Τσάτσγουορθ Χάουζ | |
---|---|
Είδος | αγγλική εξοχική κατοικία, μουσείο ιστορικού οικήματος και εξοχική κατοικία[1] |
Αρχιτεκτονική | αγγλικό μπαρόκ και Italianate architecture |
Διεύθυνση | Bakewell DE45 1PP[2] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 53°13′40″N 1°36′36″W |
Διοικητική υπαγωγή | Μπέικγουελ[3] |
Χώρα | Ηνωμένο Βασίλειο[3][4] |
Ιδιοκτήτης | δούκας του Ντέβονσαϊρ |
Αρχιτέκτονας | Γουίλιαμ Τάλμαν, Τόμας Άρτσερ, Jeffry Wyatville, Τζόζεφ Πάξτον, Τζέιμς Πέιν και Bess of Hardwick |
Προστασία | διατηρητέο κτίριο Βαθμού 1 (από 1951) |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η Κατοικία Τσάτσγουορθ (αγγλ.: Chatsworth House) είναι ένα μεγαλοπρεπές κτήριο στο Ντέρμπυσαϊρ της Αγγλίας, στο Ντέρμπυσαϊρ Ντέιλς 3,5 μίλια (5,6 χλμ.) βορειοανατολικά του Μπέικγουελ και 9 μίλια (14 χλμ.) δυτικά του Τσέστερφηλντ. Ήταν η έδρα του δούκα του Ντέβονσαϊρ και από το 1549 είναι η κατοικία της οικογένειας Κάβεντις. Βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού Ντέργουεντ και έχει θέα απέναντι σε χαμηλούς λόφους, μεταξύ των κοιλάδων Ντέργουεντ και Γουάι. Η Κατοικία βρίσκεται σε ένα εκτενές πάρκο και περιβάλλεται από βραχώδεις, με δάση λόφους, που οδηγούν σε βάλτους με ρείκια. Περιλαμβάνει σημαντικές συλλογές ζωγραφικής, επίπλων, σχεδίων παλαιών μεγάλων καλλιτεχνών, νεοκλασικών γλυπτών, βιβλίων και άλλων καλλιτεχνημάτων. Το Τσάτσγουορθ έχει επιλεγεί, σε αρκετές έρευνες, ως το αγαπημένο εξοχικό σπίτι της Βρετανίας. [5] [6]
Το όνομα «Chatsworth» είναι μια παραφθορά του Chetel's-worth, που σημαίνει «η Αυλή του Τσετλ». [7] Στην εποχή του Εδουάρδου του Ομολογητή, ένας άνδρας Νορβηγικής προέλευσης που ονομαζόταν Τσετλ, κατείχε εδάφη από κοινού με έναν Σάξονα ονόματι Λέοτνοθ σε τρεις δήμους: Έντνισαουρ στα δυτικά του Ντέργουεντ, και Λάνγκολεϊε και Τσέτεσουορντε προς τα ανατολικά. [8] Ο Τσετλ καθαιρέθηκε μετά τη Νορμανδική Κατάκτηση και στη Βίβλο Ιδιοκτησιών η ενορία του Τσέτεσουορντε αναφέρεται ως ιδιοκτησία του στέμματος υπό την επιτήρηση του Γουίλιαμ ντι Πέβερελ. Το Τσάτσγουορθ έπαψε να είναι ένα μεγάλο κτήμα, ώσπου τον 15ο αι. αποκτήθηκε από την οικογένεια Λέτσι, που είχε ιδιοκτησία κοντά. Περιέλαβαν το πρώτο πάρκο στο Τσάτσγουορθ και έκτισαν ένα σπίτι στο υψηλό έδαφος, στο σημερινό νοτιοανατολικό τμήμα του κήπου. Το 1549 πώλησαν όλη την ιδιοκτησία τους στην περιοχή, στον σερ Γουίλιαμ Κάβεντις, θησαυροφύλακα του κοιτώνα του βασιλιά και σύζυγο της Μπες του Χάρντγουικ, η οποία τον έπεισε να πωλήσει την περιουσία του στο Σάφολκ και να εγκατασταθεί στον τόπο που είχε εκείνη γεννηθεί.
Η Μπες άρχισε να κτίζει τη νέα κατοικία το 1553. Επέλεξε μία τοποθεσία κοντά στον ποταμό, ο οποίος αποστραγγίστηκε, αφού σκάφτηκε μία σειρά δεξαμενών, οι οποίες διπλασιάστηκαν ως λίμνες ψαριών. Ο σερ Γουίλιαμ απεβίωσε το 1557, αλλά η Μπες ολοκλήρωσε το σπίτι τη δεκαετία του 1560 και έζησε εκεί με τον τέταρτο σύζυγό της, τον Τζωρτζ Τάλμποτ 6ο κόμη του Σριούσμπερυ. Το 1568 ο Σριούσμπερυ ανέλαβε την επιμέλεια της Μαρίας Στιούαρτ βασίλισσας των Σκώτων και έφερε την κρατούμενή του στο Τσάτσγουορθ αρκετές φορές από το 1570 και μετά. Αυτή έμενε στο διαμέρισμα, που είναι τώρα γνωστό ως "δωμάτια της βασίλισσας των Σκώτων", στον τελευταίο όροφο επάνω από τη μεγάλη αίθουσα, που βλέπει στην εσωτερική αυλή. Καταξιωμένη κεντήτρια, η Μπες ακολούθησε τη Μαίρη στο Τσάτσγουορθ για παρατεταμένες περιόδους το 1569, το 1570 και το 1571, κατά τη διάρκεια της οποίας συνεργάστηκαν στις ταπισερί του Όξμπεργκ. [9] Η Μπες απεβίωσε το 1608 και το Τσάτσγουορθ μεταβιβάστηκε στον μεγαλύτερο γιο της Χένρυ. Το κτήμα αγόρασε από τον Χένρυ ο αδελφός του Γουίλιαμ Κάβεντις, 1ος κόμης του Ντέβονσαϊρ, για 10.000 £.
Λίγες αλλαγές έγιναν στο Τσάτσγουορθ μέχρι τα μέσα του 17ου αι. Ο Γουίλιαμ Κάβεντις, 3ος κόμης του Ντέβονσαϊρ ήταν πιστός βασιλόφρων και απελάθηκε από την Άνω Βουλή των Λόρδων το 1642. Έφυγε από την Αγγλία για να βρει ασφάλεια στην ηπειρωτική Ευρώπη και τα κτήματά του κατασχέθηκαν. Το Τσατσγουορθ καταλήφθηκε και από τις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και ο 3ος κόμης δεν επέστρεψε στο σπίτι, ώσπου αποκαταστάθηκε η μοναρχία. Ανακατασκεύασε τα κύρια δωμάτια σε μία προσπάθεια να τα κάνει πιο άνετα, αλλά η Ελισαβετιανή κατοικία ήταν ξεπερασμένη και μη ασφαλής.
Ο 4ος κόμης του Ντέβονσαϊρ, ο οποίος επρόκειτο να γίνει ο 1ος δούκας το 1694, επειδή βοήθησε να ανέλθει ο Γουλιέλμος πρίγκιπας της Οράγγης στον αγγλικό θρόνο, ήταν ένας πιστός Γουίγκ (Φιλελεύθερος) και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο Τσάτσγουορθ κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Ιακώβου Β΄. Ο Κάβεντις ζήτησε την ανοικοδόμηση του σπιτιού, το οποίο ξεκίνησε το 1687. Αυτός αρχικά σχεδίαζε να ανακατασκευάσει μόνο τη νότια πτέρυγα με τα δημόσια διαμερίσματα και έτσι αποφάσισε να διατηρήσει το σχέδιο της Ελισαβετιανής αυλής, αν και αυτή η διάταξη γινόταν ολοένα και πιο παλιομοδίτικη. Του άρεσε να κτίζει: ανακατασκεύασε την ανατολική πρόσοψη, η οποία περιελάμβανε τη Ζωγραφιστή Αίθουσα και τη Μακρά Στοά (Gallery). Ακολούθησε η δυτική πρόσοψη από το 1699 έως το 1702. Η βόρεια πρόσοψη ολοκληρώθηκε το 1707, λίγο πριν αποβιώσει. Ο 1ος δούκας είχε επίσης μεγάλους κήπους με παρτέρια, που σχεδιάστηκαν από τον Τζορτζ Λόντον και τον Χένρυ Γουάιζ, οι οποίοι αργότερα διορίστηκαν από τη βασίλισσα Άννα ως βασιλικοί Κηπουροί στο Ανάκτορο Κένσινγκτον.
Ο Γουίλιαμ Κάβεντις 2ος δούκας του Ντέβονσαϊρ και ο Γουίλιαμ Κάβεντις 3ος δούκας του Ντέβονσαϊρ, δεν έκαναν αλλαγές στο σπίτι και στους κήπους, αλλά και οι δύο συνέβαλαν σημαντικά στη συλλογή, που βρίσκεται στο Τσάτσγουορθ μέχρι σήμερα. Με ειδίκευση στην τέχνη, η συλλογή περιλαμβάνει πίνακες ζωγραφικής, σχέδια και εκτυπώσεις των Παλαιών Μεγάλων Διδασκάλων, αρχαία νομίσματα και ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά. Τα έπιπλα σε ρυθμό Παλάντιαν, που σχεδιάστηκαν από τον Γουίλιαμ Κεντ, παραγγέλθηκαν από τον 3ο δούκα, όταν ξαναέκτισε το Ντέβονσαϊρ Χάουζ στο Λονδίνο, μετά από μία πυρκαγιά το 1733. Μετά την πώληση και την κατεδάφιση του Ντέβονσαϊρ Χάουζ το 1924, τα έπιπλα μεταφέρθηκαν στο Τσάτσγουορθ.
Ο 4ος δούκας έκανε μεγάλες αλλαγές στην Κατοικία και τους κήπους. Αποφάσισε ότι η προσέγγιση προς το σπίτι θα πρέπει να είναι από τα δυτικά, έτσι κατεδάφισε τους παλαιούς στάβλους και τα γραφεία, καθώς και τμήματα του χωριού Έντενσορ, ώστε να μην είναι ορατά από το σπίτι. Αντικατέστησε επίσης τους επίσημους κήπους του 1ου δούκα με μία πιο φυσική εμφάνιση, σχεδιασμένη από τον Λάνσελοτ Μπράουν, ο οποίος βοήθησε να έλθει το στυλ αυτό στη μόδα.
Το 1748, ο 4ος δούκας νυμφεύτηκε τη λαίδη Σάρλοτ Μπόιλ, τη μόνη επιζήσασα κληρονόμο του Ρίτσαρντ Μπόιλ, 3ου κόμη του Μπέρλινγκτον. Ο λόρδος Μπέρλινγκτον ήταν από μόνος του ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας με πολλά έργα στο όνομά του, συμπεριλαμβανομένου του Τσίσγουικ Χάουζ. Με το τέλος του, η σημαντική συλλογή από αρχιτεκτονικά σχέδια και σχέδια μάσκας του Ίνιγκο Τζόουνς, πίνακες των Παλαιών Διδασκάλων και έπιπλα σχεδιασμένα από τον Γουίλιαμ Κεντ μεταφέρθηκαν στους δούκες του Ντέβονσαϊρ. Αυτή η κληρονομιά έφερε επίσης πολλές ιδιοκτησίες στην οικογένεια.
Το 1774 ο Γουίλιαμ Κάβεντις, 5ος δούκας του Ντέβονσαϊρ, νυμφεύτηκε τη Τζορτζιάνα Σπένσερ διάσημη κοσμική, που συγκέντρωσε γύρω της έναν μεγάλο κύκλο λογοτεχνικών και πολιτικών φίλων. Ο Τόμας Γκέινσμπρο και ο Τζόσουα Ρένολντς θα την ζωγραφίσουν· η ζωγραφική του Γκέινσμπρο θα απορριφθεί από τον 5ο δούκα και θα ανακαλυφθεί πολύ αργότερα, μετά από πολλές αντιξοότητες. Η ταινία The Duchess παρουσίασε τη ζωή του ζεύγους. Η Τζορτζιάνα ήταν η μεγάλη-μεγάλη-μεγάλη-μεγάλη θεία της Νταϊάνας πριγκίπισσας της Ουαλίας· οι ζωές τους, με αιώνες διαφορά, συγκρίνονται στην τραγικότητα. [10]
Ο 6ος δούκας (γνωστός ως «ο εργένης δούκας») ήταν ένας παθιασμένος ταξιδιώτης, κτίστης, κηπουρός και συλλέκτης, που μετέτρεψε το Τσάτσγουορθ. Το 1811 κληρονόμησε τον τίτλο και οκτώ μεγάλα κτήματα: Τσάτσγουορθ και Χάρντγουορκ Χωλ στο Ντέρμπυσαϊρ· Ντέβονσαϊρ Χάουζ, Μπέρλινγκτον Χάουζ και Τσίσγουικ Χάουζ στο Λονδίνο· Μπόλτον Άμπεϋ και Λόντσμπορο στο Γιορκσάιρ· και το Κάστρο Λίσμορ στην Ιρλανδία. Αυτά τα κτήματα κάλυπταν 200.000 ακρ (810 τετ.χλμ.) γης στην Αγγλία και την Ιρλανδία.
