Η Τσαμουριά (αλβανικά: Çamëria) είναι ονομασία η οποία σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως από τους Αλβανούς για να περιγράψει παράλια τμήματα της Ηπείρου (εν μέρει και της Βορείου Ηπείρου) στην βορειοδυτική Ελλάδα και σχετίζεται με τους Τσάμηδες.[1][2] Πέρα από γεωγραφική χρήση, η ονομασία χρησιμοποιείται και με αλυτρωτικές επεκτάσεις.[3][4]
Η περιοχή που αποκαλείται Τσαμουρία, εκτείνεται στους νομούς Θεσπρωτίας και Πρεβέζης, ενώ μικρό τμήμα βρίσκεται στο νότιο άκρο της σημερινής Αλβανίας, στην ιστορική περιοχή της Βορείου Ηπείρου.
Το τοπωνύμια εμφανίζεται την εποχή της Τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, χρησιμοποιούταν ως επίσημη ονομασία σε όλα τα ελληνικά έγγραφα,[5] αλλά πλέον ο όρος θεωρείται παρωχημένος στα ελληνικά[6] και διατηρείται μόνο σε παλιά παραδοσιακά τραγούδια.
Πιθανολογείται ότι το όνομα «Τσάμης» και ως εκ τούτου και η «Τσαμουριά», προέρχονται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις της Ηπείρου (Θύαμις>Τσιάμης)[7].
Υπάρχουν πολλοί αρχαιολογικοί χώροι από την Εποχή του Σιδήρου και μετά. Στη Θεσπρωτία, η οποία μπορεί να θεωρηθεί το κέντρο της λεγόμενης Τσαμουριάς, οι ανασκαφές έφεραν στο φως ευρήματα αυτής της περιόδου στην κοιλάδα του Κωκυτού.[8] Στην εποχή του Χαλκού η Θεσπρωτία απλωνόταν από τον Αμβρακικό κόλπο ως τον Θύαμη ποταμό και από το Ιόνιο ως την οροσειρά της Πίνδου. Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν ίσως το πιο σημαντικό σημείο της περιοχής κατά την αρχαιότητα, και αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο. Φαίνεται ότι έπαψε να λειτουργεί ως μαντείο τη ρωμαϊκή εποχή.[9] Άλλοι σημαντικοί αρχαιοελληνικοί οικισμοί ήταν η Εφύρα, το Βουθρωτό, το Χειμέριον (5 χλμ. δυτικά της Εφύρας), το λιμάνι στα Σύβοτα, η πόλη της Θεσπρωτίας, η πόλη-λιμάνι της Ελέας (στην περιοχή της Θεσπρωτίας), η οποία πιστεύεται ότι είναι μια Κορινθιακή αποικία, η Πανδοσία, αποικία της Ήλιδας. [10] Η Ελέα υπήρξε πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών. Γύρω στο 350 π.Χ. χρονολογούνται τα χάλκινα νομίσματα που άρχισαν να εκδίδουν οι Ελεαίοι ή Ελεάτες, το θεσπρωτικό φύλο που με κέντρο την Ελέα κατείχε τις εύφορες κοιλάδες του Αχέροντα και του Κωκυτού μέχρι το Νεκρομαντείο και τον όρμο της Αμμουδιάς.
Άλλες αρχαίες Ελληνικές πόλεις στην περιοχή, με αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί και είναι επισκέψιμες για το κοινό ειναι :
Στο Μεσαίωνα η περιοχή ήταν υπό τη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής και αργότερα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1205, ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας, ξάδελφος των βυζαντινών αυτοκρατόρων Ισαάκ Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο κυβερνούσε την περιοχή μέχρι τον 15ο αιώνα. Το σύνολο της Ηπείρου σύντομα δέχθηκε πολλούς Έλληνες πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η παλαιότερη μνεία σε Αλβανούς στην περιοχή της Ηπείρου καταγράφεται σε βενετσιάνικο έγγραφο του 1210 ως ότι κατοικούν στην περιοχή απέναντι από την Κέρκυρα.[11] Η πρώτη εμφάνιση των Αλβανών σε αρκετά μεγάλο αριθμό εντός του Δεσποτάτου της Ηπείρου δεν καταγράφεται πριν από 1337, όταν οι βυζαντινές πηγές τους περιγράφουν και παρουσιάζουν ως νομάδες.[12]
Τη δεκαετία του 1340, εκμεταλλευόμενος ένα βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο, ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Δουσάν κατέλαβε την Ήπειρο και την ενσωμάτωσαν στη Σερβική Αυτοκρατορία.[13] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δύο αλβανικά κράτη σχηματίστηκαν στην περιοχή. Το καλοκαίρι του 1358, Νικηφόρος Β΄ Ορσίνι, ο τελευταίος δεσπότης της Ηπείρου της δυναστείας των Ορσίνι, νικήθηκε στη μάχη εναντίον Αλβανών οπλαρχηγών. Μετά την έγκριση του τσάρου της Σερβίας, οι οπλαρχηγοί δημιούργησαν δύο νέα κράτη της περιοχής, το Δεσποτάτο της Άρτας και Πριγκιπάτο του Αργυροκάστρου.[14] Οι εσωτερικές έριδες και οι διαδοχικές συγκρούσεις με τους γείτονές τους, συμπεριλαμβανομένης της ανερχόμενης δύναμης που αποτελούσαν οι Οθωμανοί Τούρκοι, οδήγησαν στην πτώση των αλβανικών ηγεμονιών και την οικογένεια των Τόκκων στην εξουσία. Οι Τόκκοι με τη σειρά τους έδωσαν σταδιακά τη θέση της στους Οθωμανούς, οι οποίοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα το 1430, την Άρτα το 1449, το Αγγελόκαστρο το 1460, και, τέλος, τη Βόνιτσα στο 1479.[15]
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η περιοχή ανήκε στο Βιλαέτι των Ιωαννίνων, και αργότερα κάτω από το Πασαλίκι των Γιαννίνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η περιοχή ήταν γνωστή ως «Τσαμουριά» και αποτέλεσε μια περιοχή στο Βιλαέτι.[16] Οι πόλεμοι του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα μεταξύ Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρέασαν αρνητικά την περιοχή. Ακολούθησε αύξηση των εξισλαμισμών, συχνά αναγκαστικών, όπως αυτών 25 χωριών το 1739 που βρίσκονταν στον σημερινό Νομό Θεσπρωτίας.[17]
Τον 18ο αιώνα, όπως η ισχύς των Οθωμανών μειώθηκε, η περιοχή πέρασε στο ημιανεξάρτητο κράτος του Αλή Πασά Τεπελενλή, έναν Αλβανό πρώην ληστή ο οποίος έγινε ο επαρχιακός κυβερνήτης των Ιωαννίνων το 1788. Ο Αλή Πασάς ξεκίνησε εκστρατείες για να υποτάξει τα χωριά του Σουλίου στην περιοχή αυτή. Οι δυνάμεις του συνάντησαν σφοδρή αντίσταση από τους Σουλιώτες. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες και απώλειες ώστε να νικήσουν τους Σουλιώτες, τα στρατεύματά του Αλή κατόρθωσαν να κατακτήσουν την περιοχή το 1803.[18]
Μετά την πτώση του πασαλικιού, η περιοχή παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η Ελλάδα και η Αλβανία δήλωσαν ότι στόχευαν να συμπεριλάβουν στα κράτη τους ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου, συμπεριλαμβανομένης της Τσαμουριάς.[ασαφές][19] Με την άνοδο του αλβανικού εθνικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα, οι ντόπιοι Ορθόδοξοι αλβανόφωνοι και αρβανιτόφωνοι δεν συμμερίστηκαν τις εθνικές ιδέες των αλβανόφωνων μουσουλμάνων γειτόνων τους και αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες.[20] Τέλος, μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Ήπειρος χωρίστηκε το 1913, στη Διάσκεψη Ειρήνης του Λονδίνου, με το Βασίλειο της Ελλάδας, όπου είχε απελευθερώσει πολλές περιοχές με Ελληνικό πληθυσμό από τους Οθωμανούς, να λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της, με μόνο ένα μικρό μέρος που έχει ενσωματωθεί στο νεοσύστατο τότε κράτος της Αλβανίας.[19]
Όταν η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία της Ελλάδας το 1913, στον πληθυσμό της συμπεριλαμβάνονταν κάτοικοι που μιλούσαν την ελληνική, την αλβανική και την βλάχικη γλώσσα. Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες καταμετρήθηκαν ως θρησκευτική μειονότητα και με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, κάποιοι εκτοπίστηκαν στην Τουρκία[21] και η περιουσία τους πέρασε στην Ελλάδα.[22] Οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι καταμετρήθηκαν ως Έλληνες, όπως άλλωστε δήλωναν και οι περισσότεροι και η γλώσσα τους ήταν υπό την πίεση της αφομοίωσης[ασαφές]. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όταν το κράτος αποφάσισε να μη στείλει τους μουσουλμάνους Τσάμηδες στην Τουρκία.[23] Τη δεκαετία του 1930, ο πληθυσμός της περιοχής ήταν περίπου 70.000, από τους οποίους οι μουσουλμάνοι Αλβανόφωνοι ήταν 18.000 - 20.000. Το σύνολο του πληθυσμού, ανεξαρτήτως θρησκείας, κλήθηκε «Τσάμηδες».[24] Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ο συνολικός μουσουλμανικός πληθυσμός στην Ελλάδα ήταν 126.017 άτομα.[25]
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου το τοπωνύμιο Τσαμουριά ήταν σε κοινή χρήση εντός της περιοχής[26] και χρησιμοποιούταν ως επίσημη ονομασία στα περισσότερα ελληνικά έγγραφα.[5] Το 1936, η ελληνική πολιτεία δημιούργησε τον Νομό Θεσπρωτίας από τμήματα των Νομών Ιωαννίνων και Πρέβεζας, ώστε μεταξύ άλλων να ελέγχει καλύτερα τη μουσουλμανική μειονότητα των Τσάμηδων.[27] Οι Τσάμηδες Αλβανοί έλαβαν καθεστώς θρησκευτικής, αλλά όχι εθνικής, μειονότητας και υπάρχουν λίγα στοιχεία άμεσων κρατικών διώξεων εκείνη την περίοδο.[28]
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944), πολύ μεγάλη μερίδα της μειονότητας συνεργάστηκε πρώτα με τις ιταλικές και αργότερα με τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, διαπράττοντας σειρά εγκλημάτων πολέμου.[29] Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν όλοι οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες στην Ελλάδα απελάθηκαν στην Αλβανία, λόγω αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας.[30] Ωστόσο, ένα μικρό μέρος των μουσουλμάνων Τσάμηδων παρείχε κυρίως προς το τέλος της Κατοχής στρατιωτική υποστήριξη προς τις αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ που λόγω πολιτικής χειραγώγησης από το ΚΚΕ, αντιτάχθηκε στη μαζική απέλαση των Τσάμηδων.[31][32]
Στις αρχές του 1945, ομάδες πρώην ανταρτών του ΕΔΕΣ και ντόπιων, με επικεφαλής τον πρώην αξιωματικό του Ν. Ζέρβα, συνταγματάρχη Ε. Ζώτο, επιτέθηκαν ως αντίποινα στα χωριά των Τσάμηδων και προχώρησαν σε βιαιοπραγίες.[33] Στους Φιλιάτες στις 13 Μαρτίου, 60 με 70 Τσάμηδες συνεργάτες των κατοχικών ναζιστικών και φασιστικών δυνάμεων, σκοτώθηκαν. Όσοι κάτοικοι εκείνης της περιοχής απελάθηκαν, στα έγγραφα τους και σε οποιοδήποτε άλλο επίσημο έγγραφο καταγράφεται ότι ήταν κάτοικοι της περιοχής και τους απαγορεύεται η είσοδος στην Ελλάδα μέχρι και σήμερα, ως αποτέλεσμα των αποτρόπαιων πράξεων τους και της συνεργασίας τους με τις κατοχικές δυνάμεις του Άξονα.[34]