Τόμας Κόουλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Thomas Cole (Αγγλικά) |
Γέννηση | 1 Φεβρουαρίου 1801[1][2][3] Μπόλτον[4][5] ή Bolton le Moors[6] |
Θάνατος | 11 Φεβρουαρίου 1848[1][3][7] Νέα Υόρκη ή Catskill[6][4][5] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[8][9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[10][11] εικονογράφος[12][13] |
Αξιοσημείωτο έργο | The Oxbow The Voyage of Life The Subsiding of the Waters of the Deluge Η Πορεία της Αυτοκρατορίας |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Sarah Cole[14] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τόμας Κόουλ (αγγλικά: Thomas Cole, 1 Φεβρουαρίου 1801 - 11 Φεβρουαρίου 1848) ήταν Αμερικανός ζωγράφος αγγλικής καταγωγής, γνωστός για τα έργα του με θεματολογία ιστορικών παραστάσεων και φυσικών τοπίων. Θεωρείται ο ιδρυτής της "Σχολής του ποταμού Χάντσον", η οποία ήταν αμερικανικό καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο αναπτύχθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, και ένας από τους χαρακτηριστικούς καλλιτέχνες της τοπιογραφίας του 19ου αιώνα. Η ρομαντική απεικόνιση των ερήμων στην αμερικανική ήπειρο είναι χαρακτηριστικό του Κόουλ.[15]
Γεννήθηκε στο Μπόλτον λε Μουρς (Bolton le Moors) του Λανκασιρ στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1801, και μετακόμισε μαζί με την οικογένεια του στο Οχάιο των ΗΠΑ το 1818. Στην ηλικία των 22 ετών ο Κόουλ μετακόμισε στην Φιλαδέλφεια. Ασχολήθηκε αρχικά ως χαράκτης, ενώ ως προς την ζωγραφική υπήρξε κυρίως αυτοδίδακτος μελετώντας βιβλία και τα έργα άλλων καλλιτεχνών. Το 1822 ξεκίνησε να εργάζεται δημιουργώντας πορτραίτα, και σταδιακά μετατόπισε το ενδιαφέρον του στα φυσικά τοπία.[16]Το 1825 μετακόμισε ξανά, στην Νέα Υόρκη μαζί με την οικογένεια του,[17] και από το 1827 εργάζονταν στο δικό του στούντιο ζωγραφικής στα περίχωρα της πόλης.
Κατά την παραμονή του στην Νέα Υόρκη, κατάφερε να πουλήσει 5 πίνακες και να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την πραγματοποίηση ταξιδιού στην κοιλάδα του Χάντσον, όπου ασχολήθηκε με την απεικόνιση των φυσικών χαρακτηριστικών και ιστορικών κτισμάτων της περιοχής.[18] Κατά την επιστροφή στην Νέα Υόρκη, συμμετείχε σε έκθεση ζωγραφικής με τα νέα έργα του, έκανε νέες πωλήσεις πινάκων, και κάποιοι από αυτούς κατέληξαν στην ετήσια έκθεση της Αμερικανικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών το 1826. Η εξέλιξη αυτή και τα έργα του Κόουλ προξένησε το ενδιαφέρον άλλων γνωστών ζωγράφων και φίλων της τέχνης, όπως οι Τζον Τρέμπουλ, Άσερ Μπράουν Ντουράντ, και Ουίλλιαμ Ντάνλαπ. Ένα από τα έργα του Κόουλ σχετικά με την απεικόνιση του οχυρού Τικοντερόγκα (View of Fort Ticonderoga from Gelyna) έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον Τρέμπουλ ο οποίος αγόρασε το έργο, και κατόπιν σύστησε τον Κόουλ σε πολλούς από τους πλούσιους πατρόνες με τους οποίους ήταν διασυνδεδεμένος. Το 1836 παντρεύτηκε τη Μαρία Μπάρτοου από το Κάτσκιλ της Νέας Υόρκης και απέκτησε 5 παιδιά.[19]
In 1842, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης για να μελετήσει την ευρωπαϊκή ζωγραφική και για την απεικόνιση τοπίων. Ιδιαίτερη εντύπωση στον Κόουλ έκανε η Αίτνα για την οποία δημιούργησε διάφορα σχέδια και τουλάχιστον 6 έργα ζωγραφικής.[20]
Πέθανε το 1848 σε ηλικία 47 ετών. Μια από τις κορυφές του βουνού της περιοχής όπου έμενε ονομάστηκε όρος Τόμας Κόουλ προς τιμή του.[21] Το σπίτι όπου ζούσε ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο των ΗΠΑ το 1999 και είναι ανοικτό προς το κοινό.[22]
Ο Κόουλ ήταν κυρίως ζωγράφος φυσικών τοπίων, αλλά δημιούργησε και αλληγορικά έργα. Το πλέον διάσημο από αυτά είναι η Η πορεία της αυτοκρατορίας, μια συλλογή 5 πινάκων στους οποίους απεικονίζεται το ίδιο φυσικό τοπίο κατά την διάρκεια διαφορετικών περιόδων, από την αρχέγονη και πλούσια σε φυσική βλάστηση, έως αυτή της παρακμής της αυτοκρατορίας και των ερημωμένων κτηρίων.
Επίσης διάσημο έργο του είναι επίσης και Το ταξίδι της ζωής, μια συλλογή 4 πινάκων όπου ο άνθρωπος εμφανίζεται ως ταξιδιώτης σε μια βάρκα σε διαφορετικά στάδια της ζωής του, από βρέφος έως ηλικιωμένος.
Άλλα διάσημα έργα του είναι το Oxbow (1836), το Notch of the White Mountains, το Daniel Boone at His cabin at the Great Osage Lake, και το Lake with Dead Trees (1825).[23] Ζωγράφισε επίσης και το The Garden of Eden (1828) με τις παραστάσεις του Αδάμ και της Εύας και του φυσικού τοπίου με τους καταρράκτες τα ζώα και τα φυτά να διαθέτουν πλούσιες λεπτομέρειες. Το 2014, ανακαλύφθηκαν αναπαραστάσεις που είχε ζωγραφίσει ο Κόουλ στο σπίτι του και είχαν μετέπειτα επικαλυφθεί.[24]