Το υδρόφωνο (hydrophone) είναι ένας ηλεκτροακουστικός μορφοτροπέας (electroacoustic transducer), ο οποίος χρησιμοποιείται για τη λήψη ηχητικών κυμάτων (πίεσης) μέσα στο νερό. Τα υδρόφωνα αποτελούν το συνηθέστερο τύπο αισθητήρα που χρησιμοποιείται σε υποβρύχιες εφαρμογές. Η λειτουργία των περισσοτέρων τύπων υδροφώνων βασίζεται κυρίως στο πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο.
Τα υδρόφωνα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τα συνοδά πλοία των νηοπομπών. Ο σκοπός ήταν ο έγκαιρος εντοπισμός των γερμανικών υποβρυχίων.
Η κατευθυντικότητα μπορεί να επιτευχθεί με μία από τις ακόλουθες τεχνικές:
Ο εστιασμένος μορφοτροπέας διαθέτει κάποιο δισκοειδή ή κωνικό ανακλαστήρα για την εστίαση των λαμβανόμενων ηχητικών κυμάτων.
Τοποθετώντας πολλά υδρόφωνα σε κατάλληλη διάταξη προκύπτουν συστοιχίες υδροφώνων με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά κατευθυντικότητας. Ο κύριος λοβός μίας συστοιχίας υδροφώνων μπορεί να στρέφεται κάθε φορά προς την επιθυμητή κατεύθυνση, με ηλεκτρονικό τρόπο. Μία συνήθης διάταξη υδροφώνων είναι η γραμμική (line array)[εκκρεμεί παραπομπή], αλλά υπάρχουν επίσης συστοιχίες δύο και τριών διαστάσεων.
Οι συστοιχίες υδροφώνων του αμερικανικού συστήματος SOSUS χρησιμοποιήθηκαν από τη δεκαετία του 1950 και καθ' όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των κινήσεων των Σοβιετικών υποβρυχίων, κατά μήκος της γραμμής Γροιλανδίας - Ισλανδίας - Μ. Βρετανίας (GIUK).[1]
Σάγος Γεώργιος, "Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην τεχνολογία Sonar", Μέρος ΙΙ [1], Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019, ISBN 978-960-491-133-2
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Φυσική χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |