Τριχομονάδωση

Μια τριχομονάδα υπό μικροσκόπιο με χρώση Μέι-Γκρύνβαλντ

Η τριχομονάδωση ή τριχομονίαση είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ) για το οποίο μπορεί να ευθύνεται καθένα από τα εξής τρία πρωτόζωα: Trichomonas vaginalis, Εntamoeba histolytica, Giardia lamblia, σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ.

Η κολπική τριχομονάδωση προκαλείται από το παράσιτο Trichomonas vaginalis που μολύνει τον γυναικείο κόλπο και την ουρήθρα των ανδρών. Τα συμπτώματα ποικίλουν ανάμεσα στα φύλα. Στις γυναίκες τα πρώτα συμπτώματα παρουσιάζονται σε διάστημα πέντε με τριάντα ημερών. Σε αυτά περιλαμβάνεται η κιτρινωπή ή πρασινωπή έκκριση από τον κόλπο, η φαγούρα ή πόνος κατά την ούρηση, ο πόνος κατά την περίοδο ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς και ο πόνος ή/και αιμορραγία κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Η τριχομονάδωση μπορεί να προκαλέσει πρόωρη γέννηση ή γέννηση βρέφους με χαμηλό σωματικό βάρος, σαλπιγγίτιδα, υπογονιμότητα και φλεγμονώδη νόσο της πυέλου. Τα συμπτώματα που εκδηλώνονται στους άνδρες, είναι λιγότερα και όχι τόσο εμφανή, όπως η έκκριση υγρού από το πέος και η φαγούρα ή/και ο πόνος κατά την ούρηση.

Για να θεραπευτούν οι τριχομονάδες συνίσταται η λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Οι 5-νιτροϊμιδαζόλες (μετρονιδαζόλη και τινιδαζόλη) αποτελούν τον κύριο παράγοντα θεραπείας για λοίμωξη με Trichomonas vaginalis. Συνιστάται θεραπεία τόσο για τον μολυσμένο ασθενή όσο και για το σεξουαλικό σύντροφο, ακόμη και αν δεν έχει συμπτώματα, ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση επαναμόλυνσης. Η θεραπεία χωρίς νιτροϊμιδαζόλες, όπως με κολπικά υπόθετα σουλφανοναμίδης είναι επίσης μια επιλογή, αλλά τα ποσοστά θεραπείας είναι πολύ χαμηλότερα.[1]