Ο δούκας ήταν μεγάλος συλλέκτης, ειδικά γλυπτών και βιβλίων. Όταν δημιούργησε τη βόρεια πτέρυγα με τα σχέδια του σερ Τζέφρυ Γουάιατβιλ, περιέλαβε μία ειδικά σχεδιασμένη στοά (gallery) γλυπτικής, για να στεγάσει τη συλλογή του και επαναπροσδιόρισε αρκετά δωμάτια στο σπίτι, για να περιλάβουν ολόκληρες βιβλιοθήκες, που θα αγόραζε σε δημοπρασία. Ο 6ος δούκας αγαπούσε να διασκεδάζει και στις αρχές του 19ου αιώνα σημειώθηκε αύξηση της δημοτικότητας των πάρτι σε εξοχικά σπίτια. Εκτός από μία στοά γλυπτικής, η νέα βόρεια πτέρυγα στέγασε έναν δενδρόκηπο (orangerie), ένα θέατρο, ένα τουρκικό λουτρό, ένα γαλακτοκομείο, μία τεράστια νέα κουζίνα και πολλά δωμάτια υπηρετών. Το 1830 ο δούκας αύξησε τα καταλύματα επισκεπτών, μετατρέποντας τις σουίτες των δωματίων σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια. Οι άνθρωποι που προσκαλούντο να μείνουν στο Τσάτσγουορθ περνούσαν τις ημέρες τους κυνηγώντας, ιππεύοντας, διαβάζοντας και παίζοντας μπιλιάρδο. Το βράδυ θα γίνονταν επίσημα δείπνα, ακολουθούμενα από μουσική, συλλαβόγριφους και μπιλιάρδο ή συνομιλία στην αίθουσα καπνίσματος για τους άντρες. Οι γυναίκες επέστρεφαν στο δωμάτιό τους πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να αλλάξουν τα ρούχα τους. Τα υπνοδωμάτια των επισκεπτών στην ανατολική πρόσοψη του Τσάτσγουορθ είναι το πληρέστερο σύνολο υπνοδωματίων από την περίοδο αυτή, που διατήρησαν την αρχική τους επίπλωση. [11] :52 Υπάρχει πολύ ανατολική επιρροή στη διακόσμηση, συμπεριλαμβανομένων ζωγραφισμένων-στο-χέρι κινεζικών ταπετσαριών και υφασμάτων, που είναι τυπικά του γούστου της Αντιβασιλείας, τα οποία αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γιεωργίου Δ΄ (1762-1830). Άτομα που έχουν μείνει στο Τσάτσγουορθ είναι η βασίλισσα Βικτώρια και ο Τσαρλς Ντίκενς.
Τον Οκτώβριο του 1832, η πριγκίπισσα (μετέπειτα βασίλισσα) Βικτώρια και η μητέρα της, η δούκισσα του Κεντ, επισκέφτηκαν το Τσάτσγουορθ, όπου η Βικτώρια έκανε το πρώτο επίσημο δείπνο με ενήλικες, σε ηλικία 13 ετών, στη νέα τραπεζαρία. Ο 6ος δούκας είχε άλλη μία ευκαιρία να καλωσορίσει τη Βικτώρια το 1843, όταν η βασίλισσα και ο πρίγκιπας Αλβέρτος επέστρεψαν, για να ψυχαγωγηθούν από μία μεγάλη σειρά από φωτιζόμενες κρήνες. Ο δούκας πέρασε 47 χρόνια μεταμορφώνοντας το σπίτι και τους κήπους. Μια λατινική επιγραφή επάνω από το τζάκι στο Ζωγραφιστό Δωμάτιο αναφέρει, ότι "Ο Γουίλιαμ Σπάνσερ, δούκας του Ντέβονσαϊρ, κληρονόμησε αυτή την πολύ όμορφη κατοικία από τον πατέρα του το έτος 1811, την οποία είχε ξεκινήσει το έτος της αγγλικής ελευθερίας 1688 και το ολοκλήρωσε το έτος της απώλειάς του το 1840". Το 1688 ήταν η χρονιά της Ένδοξης Επανάστασης, υποστηριζόμενη από τις δυναστείες των Γουιγκ (Φιλελεύθερων), συμπεριλαμβανομένων των Κάβεντις. Το έτος 1840 είδε το τέλος της Μπλανς, αγαπημένης ανιψιάς του δούκα, που ήταν παντρεμένη με τον κληρονόμο του, τον μελλοντικό 7ο δούκα. Το 1844 δημοσίευσε ένα βιβλίο, που ονομάζεται Εγχειρίδιο για το Τσάτσγουορθ και το Χάρντγουικ.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η κοινωνική αλλαγή και οι φόροι άρχισαν να επηρεάζουν τον τρόπο ζωής των Ντέβονσαϊρ. Όταν ο 8ος δούκας απεβίωσε το 1908, οι φόροι ξεπέρασαν τις 500.000 £. Αυτό ήταν μικρό ποσό, σε σύγκριση με αυτό που ακολούθησε 42 χρόνια αργότερα, αλλά το κτήμα είχε ήδη επιβαρυνθεί με χρέη από τις υπερβολές του 6ου Δούκα, την αποτυχία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του 7ου Δούκα στο Μπάρροου-ιν-Φέρνες και τη συρρίκνωση στη βρετανική γεωργία, που ήταν εμφανής από τη δεκαετία του 1870. Το 1912 η οικογένεια πώλησε 25 βιβλία, που είχαν τυπωθεί από τον Γουίλιαμ Κέιξτον και μία συλλογή 1.347 τόμων από έργα που απέκτησε ο 6ος Δούκας, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων φύλλων του Σαίξπηρ και 39 κουαρτέτων του Σαίξπηρ, στη Βιβλιοθήκη του Χάντινγκτον στην Καλιφόρνια. Δεκάδες χιλιάδες στρέμματα γης στο Σόμερσετ, Σάσσεξ και Ντέρμπισαϊρ πωλήθηκαν επίσης κατά τη διάρκεια, και αμέσως μετά, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τον Δεκέμβριο του 1904, ο Κάρολος Α΄ της Πορτογαλίας και η σύζυγός του Μαρία-Αμελία της Ορλεάνης έμειναν στην Κατοικία Τσάτσγουορθ κατά την επίσκεψή τους στη Μεγάλη Βρετανία. Χιόνιζε σχεδόν συνεχώς ενώ ήταν εκεί και σύμφωνα με πληροφορίες ο βασιλιάς έκανε χιονοπόλεμο (στον οποίο οι συγκεντρωμένες κυρίες εντάχθηκαν με ενθουσιασμό), όταν συναντήθηκε με τον μαρκήσιο του Σοβερέλ, τον Πορτογάλο απεσταλμένο της Πορτογαλίας και τον πληρεξούσιο Υπουργό στην Αυλή του Αγίου Ιακώβου. [12]
Το 1920 το αρχοντικό της οικογένειας στο Λονδίνο, το Ντέβονσαϊρ Χάουζ, το οποίο καταλάμβανε 3 ακρ (12 στρέμματα) έκταση στο Πίκαντιλυ, πωλήθηκε σε εργολάβους και κατεδαφίστηκε. Μεγάλο μέρος του περιεχομένου του μεταφέρθηκε στο Τσάτσγουορθ και αποκτήθηκε ένα πολύ μικρότερο σπίτι στο Νο 2 Κάρλτον Γκάντενς κοντά στο Δι Μολ. Το Μεγάλο Ωδείο στον κήπο του Τσάτσγουορθ κατεδαφίστηκε, καθώς χρειάστηκε 10 άνδρες για να το διαχειρίζονται, τεράστιες ποσότητες άνθρακα για να το θερμάνουν και όλα τα φυτά είχαν ξεραθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν δεν υπήρχε άνθρακας για μη ουσιαστικούς σκοπούς. Για να μειωθεί περαιτέρω το κόστος λειτουργίας, συζητήθηκε η πτώση της βόρειας πτέρυγας του 6ου Δούκα, η οποία τότε θεωρήθηκε ότι δεν είχε καμία αισθητική ή ιστορική αξία, αλλά τίποτε δεν προέκυψε από αυτό. Το Τσισγουικ Χάουζ -η περίφημη Παλαντιανή βίλα στα προάστια του Δυτικού Λονδίνου που κληρονόμησε ο Ντέβονσαϊρ, όταν ο 4ος δούκας νυμφεύτηκε την κόρη του λόρδου Μπέρλινγκτον- πωλήθηκε το 1929 για 80.000 £ στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Μίντλσεξ και στο Συμβούλιο της Κομητείας Μπρέντφορντ και στο Συμβούλιο της Αστικής Περιοχής Μπρέντφορντ και Τσίσγουικ.[13]
