Οι Τούα (ή Μπατούα) είναι πυγμώδης φυλή της κεντρικής Αφρικής, οι αρχαιότεροι κάτοικοι της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών. Κατοικούν με μικρούς πληθυσμούς στα κράτη της Ρουάντα του Μπουρούντι και στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, κυρίως μέσα στο ισημερινό τροπικό δάσος της περιοχής. To 2000 ο πληθυσμός τους ήταν 80.000 άτομα, κάτι που τους κάνει σημαντική μεινότητα της περιοχής.[1]
Υπάρχουν επίσης πληθυσμοί στην Ανγκόλα, στη Ναμίμπια, στη Ζάμπια και στη Μποτσουάνα, που ζουν σε βάλτους και ερήμους, μακριά από τα δάση. Λίγα όμως είναι γνωστά για αυτούς τους πληθυσμούς.
Όταν οι Χούτου ήρθαν στην περιοχή υποδούλωσαν τους Τούα. Γύρω στο 15ο αιώνα έφτασαν οι Τούτσι που κυριάρχησαν πάνω και στις δυο φυλές. Οι Τούα μιλούν την ίδια γλώσσα, την Κινιαρουάντα, με τους Χούτου και τους Τούτσι. Για εκατοντάδες χρόνια οι Τούα αποτέλεσαν μικρή μειονότητα της περιοχής (γύρω στο 1% στη Ρουάντα και το Μπουρούντι) και έτσι δεν είχαν σημαντικό πολιτικό ρόλο.
Οι Τούα συχνά αγνοούνται στις συζητήσεις περί της διαμάχης μεταξύ Χούτου και Τούτσι, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη Γενοκτονία της Ρουάντα το 1994.[1] Περίπου το 30% του πληθυσμού τους στη Ρουάντα εξοντώθηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.[2]
Οι Τούα παραδοσιακά ήταν νομαδικοί τροφοσυλλέκτες των ορεινών δασών. Καθώς τα δάση χάνονται λόγω της αποψίλωσης, οι Τούα αναγκάστηκαν να φύγουν από αυτές τις περιοχές και να ζήσουν αλλού. Αν και αναζητούν νέους τρόπους να αυτοσυντηρηθούν (όπως τη γεωργία και την κτηνοτροφία) οι περισσότεροι είναι προς το παρόν ακτήμονες και ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Τα δικαιώματά τους πάνω στη γη στην οποία ζούσαν για αιώνες δεν έχουν αναγνωριστεί από καμία κυβέρνηση, και δεν τους έχει δοθεί καμία αποζημίωση για την απώλειά τους.
Τα παιδιά των Τούα έχουν μικρή πρόσβαση στην εκπαίδευση και οι κοινότητές τους υποαντιπροσωπεύονται στην τοπική και εθνική κυβέρνηση. Λόγω του ότι είναι πυγμαίοι εξακολουθούν είναι στόχος εθνοτικής προκατάληψης, διακρίσεων, βίας και γενικότερου κοινωνικού αποκλεισμού.[3][4]