Τούλιο Σεραφίν | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Tullio Serafin (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1 Σεπτεμβρίου 1878[1][2][3] Rottanova[4] Καβάρτσερε[5] |
Θάνατος | 2 Φεβρουαρίου 1968[1][6][2] Ρώμη[7][5] |
Αιτία θανάτου | καρδιακή ανακοπή[4] |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία (1946–1968) Βασίλειο της Ιταλίας (1878–1946) |
Σπουδές | Ωδείο του Μιλάνου |
Ιδιότητα | διευθυντής ορχήστρας και μουσικός διευθυντής[4] |
Σύζυγος | Elena Rakowska |
Όργανα | βιολί[4] και βιόλα[4] |
Είδος τέχνης | κλασική μουσική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τούλιο Σεραφίν (ιταλικά: Tullio Serafin, 1 Σεπτεμβρίου 1878 – 2 Φεβρουαρίου 1968),[8][9] ήταν κορυφαίος ιταλός οπερατικός διευθυντής ορχήστρας, από τους διασημότερους του καιρού του, με μακρά καριέρα και ιδιαίτερα ευρύ ρεπερτόριο. Ο Σεραφίν συνεισέφερε στην αναβίωση πολλών οπερατικών έργων συνθετών του μπελ κάντο όπως ο Μπελίνι, ο Ροσσίνι και ο Ντονιτσέττι, εντάσσοντάς τα στο σύγχρονο ρεπερτόριο της όπερας. Υπήρξε μέντορας πολλών διάσημων μονωδών, μεταξύ των οποίων οι Μαρία Κάλλας,[10] Τζόαν Σάδερλαντ,[11] Τίτο Γκόμπι, Ρενάτα Τεμπάλντι,[12] Ρόζα Πονσέλ και Μπενιαμίνο Τζίλι.[13]
Γεννήθηκε στη Ροτανόβα του δήμου Καβάρτζερε κοντά στη Βενετία, την 1η Σεπτεμβρίου 1878. Η μουσική του εκπαίδευση ολοκληρώθηκε στο Μιλάνο. Έπαιξε βιόλα στην ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου υπό τη μουσική διεύθυνση του διάσημου ιταλού μαέστρου Αρτούρο Τοσκανίνι.[14] Το ντεμπούτο του ως διευθυντής ορχήστρας ήρθε στα 1898· σε αυτό, εμφανίστηκε με το ψευδώνυμο Άλφιο Σαλτέρνι (Alfio Sulterni), αναγραμματισμό του ονόματός του.[15][8] Λίγα χρόνια αργότερα, ο Τοσκανίνι τού έδωσε τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Ορχήστρας.[16] Με την αναχώρηση του Τοσκανίνι για τη Νέα Υόρκη, ο Σεραφίν ανέλαβε καθήκοντα Μουσικού Διευθυντή στη Σκάλα, κρατώντας αυτή τη θέση κατά τα διαστήματα 1909–1914, 1917–1918 και 1946–1947.[14][17] Στις 3 Αυγούστου 1947, ο Σεραφίν διηύθυνε την ορχήστρα μιας παραγωγή της όπερας Τζοκόντα στην Αρένα της Βερόνας· στην όπερα πρωταγωνίστησε η νεαρή, τότε, υψίφωνος Μαρία Κάλλας, που με το έργο αυτό έκανε το ντεμπούτο της στην Ιταλία.[18]
Ένα αξιόλογο κομμάτι της καριέρας του έλαβε χώρα στο Μπουένος Άιρες· κατά τη διάρκεια εννέα καλλιτεχνικών περιόδων στο διάσημο Θέατρο του Κολόμβου, από το 1914 ως το 1951, ο μαέστρος διηύθυνε 368 παραγωγές από 63 διαφορετικά οπερατικά έργα. Εκείνη την περίοδο, ο Σεραφίν διηύθυνε και ορισμένα σπάνια έργα συνθετών όπως οι Αλφάνο, Καταλάνι, Τζορντάνο, Μασνέ, Μοντεμέτζι, Μοντεβέρντι, Πιτσέτι, Ρεσπίγκι, Ρίμσκι-Κόρσακοφ και Ζαντονέ.[19]
Μεταξύ των ετών 1924 και 1934, ο Σεραφίν διηύθυνε αρκετές παραγωγές της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, ανάμεσα στις οποίες και η όπερα Ριγκολέττο του Τζουζέπε Βέρντι με πρωταγωνίστρια τη σπουδαία Ισπανίδα υψίφωνο κολορατούρα και μετέπειτα δασκάλα μονωδίας της Μαρίας Κάλλας, Ελβίρα ντε Ιδάλγο.[20] Ακόμα, ο Σεραφίν διηύθυνε την ορχήστρα κατά την πρώτη παρουσίαση της όπερας Τουραντότ του Τζάκομο Πουτσίνι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και του οπερατικού έργου La vida breve («Η σύντομη ζωή») του Μανουέλ ντε Φάγια. Το 1934, ανέλαβε τη θέση του διευθυντή της Όπερας της Ρώμης (τότε Teatro Reale dell' Opera di Roma, «Βασιλική Όπερα της Ρώμης»).[21] Κατά τη διετία 1956 με 1958, ο Σεραφίν διηύθυνε διάφορες παραγωγές της Λυρικής Όπερας του Σικάγου, ενώ δύο έτη αργότερα, το 1960, διηύθυνε την ορχήστρα για την όπερα Νόρμα που ανέβασε η Εθνική Λυρική Σκηνή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την Μαρία Κάλλας στον πρωταγωνιστικό ρόλο.[14] Το 1962, σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών, διηύθυνε την ορχήστρα μιας παραγωγής του οπερατικού έργου Οθέλος του Πουτσίνι στην Όπερα της Ρώμης.[22] Το ίδιο έτος, συμμετείχε στο ανέβασμα της όπερας του Βέρντι Ριγκολέττο, διευθύνοντας, μεταξύ άλλων, τον ανερχόμενο τότε τενόρο Λουτσιάνο Παβαρότι· εκτιμώντας τις δυνατότητές του, ο Σεραφίν επέλεξε ο ίδιος προσωπικά τον Παβαρότι, που δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει το πρώτο έτος της καριέρας του, αναλαμβάνοντας και την προετοιμασία του για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.[23][24] Η τελευταία του καλλιτεχνική εμφάνιση, πραγματοποιήθηκε το 1964, στην όπερα Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης του Βάγκνερ, παραγωγή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει από τη δεύτερη, κιόλας, παράσταση λόγω προβλημάτων υγείας· βρισκόταν στην εντυπωσιακή για το επάγγελμά του ηλικία των ογδόντα πέντε ετών.[23]
Ο Σεραφίν παρέμεινε ενεργός μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, διευθύνοντας όπερα σχεδόν ως τα 85 του έτη. Η γυναίκα του,[25] υψίφωνος Ελένα Ρακόφσκα, είχε αποβιώσει μερικά χρόνια νωρίτερα, στις 4 Νοεμβρίου 1964· οι δυο τους είχαν μία κόρη, την Βικτώρια, που γεννήθηκε το 1916 και απεβίωσε το 1985.[26] Ο Σεραφίν πέθανε από καρδιοαναπνευστική ανακοπή στο διαμέρισμά του στη Ρώμη στις 2 Φεβρουαρίου 1968.[27] Η αναγνώριση της σωρού του καθυστέρησε μερικές μέρες, ωσότου φίλοι του να τον ταυτοποιήσουν και να μεταφέρουν το σώμα του στη γενέτειρά του, Ροτανόβα, όπου και ενταφιάστηκε.[28][23]
Ο Τούλιο Σεραφίν είχε κομβικό ρόλο στη διεύρυνση του διεθνούς ρεπερτορίου της κλασικής μουσικής, διευθύνοντας πολλές πρεμιέρες έργων συνθετών όπως οι Άλμπαν Μπεργκ,[29] Πωλ Ντυκά[30] και Μπέντζαμιν Μπρίτεν.[31] Ακόμα, διηύθυνε τις πρεμιέρες ιταλών και αμερικανών συνθετών όπως οι Φράνκο Αλφάνο,[32] Ίταλο Μοντεμέτζι,[33] Ντιμς Τέιλορ[34] και Χάουαρντ Χάνσον.[35]
Κατά τον διάσημο ιταλό βαρύτονο Τίτο Γκόμπι, ο Σεραφίν ήταν «ένας αλάθητος κριτής της φωνής και του χαρακτήρα» και «ο πλέον ολοκληρωμένος άνθρωπος του θεάτρου [τον 20ό αιώνα]».[8] Κατά την υψίφωνο Ρόζα Πονσέλ, ο Σεραφίν κατείχε μια «αξεπέραστη κατανόηση της φωνής», ενώ ξεχώριζε από όλους τους μαέστρους της εποχής του χάρη στην «αχανή μουσική γνώση και την ευαισθησία του, που ήταν αμφότερες συνδυασμένες με μια καθολική κατανόηση της τέχνης και της επιστήμης του τραγουδιού».[36] Όπως περίγραψε η Πονσέλ, ο Σεραφίν ήταν ένας «σφαιρικός» καλλιτέχνης που «δεν αρκούταν στην εκπαίδευση μόνο των βασικών μονωδών του έργου» αλλά «θεωρούσε κάθε όπερα, κάθε παράσταση ως ενότητα μεταξύ ορχήστρας και τραγουδιστών, μια ενότητα που απέρρεε από τις ιδέες που είχε για την δραματική και μουσική αποτελεσματικότητα [...]· προετοίμαζε άπαντες τους συντελεστές [...]. Η προσωπικότητά του [...] ήταν κομβικό στοιχείο της επιτυχίας της μεθόδου του. Ενώ θα μπορούσε να είναι ένα στεγνό αφεντικό, η διεύθυνσή του γινόταν con amore [(«με αγάπη»)]. Όχι απειλές, όχι ξεσπάσματα θυμού, απλώς διαρκής ενθάρρυνση».[37]
βλ. 2 febbraio 1968: morte di Tullio Serafin