Υπεροξειδιόσωμα

Η βασική δομή ενός υπεροξεισώματος

Τα υπεροξειδιοσώματα ή υπεροξεισώματα[1] είναι μονομεμβρανικά οργανίδια (προηγουμένως γνωστά και ως μικροσωμάτια), που βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα σχεδόν όλων των ευκαρυωτικών κυττάρων.[2] Τα υπεροξεισώματα είναι οξειδωτικά οργανίδια. Συχνά, παρατηρείται η χρήση του μοριακού οξυγόνου σαν υπόστρωμα για τη δημιουργία υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2), από το οποίο τα συγκεκριμένα οργανίδια έχουν πάρει το όνομά τους. Εκτελούν σημαντικούς ρόλους στο μεταβολισμό των λιπιδίων και στη μετατροπή δραστικών μορφών οξυγόνου. Συμμετέχουν στον καταβολισμό λιπαρών οξέων πολύ μακράς αλύσου, λιπαρών οξέων διακλαδισμένης αλύσου, ενδιαμέσων χολικού οξέος (στο συκώτι), D-αμινοξέων, πολυαμινών, στην αναγωγή δραστικών μορφών οξυγόνου, ειδικά υπεροξειδίου του υδρογόνου[3] και στη βιοσύνθεση πλασμαλογόνων, π.χ αιθερικών φωσφολιπιδίων σημαντικών για τη φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου και των πνευμόνων των θηλαστικών.[4] Επίσης, στα υπεροξεισώματα επιτελείται περίπου το 10% της συνολικής δραστηριότητας δύο ενζύμων, της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης και της αφυδρογονάσης του 6-φωσφογλυκονικού, στο μονοπάτι φωσφορικών πεντοζών,[5] το οποίο είναι απαραίτητο για τον ενεργειακό μεταβολισμό.[4] Ακόμη, εξετάζεται έντονα το κατά πόσο τα υπεροξεισώματα εμπλέκονται στη σύνθεση ισοπρενοειδών και χοληστερόλης στα ζώα.[4] Άλλες γνωστές λειτουργίες των υπεροξεισωμάτων περιλαμβάνουν τον γλυοξυλικό κύκλο σε βλαστάνοντες σπόρους ("γλυοξυσώματα"), τη φωτοαναπνοή στα φύλλα,[6] τη γλυκόλυση στα τρυπανοσώματα ("γλυκοσώματα"), την οξείδωση μεθανόλης ή/και αμινών και την αφομοίωση θρεπτικών σε συγκεκριμένους ζυμομύκητες.

Κατανομή υπεροξεισωμάτων (λευκό) σε κύτταρα ΗΕΚ 293 κατά τη διάρκεια της μίτωσης

Τα υπεροξεισώματα (μικροσωμάτια) χαρακτηρίστικαν για πρώτη φορά από έναν Σουηδό διδακτορικό μαθητή, τον Γ. Ρόντιν, το 1954.[7] Ταυτοποιήθηκαν ως οργανίδια από το Βέλγο κυτταρολόγο Κριστιάν ντε Ντυβ το 1967.[8] Ο ντε Ντυβ και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι τα υπεροξεισώματα περιέχουν οξειδάσες, οι οποίες συμμετέχουν στην παραγωγή υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2), καθώς και καταλάσες που το διασπούν σε οξυγόνο και νερό. Λόγω του ρόλου τους στο μεταβολισμό των υπεροξειδίων, ο ντε Ντυβ τα ονόμασε "υπεροξεισώματα", αντικαθιστώντας τον όρο "μικροσωμάτια" που τα χαρακτήριζε μορφολογικά μέχρι τότε. Αργότερα, αποδείχθηκε ότι η λουσιφεράση της πυγολαμπίδας εισέρχεται στα υπεροξεισώματα των κυττάρων των θηλαστικών, οδηγώντας έτσι στην ανακάλυψη του σήματος εισαγωγής στα υπεροξεισώματα και, κατ'επέκταση, στον εμπλουτισμό των γνώσεων πάνω στο πεδίο της βιογένεσης των υπεροξεισωμάτων.[9][10]

Τα υπεροξεισώματα είναι μικρά (0.1-1μm διάμετρο) υποκυτταρικά οργανίδια με λεπτή, κοκκιώδη μήτρα. Περιβάλλονται από μονοστιβάδα λιπιδικής μεμβράνης και βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα ενός κυττάρου.[11][12] Η διαμερισματοποίηση δημιουργεί ένα βέλτιστο περιβάλλον, το οποίο προάγει ποικίλες μεταβολικές αντιδράσεις που επιτελούνται στα υπεροξεισώματα και απαιτούνται για τη διατήρηση λειτουργιών ζωτικών για την επιβίωση του κυττάρου και, κατ΄επέκταση, του οργανισμού.

