Τσουμέμπ | ||
---|---|---|
| ||
19°15′0″S 17°43′0″E | ||
Χώρα | Ναμίμπια | |
Διοικητική υπαγωγή | Οσικότο | |
Ίδρυση | 1905 | |
Έκταση | 18 km² | |
Υψόμετρο | 1.310 μέτρα | |
Ταχ. κωδ. | 2125 | |
Τηλ. κωδ. | 67 | |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Το Τσουμέμπ (Tsumeb) είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη στην περιοχή Οσικότο στη βόρεια Ναμίμπια, αποτελώντας την «πύλη προς τη βόρεια» της χώρας. Είναι η πλησιέστερη πόλη στο Εθνικό Πάρκο Ετόσα και έχει πληθυσμό 14.113 κατοίκων. Ήταν η περιφερειακή πρωτεύουσα του Οσικότο (ή Otjikoto) μέχρι το 2008, οπότε και επιλέχτηκε η Ομουθίγια ως νέα πρωτεύουσα. Η περιοχή της πόλης Τσουμέμπ αποτελεί αυτόνομη εκλογική περιφέρεια. Είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα διάσημη για το ομώνυμο πολυμεταλλικό κοίτασμα που υπήρχε στην περιοχή.
Το όνομα της πόλης δεν έχει διευκρινιστεί ως προς την ετυμολογία του. Δεν προέρχεται από ευρωπαϊκή γλώσσα, αλλά πιθανότατα από τη λέξη Νάμα της γλώσσας Χέχε (Khoekhoe), που αποδίδεται ως "η περιοχή του βατράχου" ή "η περιοχή με τα βρύα", πιθανότατα λόγω του πράσινου λόφου από μαλαχίτη που δέσποζε στην περιοχή, πριν καταστραφεί από τις εργασίες εξόρυξης. Κατά άλλη εκδοχή (της υπεύθυνης για το Μουσείο Τσουμέμπ Ι. Σατς) η λέξη προέρχεται από τη βουσμανική ρίζα "tsombtsou" που σημαίνει «ανοίγω μια τρύπα που κλείνει πάλι».[1]
Η περιοχή του Τσουμέμπ είναι σημαντική για το τεράστιο κοίτασμα που οδήγησε στην ίδρυση της πόλης. Η προέλευση του κοιτάσματος αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων. Το κοίτασμα έχει, σε γενικές γραμμές, τη μορφή ενός σωλήνα, ο οποίος έχει διεισδύσει στους Προκάμβριους ασβεστολιθικούς - δολομιτικούς σχηματισμούς. Οι αρχικά συμπαγείς αυτοί σχηματισμοί υπέστησαν ορογενετικές κινήσεις, οι οποίες οδήγησαν στο σχηματισμό της οροσειράς Οτάβι (Otavi). Τα πετρώματα υπέστησαν στη συνέχεια καρστικοποίηση, διαδικασία που δημιούργησε τεράστια υπόγεια σπήλαια, σε ορισμένες περιπτώσεις από θερμές πηγές. Δημιουργήθηκε έτσι ένα σωληνόμορφο σπήλαιο, το οποίο πληρώθηκε με θραύσματα από το περιβάλλον δολομιτικό πέτρωμα. Το σωληνοειδές αυτό σπήλαιο προχώρησε προς την επιφάνεια, μέχρις ότου η οροφή του κατέρρευσε σχηματίζοντας ένα άνοιγμα, από το οποίο εισέδυσαν τα θαλάσσια ιζήματα. Αυτά είναι που σε ύστερες εποχές σχημάτισαν τους αστριούχους ψαμμίτες που βρίσκονται στην περιοχή. Η διαδικασία αυτή υπολογίζεται ότι έλαβε χώρα περίπου 650 εκ. χρόνια πριν. Τα ιζήματα μετακινήθηκαν ακόμη περισσότερο προς τα κάτω μέσω της δράσης των θερμών πηγών. Κατά το τελευταίο ορογενετικό στάδιο, περίπου 550 εκ. χρόνια πριν, τα νερά των θερμών πηγών ήσαν μεταλλικά, με αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό των πετρωμάτων του σπηλαίου σε μεταλλεύματα, καθώς τα υδροθερμικά διαλύματα αντιδρούσαν με τα ασβεστολιθικά πετρώματα των τοιχωμάτων του.
Κατά την τριτογενή και τεταρτογενή περίοδο (περίπου 3 εκ. μέχρι 10.000 χρόνια πριν) και ενώ το κλίμα είχε γίνει πολύ περισσότερο υγρό, παρατηρήθηκαν νέες καρστικές δραστηριότητες. Κατ' αυτή την περίοδο τα υπόγεια ύδατα, καθώς μετακινούνταν προς τα κάτω, οξείδωσαν και διέλυσαν τα πρωτογενή μεταλλεύματα.[2]
Η μεταλλογένεση και οι εξαλλοιώσεις του πρωτογενούς κοιτάσματος προσομοιάζουν με αυτές της περιοχής του Μισισιπή. Η δομή του χαρακτηρίζεται από την κατανομή της μεταλλογένεσης, τις δολομιτικές λατύπες, τους αστριούχους ψαμμίτες, τις εξαλλοιώσεις των περιβαλλόντων πετρωμάτων και την ύπαρξη διακλάσεων (ρωγμών στα πετρώματα). Οι ψαμμίτες κατανέμονται σε όλο το μήκος της σωληνοειδούς δομής του κοιτάσματος, ενώ το μέγιστο βάθος του φθάνει τα 1740 μέτρα.
Στο κοίτασμα περιέχεται μια μεγάλη ποικιλία ορυκτών του μολύβδου, χαλκού, ψευδαργύρου, αργύρου, αρσενικού, αντιμονίου, καδμίου, κοβαλτίου, σιδήρου, βολφραμίου, υδραργύρου, νικελίου, κασσιτέρου, μολυβδαινίου, βαναδίου, γαλλίου και γερμανίου. Ιδιαίτερα τα ορυκτά του γερμανίου που ανευρέθησαν στο κοίτασμα είναι μοναδικά στον κόσμο.
Έχουν καταμετρηθεί στο κοίτασμα 279 ορυκτά , από τα οποία 61 είναι χαρακτηριστικά για την περιοχή (type locality).[3] Τα ορυκτά αυτά κατανέμονται σε τέσσερις ζώνες: Την περιφερειακή (κυρίως ορυκτά μολύβδου και ψευδαργύρου), την κύρια ζώνη, τη ζώνη των παρενεσπαρμένων (desseminated) και τη ζώνη των δευτερευόντων ορυκτών.
Δεν είναι γνωστό πότε άρχισε η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Τσουμέμπ. Οι Βουσμάνοι που ζούσαν στην περιοχή της λίμνης Οττζικότο είναι γνωστό πως θαύμαζαν τον "πράσινο λόφο" (από μαλαχίτη) που δέσποζε στην περιοχή, ενώ οι Οβάμπος (τοπική φυλή) τον εμπορεύονταν ενώ παράλληλα παρασκεύαζαν από αυτόν χαλκό.
Το 19ο αιώνα ο Άγγλος εξερευνητής Σερ Φράνσις Γκάλτον (Sir Francis Galton) σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι τόσο οι Βουσμάνοι όσο και οι Οβάμπος μετέφεραν χαλκό κοντά στη λίμνη. Δυο Αμερικανοί ερευνητές μερικά χρόνια αργότερα πρόσεξαν επίσης το κοίτασμα μαλαχίτη και έστειλαν δείγματά του προς εξέταση στο Κέιπ Τάουν. Αντιμετώπισαν, όμως, την εχθρικότητα των Οβάμπος, οι οποίοι περιφρουρούσαν την πηγή πλούτου τους και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Η παρουσία του πράσινου λόφου άρχισε να γίνεται σχετικά γνωστή, ωστόσο το κυρίως κοίτασμα παρέμενε άγνωστο.
Το 1893 ο Μάθιου Ρότζερς (Matthew Rogers) επισκέφτηκε την περιοχή και έμεινε ένα περίπου χρόνο. Αυτός ήταν ο πρώτος που πρόσεξε τις δυνατότητες του κοιτάσματος, διανοίγοντας δύο φρέατα βάθους 20 περίπου μέτρων το καθένα και σημειώνοντας ότι τα δείγματα που έλαβε ήταν τα καλύτερα που είχε δει ποτέ, καθώς περιείχαν 10% χαλκό, 43% μόλυβδο και ποσότητες αργύρου και χρυσού. Αυτές οι παρατηρήσεις προκάλεσαν την αποστολή ερευνητικής ομάδας από την Εταιρεία της Νοτιοδυτικής Αφρικής και, ως συνέπεια των ερευνών της, δημιουργήθηκε νέα εταιρεία για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος με την επωνυμία "Otavi Minen-und Eisenbahn-Gesellshaft (OMEG)" και ημερομηνία ίδρυσης 6 Απριλίου 1900. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η νέα εταιρεία έστειλε τη δική της ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τον Κρίστοφερ Τζέιμς (Christopher James) και με βάση τα πορίσματά του η OMEG αύξησε το μετοχικό κεφάλαιό της και πήρε τα μεταλλευτικά δικαιώματα γύρω από τα βουνά Οτάβι, περιοχή στην οποία συμπεριλαμβανόταν το Τσουμέμπ.[4] Συμφώνησε επίσης στην κατασκευή σιδηροδρόμου. Μέχρι το 1905 είχαν γίνει οι απαιτούμενες προπαρασκευαστικές εργασίες για την εξόρυξη και είχε δημιουργηθεί το χωριό Τσουμέμπ, ενώ το 1906 ολοκληρώθηκε η κατασκευή σιδηροδρόμου που συνέδεε την περιοχή με την ακτή του κόλπου Ουάλβις. Η OMEG αργότερα μεταβιβάστηκε στην "Tsumeb Corporation", η οποία διατήρησε το ορυχείο σε λειτουργία μέχρι το 1996, οπότε και τα μεταλλεύματα σχεδόν εξαντλήθηκαν. Η ποιότητα των μεταλλευμάτων ήταν τέτοια που το μεγαλύτερο ποσοστό τους οδηγούνταν απευθείας στις εγκαταστάσεις εκκαμίνευσης χωρίς να χρειαστεί να περάσει από τις εγκαταστάσεις εμπλουτισμού. Κατά το χρονικό διάστημα 1905 - 1996 υπολογίζεται ότι από το ορυχείο εξορύχθηκαν 30 εκατ. τόνοι μεταλλευμάτων, από τους οποίους προέκυψαν 1,7 εκ. τόνοι χαλκού, 2,8 εκ. τόνοι μολύβδου, 0,9 εκ. τόνοι ψευδαργύρου και 80 τόνοι γερμανίου.[5]
Όταν οι μεταλλευτικές εργασίες σταμάτησαν, οι κεντρικές στοές γεμίστηκαν με νερό (προς διάλυση τυχόν υπολειμμάτων) το οποίο απαντλήθηκε και μεταφέρθηκε μέχρι το Βίντχουκ, πρωτεύουσα της χώρας, ενώ τα υπολείμματα του ορυχείου είναι ακόμη αντικείμενο εκμετάλλευσης από την τοπική εταιρεία "Ongopolo Mining" (κυρίως για τα μεταλλεύματα των άνω ζωνών, καθώς οι κάτω δεν πιστεύεται ότι θα επαναλειτουργήσουν ποτέ). Η εταιρεία, επίσης, πωλεί δείγματα ορυκτών, τα οποία είναι περιζήτητα από συλλέκτες για την πραγματικά σπάνια ομορφιά τους.
Οι σύνδεσμοι που ακολουθούν είναι κυρίως εταιρειών που εμπορεύονται δείγματα από το Τσουμέμπ. Αξίζει όμως να τις επισκεφθεί κανείς λόγω των ιδιαίτερα ελκυστικών δειγμάτων που παρουσιάζουν σε φωτογραφίες