Υπασβεστιαιμία | |
---|---|
Ειδικότητα | ενδοκρινολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | E83.5 |
ICD-9 | 275.41 |
DiseasesDB | 6412 |
eMedicine | emerg/271 |
MeSH | D006996 |
Η υπασβεστιαιμία είναι ηλεκτρολυτική διαταραχή που οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. Οι εργαστηριακές τιμές του ασβεστίου στην περίπτωση υπασβεστιαιμίας είναι μικρότερες από 2.1 mmol/L ή 9 mg/dl ή στην περίπτωση του ιονισμένου ασβεστίου μικρότερες από 1.1 mmol/L (4.5 mg/dL)[1].
Στο αίμα περίπου η μισή ποσότητα του ασβεστίου είναι συνδεδεμένη με πρωτεΐνες, όπως είναι η λευκωματίνη του ορού, αλλά είναι το μη συνδεδεμένο-ιονισμένο ασβέστιο αυτό που το σώμα ρυθμίζει. Αν τα επίπεδα των πρωτεϊνών του αίματος ενός ατόμου είναι παθολογικά, η μέτρηση του ασβεστίου του πλάσματος μπορεί να μην είναι ακριβής. Τότε χρησιμοποιούμε τη μέτρηση του ιονισμένου ασβεστίου. Όταν έχουμε μειωμένη αλβουμίνη ορού (συχνά σε ασθενείς με χρόνιες νόσους, ηπατικές ασθένειες ή ακόμα και μετά από μεγάλη νοσοκομειακή νοσηλεία) ο τύπος διόρθωσης του ασβεστίου είναι: Διορθωμένο ασβέστιο = ασβέστιο ορού + [(4.0 - αλβουμίνη ορού) * 0.8]. Έτσι αν η αλβουμίνη είναι μειωμένη, το μετρούμενο ασβέστιο μπορεί να φαίνεται μειωμένο ενώ στην πραγματικότητα να βρίσκεται εντός φυσιολογικών ορίων[2].
Μπορεί να οφείλεται σε ανεπάρκεια/δυσλειτουργία παραθυρεοειδικής ορμόνης (παραθορμόνης) [PTH], ανεπάρκεια βιταμίνης D, πολύ υψηλής υπερμαγνησιαιμίας ή πολύ χαμηλής υπομαγνησιαιμίας.
Ειδικότερα, η υπασβεστιαιμία μπορεί να έχει σχέση με χαμηλά επίπεδα PTH στον κληρονομικό υποπαραθυρεοειδισμό, στον επίκτητο υποπαραθυρεοειδισμό (χειρουργική αφαίρεση) και στην υπομαγνησιαιμία. Στην υπασβεστιαιμία μπορούμε να έχουμε υψηλά επίπεδα PTH όταν η ορμόνη δυσλειτουργεί, στην χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και στην ανεπάρκεια βιταμίνης D[3].
Στην περίπτωση οξείας υπασβεστιαιμίας χορηγούνται 100–200 mg γλυκονικού ασβεστίου 10% μέσα σε 10 λεπτά και στη συνέχεια 15–20 mg/kg σε 4-8 ώρες.
Η χρόνια υπασβεστιαιμία αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση γλυκονικού ασβεστίου και μεταβολιτών βιταμίνης D.
Η αντιμετώπιση αυτή είναι κατάλληλη μόνο στην περίπτωση που η υπασβεστιαιμία είναι οξείας μορφής και έχει επέλθει σχετικά πρόσφατα. Αν όμως πρόκειται για σοβαρή και χρόνια υπασβεστιαιμία η αγωγή αυτή μπορεί να προκαλέσει το θάνατο λόγω του εγκλιματισμού που θα έχει εδραιωθεί. Αντι να ανακουφιστεί ο ασθενής από τη νευρομυϊκή διέγερση, την καρδιακή αστάθεια και τα άλλα σχετικά συμπτώματα μετά τη χορήγηση των διορθωτικών δόσεων ασβεστίου, τα συμπτώματα αυτά επιδεινώνονται. Μια τέτοια ταχεία χορήγηση ασβεστίου θα είχε σαν αποτέλεσμα υπερβολική διόρθωση και θα ακολουθούσαν συμπτώματα υπερασβεστιαιμίας.
Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D σε δόσεις συντήρησης (συχνά με τη μορφή καλσιτριόλης 1,25-(OH)2-D3) είναι συχνά απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω επιδείνωση.