Η υπαρχία ή επαρχότητα του πραιτωρίου της Αφρικής (λατινικά: praefectura praetorio Africae) ήταν διοικητική διαίρεση της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αφρική. Με έδρα την Καρχηδόνα, ιδρύθηκε μετά την ανακατάληψη της βορειοδυτικής Αφρικής (από τους Βανδάλους που την είχαν καταλάβει) το 533–534 από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α'. Συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 591, όταν αντικαταστάθηκε από την Εξαρχάτο της Αφρικής.
Το 533, ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον Βελισάριο νίκησε και κατέστρεψε το βασίλειο των Βανδάλων, που υπήρχε στα πρώην ρωμαϊκά εδάφη της Βόρειας Αφρικής. Αμέσως μετά τη νίκη, τον Απρίλιο του 534, ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ δημοσίευσε νόμο σχετικά με τη διοικητική οργάνωση των ανακτηθέντων εδαφών. Οι παλαιές επαρχίες της Ρωμαϊκής διοίκησης της Αφρικής είχαν διατηρηθεί ως επί το πλείστον από τους Βάνδαλους, αλλά μεγάλα τμήματα, συμπεριλαμβανομένης σχεδόν όλης της Mauretania Tingitana, μεγάλο μέρος της Mauretania Caesariensis και Mauretania Sitifensis και μεγάλα τμήματα του εσωτερικού της Nουμιδίας και της Bυζακηνής, είχαν χαθεί σε οι εισβολές των Βερβερικών φυλών, που ονομάζονται συλλογικά Mauri (Μαυριτανοί). Ωστόσο, ο Ιουστινιανός Α΄ αποκατέστησε την παλαιά διοικητική διαίρεση, αλλά ανέδειξε τον γενικό κυβερνήτη στην Καρχηδόνα στην ανώτατη διοικητική βαθμίδα του πραιτοριανού έπαρχου, τερματίζοντας έτσι την παραδοσιακή υπαγωγή της διοίκηση της Αφρικής στην υπαρχία της Ιταλίας (τότε ακόμη υπό την κυριαρχία του Οστρογοτθικού βασιλείου). Επτά επαρχίες –τέσσερις υπό υπατικούς (consularis), τρεις υπό προέδρους (praeses)– ορίστηκαν:
Από την προαναφερθείσα πόλη, με τη βοήθεια του Θεού, θα ελέγχονται επτά επαρχίες με τους δικαστές τους, από τις οποίες η Τίγκη, η Καρχηδόνα, το Βυζάκιο και η Τρίπολη, που παλαιότερα υπάγονταν στη δικαιοδοσία του υπάτου θα έχουν υπάτους ως κυβερνήτες· ενώ οι άλλες, δηλαδή η Νουμιδία, η Μαυριτανία και η Σαρδηνία, με τη βοήθεια του Θεού, θα υπόκεινται στους κυβερνήτες.
— Codex Iustinianus, I.XXVII
Θα πρέπει να υποτεθεί ότι η Τιγγιτανική Μαυριτανία, παραδοσιακά μέρος της διοίκησης Ισπανίας (τότε υπό την κυριαρχία του Βησιγοτθικού Βασιλείου), απαλείφθηκε προσωρινά ως ξεχωριστή επαρχία στη ρύθμιση του Ιουστινιανού Α΄ και συγχωνεύθηκε με τη Καισαρησία Μαυριτανία, για να σχηματίσει μια επαρχία που κυβερνιόταν από την Τίγγι (νυν Ταγγέρη), και ότι το "Mαυριτανία" αναφέρεται στη Mauretania Sitifensis. [1] Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το νησί της Σαρδηνίας ήταν μέρος της Αφρικής, και όχι της Ιταλίας.
Η πρόθεση του Ιουστινιανού Α΄ ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Τζ. Μπ. Μπιούρυ, «να εξαλείψει κάθε ίχνος της κατάκτησης των Βανδάλων, σαν να μην έγινε ποτέ». [2] Οι εκκλησίες αποκαταστάθηκαν στον Χαλκηδόνιο (Ορθόδοξο) κλήρο και οι υπόλοιποι Αρειανοί υπέστησαν διωγμούς. Ακόμη και η ιδιοκτησία γης επανήλθε στο καθεστώς πριν από τη Βανδαλική κατάκτηση, αλλά η έλλειψη έγκυρων τίτλων ιδιοκτησίας -μετά από 100 χρόνια κυριαρχίας των Βανδάλων- δημιούργησε ένα διοικητικό και δικαστικό χάος.
Επικεφαλής της στρατιωτικής διοίκησης ήταν η νέα θέση του «στρατηλάτη Αφρικής» (magister militum Africae) με έναν υφιστάμενο στρατηλάτη πεζικού (magister peditum) και τέσσερις περιφερειακές συνοριακές διοικήσεις (Μεγάλη Λέπτιδα για την Τριπολιτανία, Capsa ή Θελεπτή για τη Βυζακηνή, Κίρτα για τη Νουμιδία και Καισάρεια για τη Μαυριτανία [3]). Αυτή η οργάνωση ιδρύθηκε μόνο σταδιακά, καθώς οι Ρωμαίοι απώθησαν τους Μαυριτανούς και ανέκτησαν αυτά τα εδάφη. [4]
Όταν οι Ρωμαίοι αποβιβάστηκαν στην Αφρική, οι Μαυριτανοί διατήρησαν ουδέτερη στάση, αλλά μετά τις γρήγορες ρωμαϊκές νίκες, οι περισσότερες από τις φυλές τους υποσχέθηκαν πίστη στην Αυτοκρατορία. Οι πιο σημαντικές φυλές ήταν οι Λευάθαι στην Τριπολιτανία και οι Φρέξι στη Bυζακηνή. Οι Φρέξι και οι σύμμαχοί τους είχαν επικεφαλής τον Aντάλα, ενώ άλλες φυλές της περιοχής ακολούθησαν τον Κουτζινά. Οι Aυράσιοι (οι φυλές των βουνών Ωρές) στη Νουμιδία διοικούνταν από τον Iαύδα και οι Μαυριτανοί ηγούνταν από τον Mάστιγα και τον Mασούνα. [5]
Αφού ο Βελισάριος αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, τον διαδέχθηκε ως magister militum Africae ο δομέστικός του (ανώτερος βοηθός), ο ευνούχος Σολομών από τη Δάρα. Σχεδόν αμέσως ξεσηκώθηκαν οι φυλές των Μαυριτανών που ζούσαν στη Βυζακηνή και στη Νουμιδία και ο Σολομών ξεκίνησε με τις δυνάμεις του, που περιλάμβαναν συμμαχικές Μαυριτανικές φυλές, εναντίον τους. Η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη, που στον Σολομώντα ανατέθηκε και η πολιτική εξουσία, αντικαθιστώντας τον πρώτο έπαρχο Αρχέλαο, το φθινόπωρο του 534. Ο Σολομών μπόρεσε να νικήσει τους Μαυριτανούς της Βυζακηνής στο Μάμμα και πάλι, αποφασιστικά, στη μάχη του όρους Βουργάον στις αρχές του 535. Το καλοκαίρι εκστράτευσε εναντίον του Ιαύδα και των Αυρασίων, που λυμαίνονταν τη Νουμιδία, αλλά δεν κατάφερε να επιτύχει κανένα αποτέλεσμα. Τότε ο Σολομών ξεκίνησε να κτίζει οχυρά κατά μήκος των συνόρων και των κύριων δρόμων, ελπίζοντας να συγκρατήσει τις επιδρομές των Μαυριτανών.
Το Πάσχα όμως του 536 ξέσπασε μεγάλης κλίμακας στρατιωτική εξέγερση, που προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια των στρατιωτών για τον Σολομώντα. Ο Σολομών, μαζί με τον Προκόπιο που εργαζόταν ως γραμματέας του, κατάφερε να διαφύγει στη Σικελία, που μόλις είχε κατακτηθεί από τον Βελισάριο. Οι υποδιοικητές του Σολομώντα Μαρτίνος και Θεόδωρος έμειναν πίσω: ο πρώτος προσπάθησε να φτάσει στα στρατεύματα στη Νουμιδία και ο δεύτερος να κρατήσει την Καρχηδόνα. [6] Όταν άκουσε για την ανταρσία ο Βελισάριος, μαζί με τον Σολομώντα και 100 εκλεκτούς άνδρες, απέπλευσαν για την Αφρική. Η Καρχηδόνα πολιορκούνταν από 9.000 επαναστάτες, συμπεριλαμβανομένων πολλών Βανδάλων, υπό τον Στότζα. Ο Θεόδωρος σκεφτόταν τη συνθηκολόγηση, όταν εμφανίστηκε ο Βελισάριος. Η είδηση της άφιξης του διάσημου στρατηγού ήταν επαρκής, ώστε οι επαναστάτες να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να αποσυρθούν προς τα δυτικά. Ο Βελισάριος, αν και μπόρεσε να συγκεντρώσει μόνο 2.000 άνδρες, καταδίωξε αμέσως και πρόλαβε και νίκησε τις δυνάμεις των επαναστατών στη Μεμβρέσα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των επαναστατών μπόρεσε να φύγει και συνέχισε να βαδίζει προς τη Νουμιδία, όπου τα τοπικά στρατεύματα αποφάσισαν να ενωθούν μαζί τους. [7] Ο ίδιος ο Βελισάριος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία και ο Ιουστινιανός Α΄ διόρισε τον εξάδελφό του Γερμανό ως magister militum για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Ο Γερμανός κατάφερε να κερδίσει πολλούς από τους επαναστάτες στο πλευρό του εμφανιζόμενος συμφιλιωτικός και πληρώνοντας τους καθυστερημένους μισθούς τους (arrears). Τελικά, την άνοιξη του 537, οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στο Scalae Veteres, με αποτέλεσμα μ;iα δύσκολη νίκη για τον Γερμανό. Ο Στότζας κατέφυγε στους φυλάρχους της Μαυριτανίας και ο Γερμανός πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια για να αποκαταστήσει την πειθαρχία στον στρατό. Τελικά, ο Ιουστινιανός έκρινε ότι η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί αρκετά και το 539 ο Γερμανός αντικαταστάθηκε από τον Σολομώντα. Ο Σολομών συνέχισε το έργο του Γερμανού, αφαιρώντας από τον στρατό τα ύποπτα μέλη και ενισχύοντας το δίκτυο των οχυρώσεων. Αυτή η προσεκτική οργάνωση, του έδωσε τη δυνατότητα να χτυπήσει επιτυχώς τους Αυρασίους, εκδιώκοντάς τους από τα ορεινά οχυρά τους και να εγκαθιδρύσει σταθερά τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Νουμιδία και τη Μauretania Sitifensis. [8]
Η Αφρική γνώρισε ειρήνη και ευημερία για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την άφιξη της μεγάλης πανώλης περί το 542, κατά την οποία ο λαός της Αφρικής υπέφερε πολύ. Ταυτόχρονα, η αλαζονική συμπεριφορά ορισμένων Ρωμαίων κυβερνητών αποξένωσε τους ηγέτες των Μαυριτανών, όπως ο Αντάλας στη Βυζακηνή, και τους προκάλεσε να ξεσηκωθούν και να επιδράμουν στο ρωμαϊκό έδαφος. Έτσι, κατά τη διάρκεια μίας μάχης με τους Μαυριτανούς στο Κίλλιο της Βυζακηνής το 544, οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και ο ίδιος ο Σολομών σκοτώθηκε. [9] [10] Τον Σολομώντα διαδέχθηκε ο ανιψιός του, Σέργιος, ο οποίος ως δούκας της Τριπολιτανίας ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την εξέγερση των Μαυριτανών. Ο Σέργιος ήταν αντιδημοφιλής και περιορισμένων ικανοτήτων, ενώ οι Μαυριτανοί, μαζί με τον αποστάτη Στότζα, συγκεντρώθηκαν υπό την ηγεσία του Αντάλα. [11] Οι Μαυριτανοί, με τη βοήθεια του Στότζα, μπόρεσαν να εισέλθουν και να λεηλατήσουν την παραλιακή πόλη Hadrumetum με τέχνασμα. Ένας ιερέας ονόματι Παύλος μπόρεσε να ανακαταλάβει την πόλη με μία μικρή δύναμη, χωρίς τη βοήθεια του Σέργιου, ο οποίος αρνήθηκε να βαδίσει εναντίον των Μαυριτανών. Παρά αυτή την οπισθοδρόμηση, οι επαναστάτες περιπλανήθηκαν στις επαρχίες κατά βούληση, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός κατέφυγε στις οχυρωμένες πόλεις και στη Σικελία. [12]
Ο Ιουστινιανός έστειλε στη συνέχεια τον Αρεόβινδο, έναν άνδρα συγκλητικό και σύζυγο της ανιψιάς του Πραϊέκτας, αλλά κατά τα άλλα αδιάκριτο, με λίγους άνδρες στην Αφρική, όχι για να αντικαταστήσει τον Σέργιο, αλλά για να μοιραστεί μαζί του τη διοίκηση. Στον Σέργιο ανατέθηκε ο πόλεμος στη Νουμιδία, ενώ ο Αρεόβινδος ανέλαβε να υποτάξει τη Βυζακηνή. Ο Αρεόβινδος έστειλε δύναμη υπό τον ικανό στρατηγό Ιωάννη εναντίον του Αντάλα και του Στότζα. Επειδή ο Σέργιος δεν τους βοήθησε όπως του ζητήθηκε, οι Ρωμαίοι κατατροπώθηκαν στη Θακία, αλλά όχι πριν ο Ιωάννης τραυματίσει θανάσιμα τον Στότζα σε μονομαχία. Τα αποτελέσματα αυτής της καταστροφής ανάγκασαν τουλάχιστον τον Ιουστινιανό Α΄ να ανακαλέσει τον Σέργιο και να αποκαταστήσει την ενότητα της διοίκησης στα χέρια του Αρεόβινδου. [13] Αμέσως μετά, τον Μάρτιο του 546, ο Αρεόβινδος ανατράπηκε και δολοφονήθηκε από τον Γουνδάριχου, τον δούκα Νουμιδίας, ο οποίος είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Μαυριτανούς και σκόπευε να ορίσει τον εαυτό του ως ανεξάρτητο βασιλιά. Ο ίδιος ο Γουνδάριχος ανατράπηκε από πιστά στρατεύματα υπό τον Αρμένιο Αρταβάνη στις αρχές Μαΐου. Ο Αρταβάνης αναβιβάστηκε στο αξίωμα του στρατηλάτη Αφρικής, αλλά σύντομα ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. [14]
Ο άνθρωπος που έστειλε ο Ιουστινιανός Α΄ για να τον αντικαταστήσει, ήταν ο ταλαντούχος στρατηγός Ιωάννης Τρωγλίτης, του οποίου τα κατορθώματα υμνούνται στο επικό ποίημα «Ιωαννίς», γραμμένο από τον Φλάβιο Κρεσκόνιο Κόριππο. Ο Τρωγλίτης είχε ήδη υπηρετήσει στην Αφρική υπό τον Βελισάριο και τον Σολομώντα και είχε μία διακεκριμένη σταδιοδρομία στην Ανατολή, όπου είχε διοριστεί δούκας Μεσοποταμίας. Παρά τις αριθμητικά αδύναμες δυνάμεις του, κατάφερε να κερδίσει πολλές μαυριτανικές φυλές και στις αρχές του 547 νίκησε αποφασιστικά τον Aντάλα και τους συμμάχους του και τους έδιωξε από τη Βυζακηνή. Όπως αναφέρει ο Προκόπιος:
Και αυτός ο Ιωάννης, αμέσως μόλις έφτασε στη Λιβύη, είχε μία εμπλοκή με τον Αντάλα και τους Μαυριτανούς στο Βυζάκιο, και κατακτώντας τους στη μάχη, σκότωσε πολλούς. Και αφαίρεσε από αυτούς τους βαρβάρους όλα τα λάβαρα [των λεγεώνων] του Σολομώντα, και τα έστειλε στον Αυτοκράτορα: λάβαρα που είχαν εξασφαλίσει προηγουμένως ως λεηλασία, όταν ο Σολομών είχε αποβιώσει.
— Προκόπιος, Περί του Βανδαλικού Πολέμου Β΄, XXVIII
Λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, η φυλή των Λευαθών, στην Τριπολιτανία, ξεσηκώθηκε και προκάλεσε μία βαριά ήττα στις αυτοκρατορικές δυνάμεις στην πεδιάδα της Γαλλίκα. Οι Λευάθαι ενώθηκαν από τον Aντάλα, και οι Μαυριτανοί έκαναν ξανά επιδρομές ελεύθερα μέχρι την Καρχηδόνα. [15] Στις αρχές του επόμενου έτους, ο Ιωάννης συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και μαζί με πολλές συμμαχικές μαυριτανικές φυλές, συμπεριλαμβανομένου του πρώην επαναστάτη Κουτζινά, νίκησαν ολοσχερώς τους Μαυριτανούς στη μάχη των Πεδίων του Κάτωνος, σκοτώνοντας δεκαεπτά από τους ηγέτες τους και δίνοντας τέλος στην εξέγερση, που μάστιζε την Αφρική για σχεδόν 15 χρόνια.
Για τις επόμενες δεκαετίες, η Αφρική παρέμεινε ήρεμη, επιτρέποντάς της να ανακάμψει. Η ειρήνη μπορεί να μην είχε διαρκέσει τόσο πολύ, αν ο Tρογλίτα δεν είχε αντιληφθεί ότι η πλήρης έξωση των Mαυριτανών από το εσωτερικό των επαρχιών και η πλήρης αποκατάσταση της υπαρχίας στα αρχαία της όρια ήταν αδύνατη. Αντίθετα, επέλεξε να συμβιβάσει τον εαυτό του με τους Μαυριτανούς υποσχόμενος αυτονομία, με αντάλλαγμα να γίνουν φοιδεράτοι (foederati, υπόσπονδοι) της Αυτοκρατορίας. [16] Η πίστη αυτών των εξαρτημένων ηγεμονίσκων των διαφόρων μαυριτανικών φυλών εξασφαλιζόταν με ετήσιες απολαβές και δώρα, και η ειρήνη διατηρήθηκε από ένα ισχυρό δίκτυο οχυρώσεων, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα.
Η μόνη διακοπή στην ηρεμία της υπαρχίας ήταν μία σύντομη μαυριτανική εξέγερση του 563. Προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη δολοφονία του ηλικιωμένου ηγέτη της φυλής Κουτζινά, όταν ήρθε στην Καρχηδόνα για να λάβει την ετήσια απολαβή του, από τον στρατηλάτη Ιωάννη Ρογαθινό. Οι γιοι του και τα εξαρτώμενα μέλη του ξεσηκώθηκαν, ώσπου ένα εκστρατευτικό σώμα υπό τον τριβούνο Μαρκιανό, ανιψιό του Αυτοκράτορα, κατάφερε να αποκαταστήσει την ειρήνη. [17]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Β' (565–578), δόθηκε μεγάλη προσοχή στην Αφρική. Υπό τον έπαρχο Θωμά, κατά την περίοδο 565–570 το δίκτυο των οχυρώσεων ενισχύθηκε και επεκτάθηκε περαιτέρω, η διοίκηση μεταρρυθμίστηκε και αποκεντρώθηκε και έγιναν σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένες προσπάθειες για προσηλυτισμό των Γαραμαντών του Φεζάν και των Γαιτούλων, που ζούσαν στα νότια της Καισαρησίας. [18] Ταυτόχρονα, η Αφρική ήταν μ;iα από τις πιο ήρεμες περιοχές της Αυτοκρατορίας –η οποία δεχόταν επιθέσεις από όλες τις πλευρές– και αυτό επέτρεψε τη μεταφορά στρατευμάτων από την επαρχία αυτή στην Ανατολή. [19]
Στη Μαυριτανία, ανάμεσα στο ρωμαϊκό φυλάκιο Septum και την Καισαρησία, διάφορα μικρά μαυριτανικά βασίλεια, τα οποία κυβερνούσαν επίσης τους ρωμαϊκούς αστικούς πληθυσμούς, είχαν ιδρυθεί από την άφιξη των Βανδάλων. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν γι' αυτά, αλλά ποτέ δεν υποτάχθηκαν από τους Βάνδαλους και διεκδίκησαν τη συνέχεια από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με τους ηγέτες τους να αυτοχαρακτηρίζονται με τίτλους όπως imperator, όπως ο αρχηγός Μαστίες στο Aρρίς (Aures) στα τέλη του 5ου αι., ή, στην περίπτωση του βασιλιά Mασούνα της Aλτάβα (σημερινό Ουλέντ Mιμούν στη βορειοδυτική Αλγερία), rex gentium Maurorum et Romanorum στις αρχές του 6ου αι. [20]
Όταν ο Βελισάριος νίκησε τους Βανδάλους, οι Ρωμαιο-μαυριτανοί βασιλείς είχαν προφανώς αναγνωρίσει τη ρωμαϊκή επικυριαρχία (τουλάχιστον ονομαστικά), αλλά σύντομα, εκμεταλλευόμενοι τις εξεγέρσεις των Μαυριτανών, την αποκήρυξαν. Στα τέλη της δεκαετίας του 560, ο Μαυριτανός βασιλιάς Γκαρμούλ (πιθανότατα διάδοχος τού προαναφερθέντος Mασούνα της Aλτάβα) εξαπέλυσε επιδρομές στη ρωμαϊκή επικράτεια, και παρόλο που δεν κατάφερε να καταλάβει καμία σημαντική πόλη, τρεις διαδοχικοί στρατηγοί (ο πραιτωριανός έπαρχος Θεόδωρος και ο στρατηλάτης Θεόκτιστος το 570, και ο διάδοχος του Θεόκτιστου, Αμαβίλης το 571) καταγράφεται από τον Ιωάννη του Βικλάρο ότι σκοτώθηκε από τις δυνάμεις του Γκαρμούλ. [21] Οι δραστηριότητές του, ειδικά όταν θεωρούνταν μαζί με τις ταυτόχρονες επιθέσεις των Βησιγότθων στην Ισπανία, αποτελούσαν σαφή απειλή για τις αρχές της επαρχίας. Ο Γκαρμούλ δεν ήταν αρχηγός μίας απλής ημι-νομαδικής φυλής, αλλά ενός πλήρως ανεπτυγμένου βαρβαρικού βασιλείου, με μόνιμο στρατό. Έτσι ο νέος Αυτοκράτορας, Τιβέριος Β΄, διόρισε εκ νέου τον Θωμά ως πραιτωριανό έπαρχο και ο ικανός στρατηγός Γεννάδιος τοποθετήθηκε ως στρατηλάτης με σαφή στόχο τη μείωση του βασιλείου του Γκαρμούλ. Οι προετοιμασίες ήταν χρονοβόρες και προσεκτικές, αλλά η ίδια η εκστρατεία, που ξεκίνησε το 577–78, ήταν σύντομη και αποτελεσματική, με τον Γεννάδιο να χρησιμοποιεί τρομοκρατικές τακτικές εναντίον των υπηκόων του Γκαρμούλ. Ο Γκαρμούλ ηττήθηκε και σκοτώθηκε από το 579, και ο παράκτιος διάδρομος μεταξύ Tingitana και Caesariensis ασφαλίστηκε. [22]
Ο Γεννάδιος παρέμεινε στην Αφρική ως στρατηλάτης για μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 590) και ήταν αυτός που έγινε ο πρώτος «έξαρχος» της Αφρικής, [23] [24] όταν ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος ίδρυσε το εξαρχάτο στα τέλη της δεκαετίας του 580, ενώνοντας την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στα χέρια του. Το εξαρχάτο εκτεινόταν στη Βόρεια Αφρική, τις αυτοκρατορικές κτήσεις στην Ισπανία, τις Βαλεαρίδες Νήσους, τη Σαρδηνία και την Κορσική. Το εξαρχάτο ευημερούσε πολύ και υπό τον Ηράκλειο, όταν οι αφρικανικές δυνάμεις ανέτρεψαν τον τύραννο Φωκά το 610. Το εξαρχάτο ήταν μία πρακτικά αυτόνομη οντότητα από τη δεκαετία του 640 και μετά, και επέζησε μέχρι την πτώση της Καρχηδόνας από τους Μουσουλμάνους το 698.