Ωστόσο, η ζωή στο Τσάτσγουορθ συνεχίστηκε όπως και πριν. Το νοικοκυριό διευθυνόταν από έναν ελεγκτή και το οικιακό προσωπικό ήταν ακόμη διαθέσιμο, αν και περισσότερο στην επαρχία παρά στις πόλεις. Εκείνο στο Τσάτγουικ αυτή τη στιγμή απετελείτο από έναν μπάτλερ, έναν βοηθό μπάτλερ, έναν θαλαμηπόλο των υπνοδωματίων, έναν καμαριέρη, τρεις υπηρέτες, μία οικονόμο για το νοικοκυριό, την υπηρέτρια της δούκισσας, 11 υπηρέτριες για την κατοικία, δύο γυναίκες ραψίματος, έναν μάγειρα, δύο υπηρέτριες κουζίνας, μία υπηρέτρια λαχανικών, δύο ή τρεις λαντζέρηδες, δύο υπηρέτριες για το κελάρι, μία υπηρέτρια για το γάλα, έξι υπηρέτριες για το πλύσιμο και ο γραμματέας της δούκισσας. Όλοι οι 38-39 άνθρωποι ζούσαν στο σπίτι. Το καθημερινό προσωπικό περιελάμβανε έναν για ιδιαίτερες υποθέσεις άνδρα, έναν ταπετσέρη, μία λαντζέρισα, δύο γυναίκες για το τρίψιμο, ένας για τον λέβητα ατμού, ένας για τους άνθρακες, δύο συνοδούς του θυρωρού, δύο πυροσβέστες για τη νύκτα, ένας νυκτερινός θυρωρός, δύο καθαριστές παραθύρων και μία ομάδα ξυλουργών, υδραυλικών και ηλεκτρολόγων. Ο υπάλληλος των Έργων επέβλεπε τη συντήρηση του κτηρίου και άλλων ιδιοκτησιών στο κτήμα. Υπήρχαν επίσης υπηρέτες, οδηγοί αμαξιών και καταγραφείς αγώνων. Ο αριθμός τού προσωπικού τού κήπου ήταν κάπου μεταξύ 80 την εποχή του 6ου δούκα και 20 ή τόσο στις αρχές του 21ου αι. Υπήρχε επίσης ένας βιβλιοθηκονόμος, ο Φράνσις Τόμσον, ο οποίος έγραψε τον πρώτο -με έκταση όσο ένα βιβλίο- λογαριασμό στο Τσάτσγουορθ, από την εποχή του εγχειριδίου του 6ου δούκα.
Οι περισσότερες εξοχικές κατοικίες του Ηνωμένου Βασιλείου τέθηκαν σε θεσμική χρήση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικές από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν ως στρατώνες, υπέστησαν σοβαρές ζημιές, αλλά ο 10ος δούκας, αναμένοντας ότι οι μαθήτριες θα ήταν καλύτεροι ένοικοι από τους στρατιώτες, μερίμνησε για να καταληφθεί το Τσάτσγουορθ από το Πένρος Κόλιτζ, ένα δημόσιο σχολείο θηλέων στο Κόλβιν Μπέι της Ουαλίας. Το περιεχόμενο του σπιτιού συσκευάστηκε σε 11 ημέρες και, τον Σεπτέμβριο του 1939, 300 κορίτσια και οι δάσκαλοί τους μετακόμισαν για εξαετή διαμονή. Ολόκληρο το σπίτι χρησιμοποιήθηκε, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων δωματίων, που μετατράπηκαν σε κοιτώνες. Η συμπύκνωση από την αναπνοή των κοριτσιών που κοιμόταν, προκάλεσε την ανάπτυξη μύκητα πίσω από μερικές από τις φωτογραφίες. Το σπίτι δεν ήταν πολύ άνετο για τόσους πολλούς ανθρώπους· είχε έλλειψη ζεστού νερού, αλλά υπήρχε αντιστάθμισμα, όπως πατινάζ στη λιμνούλα του καναλιού. Τα κορίτσια καλλιεργούσαν λαχανικά στον κήπο ως συμβολή στην πολεμική προσπάθεια.
Τον Μάιο του 1944, η Κάθλην Κέννεντυ, αδελφή του Τζων-Φιτζέραλντ Κέννεντυ, παντρεύτηκε τον Γουίλιαμ Κάβεντις, μαρκήσιο του Χάρτινγκτον, τον μεγαλύτερο γιο του 10ου δούκα του Ντέβονσαϊρ. Ωστόσο, αυτός σκοτώθηκε σε μάχη στο Βέλγιο τον Σεπτέμβριο του 1944 και η Κάθλιν απεβίωσε σε συντριβή αεροπλάνου το 1948. Ο μικρότερος αδερφός του Άντριου έγινε ο 11ος δούκας το 1950. Νυμφεύτηκε τη Ντέμπορα Μίτφορντ, αδελφή των Νάνσυ, Νταϊάν, Πάμελα, Γιούνιτυ και Τζέσικα Μίτφορντ.
Η σύγχρονη ιστορία του Τσάτσγουορθ ξεκινά το 1950. Η οικογένεια δεν είχε ακόμη επιστρέψει μετά τον πόλεμο και παρόλο που ο 10ος δούκας είχε μεταφέρει τα περιουσιακά του στοιχεία στον γιο του κατά τη διάρκεια της ζωής του με την ελπίδα να αποφευχθεί ο φόρος κληρονομίας, απεβίωσε λίγες εβδομάδες πιο νωρίς από ό,τι έπρεπε για να εφαρμοστεί η απαλλαγή φόρου, έτσι ο 11ος δούκας χρεώθηκε στο 80% της αξίας του κτήματος. Το οφειλόμενο ποσό ήταν 7.000.000 ₤ (242.000.000 £ σε τιμές του 2019)[12]. Μερικοί από τους συμβούλους της οικογένειας θεώρησαν, ότι η κατάσταση ήταν ανεπανόρθωτη και υπήρχε πρόταση μεταφοράς του Τσάτσγουορθ στο έθνος ως Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου της Βόρειας Αγγλίας. Αντ' αυτού, ο δούκας αποφάσισε να διατηρήσει το σπίτι της οικογένειάς του, αν μπορούσε. Πούλησε δεκάδες χιλιάδες ακρ γης, μετέφερε το Χάρντγουικ Χολ στο Εθνικό Κληροδότημα αντί του φόρου και πώλησε μερικά σημαντικά έργα τέχνης από το Τσάτσγουορθ. Το σπίτι της οικογένειας στο Σάσεξ, το Κόμπτον Πλέις δανείστηκε σε σχολείο. Το αποτέλεσμα των φόρων κληρονομίας μετριάστηκε σε κάποιο βαθμό από την (ιστορικά) χαμηλή αξία της τέχνης κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και από την αύξηση των αξιών της γης, μετά το 1950, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής γεωργικής αναβίωσης, και από την πλευρά της οι απώλειες ήταν σημαντικά μικρότερες από 80 τοις εκατό ως προς τα φυσικά περιουσιακά στοιχεία. Στο Ντέρμπυσαϊρ διατηρήθηκαν 35.000 ακρ (140 τ.χλμ.) από τα 83.000 ακρ (340 τ.χλμ.). Το κτήμα Bolton AbbeyΜπόλτον Άμπευ στο Γιόρκσαϊρ και το κτήμα Λίζμορ Κασλ στην Ιρλανδία παρέμειναν στην οικογένεια. Παρ' όλα αυτά, χρειάστηκαν 17 χρόνια για να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις με τα Δημόσια Έσοδα, ενώ εν τω μεταξύ οι τόκοι οφείλονταν. Η Ιδιοκτησία Τσάτσγουορθ διοικείται πλέον από τους διαχειριστές του Διακανονισμού Τσάτσγουορθ, ο οποίος ιδρύθηκε το 1946.
Ο 10ος δούκας ήταν απαισιόδοξος για το μέλλον σπιτιών όπως το Τσάτσγουορθ και δεν σχεδίαζε να επιστρέψει μετά τον πόλεμο. Αφού έφυγε το Πένροζ Κόλιτζ το 1945, οι μόνοι που κοιμόντουσαν στο σπίτι ήταν δύο υπηρέτριες, αλλά το χειμώνα του 1948-1949 το σπίτι καθαρίστηκε και τακτοποιήθηκε για να ανοίξει ξανά στο κοινό από δύο γυναίκες από την Ουγγαρία, που ήταν η μαγείρισσα και η υπηρέτρια της Κάθλην Κέννεντυ στο Λονδίνο και μια ομάδα συμπατριωτών τους. Το σπίτι εκτιμήθηκε ως ήταν βαθμού Ι, έπειτα από το πέρασμα της Νομοθεσίας Σχεδίασης Πόλεων και Επαρχίας του 1947.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο 11ος δούκας και η δούκισσα άρχισαν να σκέπτονται να μετακομίσουν στην κατοικία. Το προπολεμικό σπίτι είχε βασιστεί εξ ολοκλήρου σε ένα μεγάλο προσωπικό για τις ανέσεις του και δεν διέθετε σύγχρονες εγκαταστάσεις. Στο κτήριο οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις ξαναέγιναν, τα υδραυλικά και η θέρμανση ανακαινίστηκαν και δημιουργήθηκαν έξι αυτόνομες κατοικίες, για να αντικαταστήσουν τα μικρά υπνοδωμάτια προσωπικού και την κοινόχρηστη αίθουσα υπηρετών. Στα διαμερίσματα του προσωπικού, προστέθηκαν και 17 μπάνια. Η σπηλαιώδης κουζίνα του 6ου δούκα εγκαταλείφθηκε και δημιουργήθηκε μία νέα, κοντά στην τραπεζαρία της οικογένειας. Τα οικογενειακά δωμάτια ξαναβάφτηκαν, τα χαλιά βγήκαν από την αποθήκη και οι κουρτίνες επισκευάστηκαν ή αντικαταστάθηκαν. Ο δούκας και η δούκισσα με τα τρία παιδιά τους μετακόμισαν στο πάρκο από το Έντενσορ Χάουζ το 1959.
Το 1981, οι διαχειριστές του Διακανονισμού Τσάτσγουορθ, ιδιοκτήτες του σπιτιού, δημιούργησαν ένα νέο Κληροδότημα Κατοικίας Τσάτσγουορθ. Η πρόθεση ήταν να διατηρηθεί το σπίτι και το περιβάλλον του προς όφελος του κοινού. [14] Στο νέο κληροδότημα χορηγήθηκε 99ετής μίσθωση, που καλύπτει το κτήριο, τα κυριότερα από το περιεχόμενό του, την έκταση, τα κοντινά και πιο πέρα δάση, συνολικά 1822 ακρ (7,4 τ.χλμ.). Για να νομιμοποιηθεί η συμφωνία, το Κληροδότημα Κατοικία Τσάτσγουορθ πληρώνει ένα ενοίκιο συμβολικά £ 1 το χρόνο. Για να διευκολυνθεί η διευθέτηση και να δημιουργηθεί ένα επαρκές ταμείο δωρεών πολλών εκατομμυρίων λιρών, οι διαχειριστές πώλησαν έργα τέχνης, κυρίως σχέδια παλαιών διδασκάλων, τα οποία δεν ήταν σε μόνιμη έκθεση. Η οικογένεια εκπροσωπείται στο Συμβούλιο Διοίκησης της Κατοικίας Τσάτσγουορθ, αλλά η πλειοψηφία των διευθυντών δεν είναι μέλη της οικογένειας. Ο δούκας πληρώνει ένα ενοίκιο (όσο είναι στην τρέχουσα αγορά) για τη χρήση των ιδιωτικών διαμερισμάτων του στην Κατοικία. Το κόστος λειτουργίας του σπιτιού και των χώρων είναι περίπου 4.000.000 £ ετησίως.
O 11ος δούκας απεβίωσε το 2004 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο νυν δούκας Πέρεγκριν Κάβεντις, 12ος δούκας του Ντέβονσαϊρ. Η χήρα του 11ου δούκα, η δούκισσα του Ντέβονσαϊρ, απεβίωσε στις 24 Σεπτεμβρίου 2014. Ως το τέλος της ήταν πολύ ενεργή στην προώθηση του κτήματος και στην αύξηση των εσόδων από τους επισκέπτες. Είχε κάνει πολλές προσθήκες στους κήπους, όπως λαβύρινθο, περιβόλι κηπευτικών και κήπο στο εξοχικό, καθώς και αναθέσεις σύγχρονης γλυπτικής. Είχε γράψει επτά βιβλία για διάφορα θέματα του Τσάτσγουορθ και το κτήμα του.
Μία οικοδομική επιθεώρηση το 2004 έδειξε ότι απαιτείτο μεγάλη ανακαίνιση. Έτσι ανελήφθη ένα πρόγραμμα εργασιών 32.000.000 ₤, που περιελάμβανε επισκευή της λιθοδομής, των γλυπτών, των πινάκων, των ταπισερί και υδραυλικά. Το έργο, το πιο εκτενές των τελευταίων 200 ετών, έκανε 10 έτη και ολοκληρώθηκε το 2018.
Η Κατοικία Τσάτσγουορθ είναι κτισμένη σε κεκλιμένο έδαφος, χαμηλότερα στη βόρεια και δυτική πλευρά από ό,τι στη νότια και ανατολική πλευρά. Το αρχικό μέγαρο σε στυλ Τυδόρ κτίστηκε το 1560 από τη Μπες του Χάρντγουικ σε διάταξη ορθογώνιου, περίπου 170 feet (50 m) από βορρά προς νότο και 190 feet (60 m) από ανατολικά προς δυτικά, με μεγάλη κεντρική αυλή. Η κύρια είσοδος βρισκόταν στη δυτική πρόσοψη, η οποίο ήταν διακοσμημένη με τέσσερις πύργους ή πυργίσκους και η μεγάλη αίθουσα της μεσαιωνικής παράδοσης βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της αυλής, όπου η Ζωγραφισμένη Αίθουσα παραμένει το επίκεντρο του σπιτιού μέχρι σήμερα.
Η νότια και η ανατολική πρόσοψη ξαναχτίστηκαν υπό την εντολή του Γουίλιαμ Τάλμαν και ολοκληρώθηκαν έως το 1696 για τον Γουίλιαμ Κάβεντις, 1ο δούκα του Ντέβονσαϊρ. Το Τσάτσγουορθ του 1ου δούκα ήταν ένα βασικό κτίριο για την ανάπτυξη της αγγλικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τον ιστορικό αρχιτεκτονικής σερ Τζον Σάμερσον, "εγκαινιάζει μία καλλιτεχνική επανάσταση, που είναι το αντίστοιχο της πολιτικής επανάστασης, στην οποία ο κόμης ήταν τόσο εξέχων ηγέτης". Ο σχεδιασμός της νότιας πρόσοψης ήταν επαναστατικός για ένα αγγλικό σπίτι, χωρίς σοφίτα ή στέγη, αλλά αντίθετα δύο κύριοι όροφοι, που στηρίζονται σε μία από ημικατεργασμένες πέτρες (rustic) βάση. Η πρόσοψη είναι δραματική και γλυπτική με ιονικούς ψευδοκίονες και έναν βαρύ θριγκό και κιγκλίδωμα (balustre). Οι υπάρχουσες βαριές και γωνιώδεις πέτρινες σκάλες από τον πρώτο όροφο μέχρι τον κήπο αντικατέστησαν τον 19ο αι. μία κομψή καμπυλωτή διπλή σκάλα. Η ανατολική πρόσοψη είναι το πιο ήσυχο από τα τέσσερα στο κύριο μπλοκ. Όπως η νότια πρόσοψη, είναι ασυνήθιστο στο ότι έχει έναν ομοιόμορφο αριθμό εσοχών και κανένα κεντρικό τμήμα. Η έμφαση δίνεται στις ακραίες εσοχές, που καθεμιά τονίζεται από διπλά ζεύγη ψευδοκιόνων, εκ των οποίων τα εσωτερικά ζεύγη προεξέχουν προς τα έξω.
Η δυτική και η βόρεια πρόσοψη μπορεί να ήταν έργο του Τόμας Άρτσερ, πιθανώς σε συνεργασία με τον ίδιο τον δούκα. Το δυτικό μέτωπο έχει στο κεντρικό τμήμα του εννέα μεγάλες εσοχές (τρεις όροφοι με τρεις εσοχές ο καθένας) με ένα κεντρικό αέτωμα, που υποστηρίζεται από τέσσερις κολώνες. εκατέρωθεν του κεντρικού τμήματος υπάρχουν όμοια τρεις όροφοι με τρεις εσοχές ο καθένας, που χωρίζονται από τέσσερις ψευδοκίονες. Λόγω της κλίσης του χώρου, αυτή η πρόσοψη είναι υψηλότερη από τη νότια. Το δυτικό μέτωπο είναι πολύ ζωντανό με πολύ σκαλιστά λιθοδομή και τα κουφώματα των παραθύρων τονίζονται με χρυσό φύλλο, το οποίο ανακλά το φως στο ηλιοβασίλεμα. Το βόρειο μέτωπο ήταν το τελευταίο που κτίστηκε. Παρουσίαζε μία πρόκληση, καθώς το βόρειο άκρο του δυτικού μετώπου προεξέχει 9 πόδια (3 μ.) πιο πέρα από το βόρειο άκρο του ανατολικού μετώπου. Αυτό το πρόβλημα ξεπεράστηκε κτίζοντας μία ελαφρώς κυρτή πρόσοψη, για να αποσπάσει την προσοχή του ματιού. Τα παράθυρα της σοφίτας σε αυτή την πλευρά είναι τα μόνα, που είναι ορατά στο εξωτερικό του σπιτιού και είναι τοποθετημένα στην κύρια πρόσοψη και όχι σε μία ορατή οροφή. Αυτά στο καμπύλο τμήμα ήταν αρχικά οβάλ, αλλά τώρα είναι ορθογώνια, όπως εκείνα στα ακραία τμήματα. Το βόρειο μέτωπο άλλαξε τον 19ο αι., όταν ο Γουίλιαμ Κάβεντις, 6ος δούκας του Ντέβονσαϊρ, μαζί με τον αρχιτέκτονα Τζέφρυ Γουάιατβιλ, έκτισαν τη Βόρεια Πτέρυγα, διπλασιάζοντας το μέγεθος του σπιτιού. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πτέρυγας έχει μόνο δύο ορόφους, σε σύγκριση με τους τρεις από το κύριο μπλοκ. Είναι προσαρτημένο στη βορειοανατολική γωνία του σπιτιού και έχει μήκος περίπου 400 πόδια (120 μ.). Στο τέλος της Βόρειας Πτέρυγας βρίσκεται ο Πύργος του Βορρά ή πύργος Μπέλβεντιαρ. Η εργασία εκτελέστηκε σε ιταλικό στυλ, που συνδυάζεται ομαλά με το περίτεχνο φινίρισμα του μπαρόκ σπιτιού.
Ο 6ος δούκας έχτισε ένα κτήριο πύλης σε αυτό το άκρο του σπιτιού με τρεις πύλες. Η κεντρική και μεγαλύτερη πύλη οδηγούσε στη Βόρεια Είσοδο, που στη συνέχεια έγινε η κύρια είσοδος του σπιτιού. Αυτή είναι τώρα η είσοδος, που χρησιμοποιούν οι επισκέπτες. Η βόρεια πύλη οδηγούσε στην αυλή υπηρεσίας, και η νότια πύλη οδηγούσε στην αρχική μπροστινή πόρτα της δυτικής πρόσοψης, η οποία υποβιβάστηκε σε δευτερεύουσα κατάσταση στην εποχή του δούκα, αλλά τώρα είναι πάλι η ιδιωτική είσοδος της οικογένειας.
Οι προσόψεις στην κεντρική αυλή ξαναχτίστηκαν επίσης από τον 1ο δούκα. Η αυλή ήταν μεγαλύτερη από ότι είναι τώρα, καθώς δεν υπήρχαν διάδρομοι στη δυτική πλευρά και η βόρεια και νότια πλευρά είχε μόνο κλειστές στοές στον πρώτο όροφο με ανοιχτές στοές κάτω. Τον 19ο αι. κτίστηκε νέο κατάλυμα σε αυτές τις τρεις πλευρές και στα τρία επίπεδα. Η μόνη μπαρόκ πρόσοψη που σώζεται, είναι εκείνη στην ανατολική πλευρά, όπου παραμένουν πέντε εσοχές από τις αρχικές επτά και είναι σε μεγάλο βαθμό όπως είχαν κατασκευαστεί. Υπάρχουν σκαλιστά τρόπαια του Σάμιουελ Γουότσον, ενός τεχνίτη του Ντέρμισαϊρ που έκανε πολλή δουλειά στο Τσάτσγουορθ σε πέτρα, μάρμαρο και ξύλο.
Ο 1ος και ο 6ος δούκας κληρονόμησαν ένα παλαιό σπίτι και προσπάθησαν να το προσαρμόσουν στον τρόπο ζωής της εποχής τους, χωρίς να αλλάξουν τα βασικά στοιχεία της διάταξής του, καθιστώντας τη διάταξη του Τσάτσγουορθ μοναδική, γεμάτη ανομοιομορφία και οι εσωτερικοί χώροι να είναι μία συλλογή διαφορετικών στυλ. Πολλά από τα δωμάτια είναι αναγνωρίσιμα μίας κύριας περιόδου, αλλά σχεδόν σε κάθε περίπτωση, έχουν αλλάξει συχνότερα, από ό, τι θα μπορούσε να υποτεθεί με την πρώτη ματιά.
Ο 1ος δούκας δημιούργησε μία πλούσια εξοπλισμένη μπαρόκ σουίτα δημοσίων δωματίων στη νότια πρόσοψη εν αναμονή μίας επίσκεψης του Γουλιέλμου Γ΄ και της Μαρίας Β΄, που δεν συνέβη ποτέ. Τα δημόσια διαμερίσματα είναι προσβάσιμα από τη Ζωγραφιστή Αίθουσα, διακοσμημένα με τοιχογραφίες, που δείχνουν σκηνές από τη ζωή του Ιουλίου Καίσαρα από τον Λουί Λαγκέρ και ανεβαίνουν με τα προβεβλημένα Μεγάλα Σκαλιά στην ευθεία σειρά των δωματίων, που θα ελέγχουν τον βαθμό, που ένα άτομο θα μπορούσε να προχωρήσει, αν ήταν παρών ο βασιλιάς και η βασίλισσα.
Το Μεγάλο Δωμάτιο είναι το μεγαλύτερο στα δημόσια διαμερίσματα, ακολουθούμενο από το δημόσιο Σαλόνι, το 2ο Σαλόνι, το δημόσιο υπνοδωμάτιο και τέλος η δημόσια τουαλέτα, κάθε δωμάτιο είναι πιο ιδιωτικό και περίτεχνο από το προηγούμενο. Το Μεγάλο Δωμάτιο έχει μία ζωγραφισμένη οροφή κλασικής σκηνής του Αντόνιο Βέρριο. Το 2ο Σαλόνι μετονομάστηκε σε δημόσιο Δωμάτιο Μουσικής, όταν ο 6ος δούκας έφερε την πόρτα με το ζωγραφιστό βιολί από το Ντέβονσαϊρ Χάουζ στο Λονδίνο. Διαθέτει μία πειστική οφθαλμαπάτη (trompe-l'œil) με ένα βιολί και το δοξάρι του, που κρέμονται από ένα ασημένιο κρεμαστάρι, ζωγραφισμένο περίπου το 1723 από τον Γιαν φαν ντερ Φάαρτ.
Την εποχή που η βασίλισσα Βικτώρια αποφάσισε ότι το Χάμπτον Κορτ, με τα διαμερίσματα του ίδιου στιλ, ήταν ακατοίκητο, ο 6ος δούκας έγραψε ότι μπήκε στον πειρασμό να κατεδαφίσει τα κρατικά διαμερίσματα, για να ανοίξει δρόμο για νέα υπνοδωμάτια. Ωστόσο, ευαίσθητος στην κληρονομιά της οικογένειάς του, άφησε τα δωμάτια σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτα, κάνοντας προσθήκες αντί να αλλάξει τους υπάρχοντες χώρους του σπιτιού. Οι αλλαγές στους κύριους μπαρόκ εσωτερικούς χώρους περιορίζονταν σε λεπτομέρειες, όπως σταμπωτά δερμάτινα κάδρα στους τοίχους του δημόσιου Δωματίου Μουσικής και του δημόσιου Υπνοδωματίου και μία ευρύτερη και πιο ρηχή, αλλά λιγότερο κομψή σκάλα στο Ζωγραφισμένο Δωμάτιο, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε. Το περιεχόμενο των δημοσίων διαμερισμάτων αναδιατάχθηκε το 2010, για να αντικατοπτρίζει τον τρόπο που θα φαινόταν τον 17ο και τον 18ο αι.
Στη δεκαετία του 1760 ο Γουίλιαμ Κάβεντις, 4ος δούκας του Ντέβονσαϊρ ανακατεύθυνε την προσέγγιση στο Τσάτσγουορθ. Μετέτρεψε την κουζίνα στο κέντρο της βόρειας πρόσοψης σε ένα χωλ εισόδου, από την οποία οι επισκέπτες θα περπατούσαν μέσα από μία ανοιχτή κιονοστοιχία προς την αυλή, μέσα από ένα πέρασμα πέρα από την κρεβατοκάμαρα του μάγειρα και τις πίσω σκάλες και μέσα στη Ζωγραφιστή Αίθουσα. Στη συνέχεια έκτισε μία νεοκλασική πτέρυγα υπηρεσίας για τις κουζίνες του, που ήταν πρόδρομος της βόρειας πτέρυγας του 6ου δούκα. Ο Γουίλιαμ Κάβεντις, 5ος δούκας του Ντέβονσαϊρ είχε αναδιακοσμίσει μερικά από τα ιδιωτικά δωμάτια της οικογένειας και μετακινήθηκαν μερικοί τοίχοι διαμερισμάτων, αλλά υπάρχουν λίγα ίχνη από τα μέσα και τα τέλη του 18ου αι. στα δημόσια δωμάτια.
Ο 6ος Δούκας πραγματοποίησε πολλούς εκσυγχρονισμούς στο Τσάτσγουορθ Χάουζ για να ανταποκριθεί στα πρότυπα άνεσης του 19ου αιώνα, που ταίριαζαν σε έναν λιγότερο επίσημο τρόπο ζωής από αυτόν του 1ου δούκα. Οι διάδρομοι γύρω από τις άκρες της αυλής έκλεισαν και επιπλώθηκαν με πολύχρωμο μαρμάρινο δάπεδο, έτσι ώστε τα δωμάτια να είναι εύκολα προσβάσιμα από το εσωτερικό και πιο κοινόχρηστα σαλόνια αντικατέστησαν τα μεμονωμένα διαμερίσματα επισκεπτών. Η κρεβατοκάμαρα του μάγειρα και οι πίσω σκάλες άνοιξαν το δρόμο για τις Δρύινες Σκάλες με επάνω τους έναν γυάλινο θόλο, που κτίστηκαν στο βόρειο άκρο της Αίθουσας Ζωγραφικής για τη βελτίωση των εσωτερικών επικοινωνιών. Κατά μήκος αυτής της σκάλας κρέμονται πορτρέτα των πρώτων 11 δουκών και ορισμένων από τα μέλη της οικογένειάς τους. Ο δούκας μετέτρεψε τη μεγάλη στοά, που είχε δημιουργηθεί αρχικά από τον 1ο δούκα, σε μία βιβλιοθήκη. Ήταν μεγάλος λάτρης των βιβλίων και αγόραζε ολόκληρες βιβλιοθήκες. Η Προ-Βιβλιοθήκη στη διπλανή αίθουσα, που είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά από τον 1ο δούκα ως τραπεζαρία και στη συνέχεια ως αίθουσα μπιλιάρδου πριν από τον 6ο δούκα, τώρα χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει την αυξανόμενη συλλογή βιβλίων του. Αυτό ήταν μόνο ένα από τα δωμάτια στα οποία ο δούκας εγκατέστησε ένα παράθυρο με υαλογράφημα, το οποίο πίστευε ότι είναι το «μεγαλύτερο στολίδι της σύγχρονης διακόσμησης». Το παράθυρο στην Προ-Βιβλιοθήκη είναι το μόνο που έχει διατηρηθεί. Μεγάλο μέρος της επιστημονικής βιβλιοθήκης του Χένρυ Κάβεντις (1731–1810) βρίσκεται σε αυτό το δωμάτιο. Η πιο αξιοσημείωτη προσθήκη από τον 6ο δούκα στο Τσάτσγουορθ ήταν η Βόρεια Πτέρυγα σχεδιασμένη από το Γουάιτβιλ. Τα σχέδια για μία συμμετρική πτέρυγα προς το νότο ξεκίνησαν, αλλά αργότερα εγκαταλείφθηκαν
Όλο το ισόγειο της Βόρειας Πτέρυγας καταλήφθηκε από δωμάτια υπηρεσίας, όπως μία κουζίνα, αίθουσα υπαλλήλων, πλυντήριο, δωμάτιο του μπάτλερ και της οικονόμου. Στον πρώτο όροφο, στραμμένο προς τα δυτικά, ήταν δύο σύνολα υπνοδωματίων εργένη, που ονομάζονται «Καλιφόρνια» και «Τα Πτηνά». Τα κύρια δωμάτια στη νέα πτέρυγα βλέπουν ανατολικά και είχαν πρόσβαση από το κυρίως σπίτι μέσω μίας μικρής βιβλιοθήκης, που ονομάζεται Δωμάτιο του Θόλου. Το πρώτο δωμάτιο μετά από αυτό είναι μία τραπεζαρία, με μια στοά μουσικής στο λόμπυ εξυπηρέτησης, όπου έπαιζαν οι μουσικοί. Στη συνέχεια είναι η στοά γλυπτικής, το μεγαλύτερο δωμάτιο στο σπίτι, και μετά ο πορτοκαλεώνας. Ο Πύργος Μπελβεντέρε περιέχει ένα λουτρό, χρησιμοποιώντας το μάρμαρο από το μπάνιο του 1ου δούκα, και μία αίθουσα χορού που αργότερα μετατράπηκε σε θέατρο από τον 8ο δούκα. Επάνω από το θέατρο βρίσκεται το ίδιο το μπελβεντέρε, μία ανοιχτή βεράντα με θέα, κάτω από την οροφή.
Ο κήπος προσελκύει περίπου 300.000 επισκέπτες ετησίως. Έχει ένα σύνθετο μείγμα χαρακτηριστικών από έξι διαφορετικούς αιώνες, καλύπτοντας 105 acres (0,42 km2) . Περιβάλλεται από τοίχο 1,75 μιλίων (2,8 χλμ.). Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας του ποταμού Ντέργουεντ και συνδυάζεται με το τοπίο του γύρω πάρκου, το οποίο καλύπτει 1,000 acres (4,0 km2). Το δάσος στα ανατολικά της κοιλάδας σχηματίζει ένα φόντο για τον κήπο. Υπάρχει ένα προσωπικό περίπου 20 κηπουρών πλήρους απασχόλησης. Η μέση βροχόπτωση είναι περίπου 33,7 ίντσες (855 χλστ.) ετησίως, με ετήσιο μέσο όρο 1.160 ώρες ηλιοφάνειας. Τα περισσότερα από τα κύρια χαρακτηριστικά του κήπου δημιουργήθηκαν σε πέντε κύριες φάσεις ανάπτυξης.
Το σπίτι και ο κήπος κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά από τον σερ Γουίλιαμ Κάβεντις και τη Μπες του Χάρντγουικ το 1555. Ο Ελισαβετιανός κήπος ήταν πολύ μικρότερος από τον σημερινό κήπο. Υπήρχαν βεράντες στα ανατολικά του σπιτιού, όπου βρίσκεται ο κύριος χλοοτάπητας, λίμνες και κρήνες στον νότο και λίμνες ψαριών στα δυτικά, δίπλα στο ποτάμι. Το κύριο οπτικό κατάλοιπο αυτής της εποχής είναι ένας κατακόρυφος πέτρινος πύργος, γνωστός ως κληματαριά της βασίλισσας Μαρίας, λόγω ενός θρύλου ότι στη Μαρία Α΄, βασίλισσα των Σκώτων, επιτρεπόταν να πάρει τον αέρα της εκεί, ενώ ήταν φυλακισμένη στο Τσάτσγουορθ. Η κληματαριά είναι τώρα έξω από τον τοίχο του κήπου στο πάρκο. Μερικά από τα τείχη συγκράτησης του Δυτικού Κήπου χρονολογούνται επίσης σε αυτήν την εποχή, αλλά ανακατασκευάστηκαν και επεκτάθηκαν αργότερα.
Την εποχή που ξαναχτιζόταν το σπίτι, ο 1ος δούκας δημιούργησε επίσης μπαρόκ κήπους. Περιλάμβαναν πολλά παρτέρια φτιαγμένα στις πλαγιές επάνω από το σπίτι και πολλές κρήνες, κτήρια κήπου και κλασικά γλυπτά. Τα κύρια χαρακτηριστικά που σώζονται από εκείνη την εποχή, είναι:
Ο 4ος δούκας ανέθεσε στον αρχιτέκτονα τοπίου Λάνσελοτ Μπράουν να μεταμορφώσει τον κήπο στο σύγχρονο στυλ φυσιολατρικού τοπίου της εποχής. Οι περισσότερες από τις λίμνες και τα παρτέρια μετατράπηκαν σε χλοοτάπητα, αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλά σημαντικά χαρακτηριστικά σώθηκαν. Πολλά δέντρα φυτεύτηκαν, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων αμερικανικών ειδών, που εισήχθησαν ειδικά από τη Φιλαδέλφεια το 1759. Ο κύριος στόχος αυτής της εργασίας ήταν να βελτιώσει την ολοκλήρωση του κήπου και του πάρκου. Ο 5,5 έικρ (22 στρεμμάτων) χλοοτάπητας στο Σόλσμπερυ του Μπράουν εξακολουθεί να αποτελεί το σκηνικό των αλλεπάλληλων καταρρακτών.
Άλλα ακίνητα που ανήκουν στους Dukes of Devonshire, επί του παρόντος ή στο παρελθόν, περιλαμβάνουν: