υπαρχία της Ιταλίας | |
---|---|
Πληροφορίες ασχολίας | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η υπαρχία της Ιταλίας (λατινικά: Praefectura praetorio Italiae, στην πλήρη μορφή της [μέχρι το 356] praefectura praetorio Italiae, Illyrici et Africae), ήταν μία από τις τέσσερις μεγάλες υπαρχίες ή επαρχότητες, στις οποίες χωρίστηκε η Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αποτελούνταν από την ιταλική χερσόνησο, τα δυτικά Βαλκάνια με τις (το «Ιλλυρικό»), τις δυτικές παραδουνάβιες επαρχίες και τμήματα της Βόρειας Αφρικής. Η έδρα της υπαρχίας μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στο Μεδιόλανο, και τέλος στη Ραβέννα.
Η υπαρχία ιδρύθηκε στη διαίρεση της Αυτοκρατορίας μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Α΄ το 337 και διαιρούνταν σε διοικήσεις (dioecesis). Αρχικά αυτές ήταν η Διοίκηση Αφρικής, η Διοίκηση Ιταλίας, η Διοίκηση Παννονιών, η Διοίκηση Δακιών και η Διοίκηση Μακεδονίας (οι δύο τελευταίες ήταν ξεχωριστές μέχρι το 327, οπότε ενώθηκαν στη Διοίκηση Μοισιών). Τελικά η Διοίκηση Ιταλίας χωρίστηκε σε δύο, τη Σουβουρβικάρια Ιταλία (Italia suburbicaria, "Η Ιταλία υπό την πόλη [δηλ. την Ρώμη]") και την Αννονάρια Ιταλία (Italia annonaria, "προμηθεύουσα [την Ρώμη] Ιταλία").
Το 347 ιδρύθηκε η Υπαρχία του Ιλλυρικού, αποτελούμενη από τις διοικήσεις Παννονίας, Δακίας και Μακεδονίας. Ύπαρχος ήταν ο Βουλκάνιος Ρουφίνος, 347–352. Η νέα υπαρχία καταργήθηκε το 361 από τον Ιουλιανό και επανιδρύθηκε το 375 από τον Γρατιανό. Η κυριαρχία της αμφισβητήθηκε μεταξύ των δύο ημίσεων της Αυτοκρατορίας, μέχρι την τελική διχοτόμηση το 395, όταν η Διοίκηση Παννονιών αποσχίστηκε από το Ιλλυρικό και ενώθηκε με τη Δυτική Αυτοκρατορία και την υπαρχία της Ιταλίας ως Διοίκηση Ιλλυρικού.
Παρά το τέλος της Δυτικής Αυτοκρατορίας το 476, τα γερμανικά διάδοχα κράτη υπό τον Οδόακρο και τον Θεοδώριχο Α΄ συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον ρωμαϊκό διοικητικό μηχανισμό, καθώς και να είναι κατ' όνομα υπήκοοι του ανατολικού Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η υπαρχία επέζησε και περιήλθε ξανά στα χέρια των Ρωμαίων μετά τον Γοτθικό Πόλεμο του Ιουστινιανού Α΄. Ωστόσο, με την εισβολή των Λομβαρδών το 568, η ρωμαϊκή κυριαρχία περιορίστηκε σε κατακερματισμένα και απομονωμένα εδάφη και η υπαρχία έδωσε τη θέση του στο εξαρχάτο της Ραβέννας, που ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Μαυρίκιο.
Οι ύπαρχοι συνεχίζουν ωστόσο να μαρτυρούνται μέχρι και τον 7ο αι. Ο τελευταίος βεβαιωμένος κάτοχος εμφανίζεται το 639, και δύο σφραγίδες που φέρουν τον ελληνικό τίτλο «έπαρχος» σώζονται από τα τέλη του 7ου αι., αν και έχει προταθεί ότι είναι λανθαμένη απόδοση του έξαρχου.[1]
Υπό τον Oδόακρο:
Υπό τους Οστρογότθους: