενς, γνώρισε αμέσως σημαντική επιτυχία στην Αγγλία και το εξωτερικό. Ήταν τόσο δημοφιλές που το 1841, όταν έφτασε το πλοίο που μετέφερε την τελευταία συνέχεια του έργου, οι αναγνώστες της Νέας Υόρκης εισέβαλαν στην προβλήτα. [9]
Ο θάνατος της μικρής Νελ και του παππού της παραμένει ένα από τα πιο διάσημα γεγονότα της αγγλικής μυθοπλασίας. Την εποχή της δημοσίευσης των συνεχειών, ξεσηκώθηκε κύμα αντιδράσεων χωρίς προηγούμενο: χιλιάδες αναγνώστες παρακάλεσαν τον Ντίκενς να κρατήσει το παιδί στη ζωή, και στη συνέχεια χιλιάδες άλλοι εξέφρασαν το πένθος για την εξαφάνισή του που πήρε διαστάσεις εθνικής καταστροφής. Ένα μικρό κατάστημα στο κέντρο του Λονδίνου μετονομάστηκε σε Παλαιοπωλείο (The Old Curiosity Shop) στο απόγειο της δημοτικότητας του μυθιστορήματος.
Η βασίλισσα Βικτωρία διάβασε το μυθιστόρημα το 1841 και το βρήκε «πολύ ενδιαφέρον και έξυπνα γραμμένο».
Ωστόσο, οι επόμενες δύο γενιές Άγγλων συγγραφέων επέκριναν ανοιχτά το έργο λόγω του συναισθηματισμού του.
Το παλαιοπωλείο: