Τσαρλς Έιβισον | |
---|---|
Γέννηση | Φεβρουάριος 1709 (περίπου) Νιούκασλ[1][2] |
Θάνατος | 10 Μαΐου 1770[3][4][5] Νιούκασλ |
Αιτία θανάτου | υποθερμία |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας |
Ιδιότητα | συνθέτης και κριτικός μουσικής |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τσαρλς Έιβισον [i] (αγγλικά: Charles Avison, προφ. '|eɪ|v|ɨ|s|ən, βάπτιση Νιούκαστλ, 16 Φεβρουαρίου 1709 – 10 Μαΐου 1770), ήταν Άγγλος συνθέτης, οργανίστας και συγγραφέας, εξέχουσα μορφή [6] της αγγλικής μουσικής του 18ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την παιδική ηλικία του Έιβισον. Οι γονείς του, Ρίτσαρντ και Άννα ήσαν και οι δύο μουσικοί, και είχαν άλλα οκτώ παιδιά. Ο πατέρας του ήταν μέλος ενός μουσικού συνόλου (μπάντας), και είχε άδεια για να διδάσκει μουσική στον ελεύθερο χρόνο του. Πληρωνόταν με το πολύ μικρό μισθό των £4 (στερλινών) ετησίως (συν μία στολή - αξίας £5, όταν υπήρχαν χρήματα!), έσοδα τα οποία προφανώς συμπληρώνονταν με τη διδασκαλία. Η σύζυγός του ήταν ερμηνεύτρια εκκλησιαστικού οργάνου.
Ο Τσαρλς βαπτίστηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1709, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Νιούκαστλ. Πήρε τη μόνη του εκπαίδευση, σε ένα από τα δύο σχολεία φιλανθρωπίας που εξυπηρετούσαν την ενορία του Αγίου Ιωάννη. Όπως φαίνεται από το πρώτο δημοσιευμένο έργο του (Έξι σονάτες για δύο βιολιά και κοντίνουο) που, ήταν αφιερωμένο στον Ρ. Τζένισον (Ralph Jenison (1696-1758)) ο τελευταίος είχε κάποιες διασυνδέσεις με τον συνθέτη. Ο Τζένισον, ένας πάτρονας των τεχνών, ήταν από παλιά οικογένεια του Νιούκαστλ και εξελέγη μέλος του Κοινοβουλίου στο Νορθάμπερλαντ μεταξύ 1734-1741. Οι πρώτες σοβαρές μουσικές σπουδές του, έγιναν υπό τον συνταγματάρχη Τ. Μπλέιθγουεϊτ (John Blaithwaite) ο οποίος ήταν ένας συνταξιούχος διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου με τον Τζένισον, ο Έιβισον πρέπει να πήγε στο Λονδίνο, καθώς σύμφωνα με τον μουσικό ιστορικό Τσαρλς Μπέρνεϊ (Charles Burney), σπούδασε μουσική εκεί με τον φημισμένο Ιταλό συνθέτη Φραντσέσκο Τζεμινιάνι.[7] Στην αγγλική πρωτεύουσα καταγράφεται και το πρώτο επίσημο κοντσέρτο του συνθέτη, στις 20 μαρτίου 1734.
Ωστόσο, οι δεσμοί με τη γενέτειρά του παρέμειναν ισχυρές, και στις 13 Οκτωβρίου 1735, δέχτηκε τη θέση του οργανίστα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, όπου είχε βαπτιστεί. Λίγο αργότερα θα πάρει το ίδιο πόστο στη γειτονική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, με μισθό 20 στερλινών ετησίως.[7] Δίδαξε επίσης άρπα, βιολί και φλάουτο,[6] ενώ παρά τις πολυάριθμες προσφορές που τού έγιναν αργότερα, για αναγνωρισμένου κύρους θέσεις (Δουβλίνο, Εδιμβούργο, Λονδίνο), δεν έφυγε ποτέ ξανά από τη γενέτειρά του. Οι διδακτικές πρακτικές του διαφαίνονται στην εξής αναφορά:
«...Ο κ. Έιβισον παρακαλεί θερμά τους φίλους του ότι Δευτέρα και Παρασκευή αφιερώνονται στη διδασκαλία του στο Νιούκαστλ. Προτείνει να παρακολουθήσουν τα μαθήματα νεαρές κυρίες στο τσέμπαλο μεταξύ των ωρών 9 και 1 πριν το μεσημέρι. Και μεταξύ 2-6 το βράδυ θα διδάσκει βιολί και γερμανικό φλάουτο. Τα δίδακτρα είναι μισή γκινέα ανά μήνα (ή οκτώ μαθήματα) και μία γκινέα εγγραφή...» [7]
