Τόρμπερν Μπέργκμαν

Τόρμπερν Μπέργκμαν
Γέννηση20  Μαρτίου 1735 (unspecified calendar, assumed Gregorian)[1][2][3]
Låstads församling[4]
Θάνατος8  Ιουλίου 1784 (unspecified calendar, assumed Gregorian)[5][6][4]
Västra Ny församling[4]
Αιτία θανάτουεγκεφαλικό επεισόδιο
ΥπηκοότηταΣουηδία
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Ουψάλα και Katedralskolan
ΒραβεύσειςΕταίρος της Βασιλικής Εταιρίας και Knight of the Order of Vasa (1772)
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ερευνητικός τομέαςαναλυτική χημεία
Ιδιότηταχημικός, διδάσκων πανεπιστημίου, εντομολόγος και ορυκτολόγος
Διδακτορικός καθηγητήςBengt Ferner
Ακαδημαϊκός τίτλοςκαθηγητής πανεπιστημίου
Φοιτητές τουΚαρλ Βίλχελμ Σέλε και Johan Afzelius

Ο Τόρμπερν Όλαφ Μπέργκμαν (Torbern Olof Bergman, Καταρίνμπεργκ 20 Μαρτίου 1735 – Μεντέβι 8 Ιουλίου 1784)[7][8] ήταν Σουηδός χημικός, ορυκτολόγος και νατουραλιστής, ιδιαίτερα γνωστός για το έργο του Disquisitio de Attractionibus Electivis, στο οποίο περιλαμβάνονται οι μεγαλύτεροι πίνακες χημικής συγγένειας που δημοσιεύθηκαν ποτέ. Eίναι, επίσης, ο πρώτος χημικός που χρησιμοποίησε το σύστημα σημειογραφίας A, B, C, κλπ για τα χημικά είδη.

Πρώιμος βίος και εκπαίδευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γονείς του Μπέργκμαν ήταν ο Μπάρτολντ Μπέργκμαν (Barthold Bergman) και η Σάρα Χέγκ (Sara Hägg). Σε ηλικία 17 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Ο πατέρας του επιθυμούσε να γίνει νομικός ή θεολόγος, όμως ο ίδιος ήθελε να ασχοληθεί με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Στην προσπάθεια του να καλύψει τις προσωπικές του επιθυμίες αλλά και να ευχαριστήσει τον πατέρα του, έπαθε υπερκόπωση που είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του. Για ένα χρονικό διάστημα του επεβλήθη αποχή από τις σπουδές και εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με την βοτανική και την εντομολογία. Μάλιστα έστειλε στον Λινναίο δείγματα από αρκετά νέα είδη εντόμων και στα 1756 κατάφερε να αποδείξει πως, εν αντιθέσει με τη θέση του μεγάλου νατουραλιστή, ο αποκαλούμενος Coccus aquaticus δεν ήταν παρά το αυγό ενός είδους βδέλλας. Το 1758 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο και την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε το Ph.D. του. Το 1771 νυμφεύτηκε την Μαργκαρέτα Καταρίνα Τραστ (Margareta Catharina Trast).

Ο Μπέργκμαν δίδαξε φυσική και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο. Μετά από την παραίτηση του μεγάλου Γιόχαν Βαλέριους (Johan Gottschalk Wallerius), ο Μπέργκμαν ήταν υποψήφιος για την έδρα της χημείας και ορυκτολογίας. Οι ανταγωνιστές του τον κατηγόρησαν πως είχε άγνοια επί του θέματος και καθόλου δημοσιεύσεις πάνω σε αυτό. Προκειμένου να αντικρούσει τις επιθέσεις αυτές, εργάστηκε εντατικά προκειμένου να δημιουργήσει την πραγματεία του με θέμα την παρασκευή στυπτηρίας αργιλίου. Το έργο του αυτό εξελίχθηκε σε πρότυπο στον τομέα του. Ο ίδιος έγινε τελικά καθηγητής χημείας το 1767[7] και διατήρησε αυτή την θέση για το υπόλοιπο της ζωής του.

Συνεισέφερε επίσης στην πρόοδο του κλάδου της ποσοτικής ανάλυσης για την Χημεία[7][8] και ανέπτυξε μοντέλο ταξινόμησης των ορυκτών με βάση τα χημικά χαρακτηριστικά και την εμφάνισή τους. Είναι δε γνωστός για την έρευνά του πάνω στην χημεία των μετάλλων, ιδίως του βισμουθίου και του νικελίου

Το 1764 έγινε μέλος της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών και τον Απρίλιο του επόμενου έτους εξελέγη Εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας.[9]

Το 1771, τέσσερα χρόνια μετά από την πρώτη στα χρονικά παρασκευή ανθρακούχου νερού, ο Μπέργκμαν εφηύρε διαδικασία παρασκευής με χρήση θειικού οξέος.

Ονομάστηκαν προς τιμήν του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπλέον ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Mostrom, Birgitta. (1957). Torbern Bergman: a bibliography of his works. Stockholm: Almqvist & Wiksell. Includes over 300 items, including translations printed up to 1956.
  • Schufle, J.A. (1985). Torbern Bergman : a man before his time. Lawrence, Kan.: Coronado Press.
  • Smeaton, W.A. (1970). «Bergman, Torbern Olaf». Dictionary of Scientific Biography. 2. New York: Charles Scribner's Sons. ISBN 0-684-10114-9. 
  • Johannes Uray, Chemische Theorie und mineralogische Klassifikationssysteme von der chemischen Revolution bis zur Mitte des 19. Jahrhunderts. In: Berhard Hubmann, Elmar Schübl, Johannes Seidl (eds.), Die Anfänge geologischer Forschung in Österreich. Beiträge zur Tagung „10 Jahre Arbeitsgruppe Geschichte der Erdwissenschaften Österreichs“ von 24. bis 26. April 2009 in Graz. Graz 2010, S 107-125.