Στις 15 Ιανουαρίου 1737 ο Έιβισον νυμφεύθηκε την Κ. Ρέινολντς (Catherine Reynolds). Απέκτησαν εννέα παιδιά, αλλά μόνο τα τρία επιβίωσαν: η Τζέιν (Jane) (1744-1773), ο Έντουαρντ (Edward) (1747-1776), και ο Τσαρλς (Charles) (1751-1795). Οι δύο τελευταίοι, αργότερα θα υπηρετήσουν ως οργανίστες στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ενώ ο Τσαρλς δημοσίευσε και ένα βιβλίο με ύμνους. Τον Ιούλιο του 1738 ο Έιβισον έγινε μουσικός διευθυντής της Μουσικής Εταιρείας του Νιούκαστλ (Newcastle Musical Society). Επίσης συνεργάστηκε με τον Τζον Γκαρθ (John Garth) σε συναυλίες στο Ντάραμ, και τον βοήθησε να εκδώσει στην αγγλική γλώσσα τους Ψαλμούς του Μπενεντέτο Μαρτσέλο (1757).[6]
Άρχισε να αποκτά φήμη μετά τη δημοσίευση του έργου του Δοκίμιο για τη μουσική έκφραση (Essay of Musical Expression), που εκδόθηκε το 1752 και, θεωρείται από τα πρώτα έργα μουσικής κριτικής που δημοσιεύθηκαν στην αγγλική γλώσσα. Εκεί, γίνεται μνεία στις μεθόδους εκτελέσεως μουσικών έργων που επικρατούσαν κατά τον 18ο αιώνα και εκθειάζει το έργο των Μαρτσέλο και Τζεμινιάνι. Το έργο επανεκδόθηκε στα 1753, 1775 και προκάλεσε πολλές συζητήσεις, κυρίως λόγω της «επιφυλακτικής» κριτικής απέναντι στο έργο του Χαίντελ. Ο Ουίλιαμ Χέιζ, καθηγητής μουσικής στην Οξφόρδη και φανατικός «χεντελιανός», δημοσίευσε το 1753 ένα ανώνυμο λιβελλογράφημα, εναντίον των απόψεων του Έιβισον, και εκείνος του απάντησε με νέα, βελτιωμένη έκδοση του έργου.[6] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Έιβισον είναι γνωστός στους μουσικούς κύκλους, περισσότερο από το συγκεκριμένο δοκίμιο, παρά από τα καθαρά μουσικά έργα του.
Ο Έιβισον υπήρξε από τα αγαπημένα θέματα του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (Robert Browning), στο έργο του Διάλογοι με συγκεκριμένους σημαντικούς ανθρώπους στην καθημερινότητά τους (Parleyings with Certain People of Importance in their Day), όπου αναφέρει: «Ακούστε Έιβισον Προσφέρει στοιχεία / Μια μουσική στην εποχή του που απορροφάται / Καρδιά και ψυχή, τότε, όπως η μουσική του Βάγκνερ τώρα!».
Ο Έιβισον πέθανε στις 10 Μαΐου του 1770, παγιδευμένος σε μια ασυνήθιστη χιονοθύελλα που έπληξε την περιοχή μεταξύ 2 και 4 του μηνός[8] και ενταφιάστηκε στην εκκλησία του Αγ. Ανδρέα του Νιούκαστλ.[9]
Δεν είναι πολλά τα έργα που έχει συνθέσει ο Έιβισον, αλλά αρκετά σημαντικά για να χαρακτηριστεί ως ο κυριότερος συνθέτης κοντσέρτων της Αγγλίας του 18ου αιώνα.[10] Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
Ο Έιβισον, ως συνθέτης του ύστερου μπαρόκ, συνέχισε την παράδοση στο ιταλικό ύφος, το οποίο ο Τζεμινιάνι είχε καταστήσει τόσο δημοφιλές στο Λονδίνο. Στα κοντσέρτι γκρόσι του, ιδίως, μετέφερε την τεχνική του Τζεμινιάνι, της μοντελοποίησης ορχηστρικών κονσέρτων με βάση τη σονάτα, όπως έκαναν οι μεγάλοι συνθέτες της εποχής. Οι σονάτες για πιάνο ακολουθούν το ύφος του Ραμώ. Στο έργο του Δοκίμιο για τη Μουσική Έκφραση τόλμησε να κρτικάρει τον Χαίντελ, τον οποίο θαύμαζε ολόκληρη η Αγγλία εκείνη την εποχή.
Από το 1994, το Σύνολο Έιβισον (Avison Ensemble) του Νιούκαστλ, δίνει συναυλίες έργων του συνθέτη, με όργανα εποχής.
i. ^ Στην ελληνική γλώσσα το όνομα του συνθέτη αποδίδεται λανθασμένα ως Άβισον