Ο αριθμός, το μέγεθος και η πρωτεινική σύσταση των υπεροξεισωμάτων διαφέρουν ανάλογα με τον κυτταρικό τύπο, αλλά και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Για παράδειγμα, στο ζυμομύκητα που είναι γνωστός και ως μαγιά αρτοποιίας (S. cerevisiae),υπό συνθήκες γλυκόζης ως θρεπτικό μέσο, παρατηρούνται μόνο ελάχιστα, μικρά υπεροξεισώματα στα κύτταρα. Αντίθετα, υπό συνθήκες λιπαρών οξέων μακράς αλύσου σαν μοναδική πηγή άνθρακα, μπορούν να παρατηρηθούν έως και 20-25 υπεροξεισώματα μεγάλου μεγέθους.[13]

Μεταβολικές λειτουργίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία σημαντική λειτουργία ενός υπεροξεισώματος είναι ο καταβολισμός των λιπαρών οξέων πολύ μακράς αλύσου, μέσω της β-οξείδωσης. Στα ζωικά κύτταρα, τα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου μετατρέπονται σε λιπαρά οξέα μέσης αλύσου, τα οποία μεταφέρονται στα μιτοχόνδρια όπου και σταδιακά διασπώνται σε διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Στις ζύμες και στα φυτικά κύτταρα, η διαδικασία αυτή επιτελείται αποκλειστικά στα υπεροξεισώματα.[14][15]

Οι πρώτες χημικές αντιδράσεις για τη δημιουργία πλασμαλογόνου στα ζωικά κύτταρα λαμβάνουν επίσης μέρος στα υπεροξεισώματα. Το πλασμαλογόνο είναι το πιο άφθονο φωσφολιπίδιο στη μυελίνη. Έλλειψη πλασμαλογόνων προκαλεί σημαντικές ανωμαλίες στη μυελίνωση των νευρικών κυττάρων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που πολλές υπεροξεισωματικές διαταραχές επηρεάζουν το νευρικό σύστημα.[14] Τα υπεροξεισώματα έχουν επίσης σημαντικό ρόλο στην παραγωγή χολικών οξέων, που είναι σημαντικά για την απορρόφηση λιπών και λιποδιαλυτών βιταμινών, όπως η βιταμίνη Α και η βιταμίνη Κ. Οι δερματικές διαταραχές είναι χαρακτηριστικά των γενετικών διαταραχών που επηρεάζουν τη λειτουργία του υπεροξεισώματος.[15]

Τα μεταβολικά μονοπάτια που λαμβάνουν μέρος αποκλειστικά στα υπεροξεισώματα των θηλαστικών είναι τα εξής:

  • α-οξείδωση του φυτανικού οξέος
  • β-οξείδωση λιπαρών οξέων πολύ μακράς αλύσου και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων
  • βιοσύνθεση πλασμαλογόνων
  • σύνθεση χολικών οξέων

Τα υπεροξεισώματα διαθέτουν οξειδωτικά ένζυμα, όπως η οξειδάση των D-αμινοξέων και η οξειδάση του ουρικού οξέος.[16] Ωστόσο, η οξειδάση του ουρικού οξέος είναι ένα ένζυμο που δεν παράγεται από τον ανθρώπινο οργανισμό, γεγονός που εξηγεί την ύπαρξη της ασθένειας που είναι γνωστή ως ουρική αρθρίτιδα και δημιουργείται από τη συσσώρευση ουρικού οξέος στον οργανισμό. Συγκεκριμένα ένζυμα των υπεροξεισωμάτων, χρησιμοποιώντας μοριακό οξυγόνο, αφαιρούν άτομα υδρογόνο από συγκεκριμένα οργανικά υποστρώματα (R), μέσω μιας οξειδωτικής αντίδρασης, παράγοντας έτσι υπεροξείδιο του υδρογόνου (H2O2):

Η καταλάση, ακόμα ένα ένζυμο των υπεροξεισωμάτων, χρησιμοποιεί το υπεροξείδιο του υδρογόνου για την οξείδωση άλλων υποστρωμάτων, όπως φαινόλες, φορμικό οξύ, φορμαλδεΰδη και αλκοόλες, μέσω της αντίδρασης περοξείδωσης:

, εξαλείφοντας πλήρως την τοξική αυτή ουσία.

Η αντίδραση αυτή είναι σημαντική στα ηπατικά και νεφρικά κύτταρα, όπου τα περοξεισώματα αποτοξινώνουν διάφορες τοξικές ουσίες που εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Περίπου το 25% της αιθανόλης που καταναλώνεται από τον άνθρωπο μέσως της κατάποσης αλκοολούχων ποτών οξειδώνεται σε ακεταλδεϋδη με αυτόν τον τρόπο.[14] Επιπροσθέτως, η περίσσεια ποσότητα H2O2 που συσσωρεύεται στο κύτταρο, μετατρέπεται μέσω της καταλάσης σε H2Ο με την παρακάτω χημική αντίδραση:

Στους ανώτερους φυτικούς οργανισμούς, τα υπεροξεισώματα διαθέτουν και αντιοξειδωτικά ένζυμα, όπως η δισμουτάση του υπεροξειδίου, τις ουσίες που συμμετέχουν στον κύκλο του ασκορβικού οξέος-γλουταθιόνης και τις αφυδρογονάσες του NADP που συμμετέχουν στον κύκλο των φωσφορικών πεντοζών. Έχει αποδειχθεί, ότι τα υπεροξεισώματα συμμετέχουν στη δημιουργία υπεροξειδίων (O2•−) και ριζών μονοξειδίου του αζώτου.[17][18]

Πλέον έχει επίσης αποδειχθεί ότι τα αντιδραστικά είδη οξυγόνου, συμπεριλαμβανομένου και του περοξεισωματικού H2O2, αποτελούν και σημαντικά σηματοδοτικά μόρια στα φυτά και στα ζώα και συνεισφέρουν στην υγιή γήρανση και σε ανθρώπινες διαταραχές που σχετίζονται με την ηλικία.[19]

Το υπεροξείσωμα των φυτικών κυττάρων πολώνεται κατά τη διάρκεια αντιμετώπισης μυκητιακής μόλυνσης. Η μόλυνση αυτή πυροδοτεί την ενεργοποίηση του αντιμυκητιακού ρόλου ενός μορίου γλυκοζινολικού. Το μόριο αυτό παράγεται και μεταφέρεται στον εξωκυττάριο χώρο μέσω της δράσης των περοξεισωματικών πρωτεϊνών PEN2 και PEN3.[20]

Τα υπεροξεισώματα των θηλαστικών παρέχουν επίσης αντιική δράση[21] και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση παθογόνων μικροοργανισμών.[22]


Συγκρότηση υπεροξεισωμάτων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα υπεροξεισώματα δημιουργούνται από το ενδοπλασματικό δίκτυο υπό συγκεκριμένες πειραματικές συνθήκες. Αναδιπλασιάζονται μέσω μεμβρανικής ανάπτυξης και διαιρούνται από προϋπάρχοντα οργανίδια.[23][24][25] Οι πρωτεΐνες της μήτρας των υπεροξεισωμάτων μεταφράζονται στο κυτταρόπλασμα πριν από την εισαγωγή τους στα υπεροξεισώματα. Συγκεκριμένες αλληλουχίες αμινοξέων που χαρακτηρίζονται ως σήματα εισαγωγής στα υπεροξεισώματα (PTS, Peroxisomal Τargeting Signal) αποτελούν μέρος των πρωτεϊνών της μήτρας των υπεροξεισωμάτων. Οι πρωτεΐνες αυτές διαθέτουν τις συγκεκριμένες αλληλουχίες είτε στο καρβοξυτελικό (PTS1) είτε στο αμινοτελικό τους άκρο. και επιτρέπουν την εισαγωγή τους στο οργανίδιο μέσω ενός σηματοδοτικού παράγοντα. Προς το παρόν, έχουν ανακαλυφθεί 36 πρωτεΐνες που σχετίζονται με τη βιογένεση και συγκρότηση των υπεροξεισωμάτων σε διαφορετικούς οργανισμούς και είναι γνωστές ως περοξίνες (peroxins).[26] Στα κύτταρα των θηλαστικών έχουν χαρακτηριστεί 13 διαφορετικές περοξίνες. Σε αντίθεση με την πρωτεϊνική εισαγωγή στο ενδοπλασματικό δίκτυο (ΕΔ) ή στα μιτοχόνδρια, οι πρωτεΐνες δεν είναι απαραίτητο να ξεδιπλωθούν δομικά για την είσοδό τους στο υπεροξείσωμα. Οι υποδοχείς για την εισαγωγή των πρωτεϊνών της μήτρας, οι περοξίνες PEX5 και PEX7, συνοδεύουν τα φορτία τους (πρωτεΐνες με αλληλουχίες PTS1 και PTS2, αντίστοιχα) μέχρι τα υπεροξεισώματα, όπου τα απελευθερώνουν μέσα στην υπεροξεισωματική μήτρα και έπειτα επιστρέφουν στο κυτταρόπλασμα. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται ως ανακύκλωση. Υπάρχει και ένας διαφορετικός τρόπος για τη μεταφορά πρωτεϊνών που δεν έχουν αλληλουχίες PTS. Εκείνες προσδένονται σε πρωτεΐνες με αλληλουχίες PTS και μεταφέρονται μαζί σαν σύμπλοκο (piggy backing).[27] Το μοντέλο που περιγράφει τον κύκλο εισαγωγής των υπεροξεισωματικών πρωτεϊνών (extended shuttle mechanism) είναι μοναδικό, καθώς δεν έχει περιγραφεί ποτέ κάτι παρόμοιο.[28] Έχει πλέον δειχθεί, ότι για την ανακύκλωση των υποδοχέων στο κυτταρόπλασμα απαιτείται υδρόλυση του ATP. Ακόμη, η ουβικουιτίνωση παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξαγωγή του υποδοχέα PEX5 από το υπεροξείσωμα στο κυτταρόπλασμα. Η βιογένεση της υπεροξεισωματικής μεμβράνης και η εισαγωγή των μεμβρανικών πρωτεϊνών των υπεροξεισωμάτων (PMPs) είναι λειτουργίες που ρυθμίζονται από τις περοξίνες PEX19, PEX3 και PEX16. Η PEX19 είναι υποδοχέας και πρωτεΐνη-συνοδός (chaperone), που προσδένεται στις μεμβρανικές πρωτεΐνες των υπεροξεισωμάτων και τις καθοδηγεί στη μεμβράνη του οργανιδίου. Εκεί, αλληλεπιδρά με την PEX3, μία διαμεμβρανική πρωτεΐνη των υπεροξεισωμάτων και τα PMPs εισάγονται στη μεμβράνη.

Η διαδικασία αποικοδόμησης των υπεροξεισωμάτων είναι γνωστή ως πεξοφαγία (pexophagy).[29]

Αλληλεπίδραση και επικοινωνία με άλλα οργανίδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την επιτέλεση των διαφορετικών λειτουργιών των υπεροξεισωμάτων απαιτούνται δυναμικές αλληλεπιδράσεις και συνεργασίες με πολλαπλά οργανίδια, τα οποία συμμετέχουν στο μεταβολισμό λιπιδίων στο κύτταρο. Τέτοια οργανίδια είναι το ενδοπλασματικό δίκτυο (ΕΔ), τα μιτοχόνδρια, τα λιπιδικά σωμάτια και τα λυσοσώματα.[30] Τα υπεροξεισώματα αλληλεπιδρούν με τα μιτοχόνδρια σε διάφορα μεταβολικά μονοπάτια, όπως στη β-οξείδωση των λιπαρών οξέων και στο μεταβολισμό των αντιδραστικών μορφών οξυγόνου.[4] Και τα δύο οργανίδια βρίσκονται σε στενή επαφή με το ενδοπλασματικό δίκτυο και μοιράζονται διάφορες πρωτεΐνες, όπως παράγοντες που συμμετέχουν στη σχάση οργανιδίων.[31] Τα υπεροξεισώματα αλληλεπιδρούν με το ενδοπλασματικό δίκτυο (ΕΔ) και συνεργάζονται για τη σύνθεση αιθερικών λιπιδίων (πλασμαλογόνα), πού είναι σημαντικά για τα νευρικά κύτταρα (βλέπε παραπάνω). Η αλληλεπίδραση μεταξύ οργανιδίων συνήθως επιτυγχάνεται μέσω ανάπτυξης μεμβρανικών σημείων επαφής, όπου μεμβράνες δύο οργανιδίων έρχονται σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους, χωρίς όμως να αποκτούν φυσική επαφή. Μέσω των επαφών αυτών, επιτυγχάνεται η ταχεία μεταφορά μικρομορίων, η διαοργανιδιακή επικοινωνία και ο συντονισμός κυτταρικών λειτουργιών σημαντικών για την ανθρώπινη υγεία.[32] Μεταβολές σε μεμβρανικά σημεία επαφής έχουν παρατηρηθεί σε διάφορες ασθένειες.

Σχετιζόμενες ασθένειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι υπεροξειδιοσωματικές διαταραχές αποτελούν μία κατηγορία ασθενειών που επιδρούν στο νευρικό, αλλά και σε άλλα συστήματα του οργανισμού. Δύο κοινά παραδείγματα είναι η Χ-συνδεδεμένη αδρενολευκοδυστροφία και οι διαταραχές στη βιογένεση υπεροξειδιοσωμάτων.[33][34]

Τα PEX γονίδια κωδικοποιούν το μηχανισμό πρωτεινών ("περοξίνες") που απαιτείται για την άρτια συγκρότηση των υπεροξεισωμάτων. Η συγκρότηση και διατήρηση της ακεραιότητας των μεμβρανών επιτυγχάνεται με τη δράση τριών περοξινών (περοξίνες 3, 16 και 19), χωρίς να απαιτείται η εισαγωγή ενζύμων της μήτρας. Ο πολλαπλασιασμός του οργανιδίου είναι μία λειτουργία που ρυθμίζονται από τη δράση της Pex11p.

Στα γονίδια που κωδικοποιούν τις περοξίνες περιλαμβάνονται οι: PEX1, PEX2 (PXMP3), PEX3, PEX5, PEX6, PEX7, PEX9[35][36], PEX10, PEX11A, PEX11B, PEX11G, PEX12, PEX13, PEX14, PEX16, PEX19, PEX26, PEX28, PEX30, και PEX31. Η αρίθμηση και λειτουργία των PEX γονιδίων, και κατ'επέκταση των πρωτεϊνικών προϊόντων τους, διαφέρει ανάλογα με τον οργανισμό.

Εξελικτική προέλευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρωτεινικό περιεχόμενο τον υπεροξεισωμάτων ποικίλει ανάλογα με το είδος ή τον οργανισμό, αλλά η παρουσία πρωτεινών που είναι κοινές σε πολλά είδη παραπέμπει ενδοσυμβιωτική προέλευση. Δηλαδή, τα υπεροξεισώματα εξελίχθηκαν από βακτήρια που εισέβαλλαν σε μεγαλύτερα κύτταρα και ανέπτυξαν σταδιακά μία συμβιωτική σχέση.[25] Ωστόσο, η άποψη αυτή έχει αμφισβητηθεί από πρόσφατες ανακαλύψεις.[37] Για παράδειγμα, σε μεταλλαγμένα στελέχη που δεν διαθέτουν τα συγκεκριμένα οργανίδια, ανακτάται η δυνατότητα δημιουργίας τους μέσω της εισαγωγής του γονιδίου αγρίου-τύπου (wild-type).

Με δύο ανεξάρτητες εξελικτικές αναλύσεις του πρωτεώματος των υπεροξεισωμάτων ταυτοποιήθηκαν ομολογίες μεταξύ του μηχανισμού εισαγωγής μορίων στα υπεροξεισώματα και του μονοπατιού διάσπασης πρωτεινών (ERAD, Endoplasmic-Reticulum Associated protein Degradation) στο ενδοπλασματικό δίκτυο[38][39], μαζί με ορισμένα ένζυμα του μεταβολισμού που πιθανώς εντοπίζονται στα μιτοχόνδρια.[39] Πρόσφατα έχει προταθεί η πιθανή προέλευση των υπεροξεισωμάτων από ακτινομύκητες[40], κάτι που όμως είναι ακόμα αμφιλεγόμενο.[41]

Λοιπά σχετιζόμενα οργανίδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλα οργανίδια της οικογένειας των μικροσωματίων που σχετίζονται με τα υπεροξεισώματα, είναι τα γλυοξυσώματα των φυτών και μυκήτων, τα γλυκοσώματα μιας ομάδας Πρωτίστων που ονομάζονται Kinetoplastea[42] και τα σώματα Woronin των ασκομυκήτων.

  1. «Definition of PEROXISOME». www.merriam-webster.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2019. 
  2. Islinger, Markus; Voelkl, Alfred; Fahimi, H. Dariush; Schrader, Michael (2018-11-01). «The peroxisome: an update on mysteries 2.0» (στα αγγλικά). Histochemistry and Cell Biology 150 (5): 443–471. doi:10.1007/s00418-018-1722-5. ISSN 1432-119X. PMID 30219925. PMC PMC6182659. https://doi.org/10.1007/s00418-018-1722-5. 
  3. Bonekamp, Nina A.; Völkl, Alfred; Fahimi, H. Dariush; Schrader, Michael (2009). «Reactive oxygen species and peroxisomes: Struggling for balance» (στα αγγλικά). BioFactors 35 (4): 346–355. doi:10.1002/biof.48. ISSN 1872-8081. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-03-08. https://web.archive.org/web/20210308171047/https://iubmb.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/biof.48. Ανακτήθηκε στις 2019-11-12. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Wanders, Ronald J.A.; Waterham, Hans R. (2006-06-01). «Biochemistry of Mammalian Peroxisomes Revisited». Annual Review of Biochemistry 75 (1): 295–332. doi:10.1146/annurev.biochem.74.082803.133329. ISSN 0066-4154. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-11-12. https://web.archive.org/web/20191112234710/https://www.annualreviews.org/doi/10.1146/annurev.biochem.74.082803.133329. Ανακτήθηκε στις 2019-11-12. 
  5. Antonenkov, Vasily D. (1989). «Dehydrogenases of the pentose phosphate pathway in rat liver peroxisomes» (στα αγγλικά). European Journal of Biochemistry 183 (1): 75–82. doi:10.1111/j.1432-1033.1989.tb14898.x. ISSN 1432-1033. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-03-06. https://web.archive.org/web/20220306180521/https://febs.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/j.1432-1033.1989.tb14898.x. Ανακτήθηκε στις 2019-11-12. 
  6. Evert, Ray Franklin.· Esau, Katherine, 1898-1997. (2006). Esau's Plant anatomy : meristems, cells, and tissues of the plant body : their structure, function, and development (3rd ed έκδοση). Hoboken, N.J.: Wiley-Interscience. ISBN 0471738433. 70265585. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link) CS1 maint: Extra text (link)
  7. Rhodin, J. (1954). «Correlation of ultrastructural organization and function in normal and experimentally changed proximal tubule cells of the mouse kidney». Doctorate Thesis. Karolinska Institutet, Stockholm.. 
  8. «The peroxisome: a new cytoplasmic organelle» (στα αγγλικά). Proceedings of the Royal Society of London. Series B. Biological Sciences 173 (1030): 71–83. 1969-04-15. doi:10.1098/rspb.1969.0039. ISSN 2053-9193. http://www.royalsocietypublishing.org/doi/10.1098/rspb.1969.0039. 
  9. Keller, G. A.; Gould, S.; Deluca, M.; Subramani, S. (1987-05-01). «Firefly luciferase is targeted to peroxisomes in mammalian cells.» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 84 (10): 3264–3268. doi:10.1073/pnas.84.10.3264. ISSN 0027-8424. PMID 3554235. PMC PMC304849. http://www.pnas.org/cgi/doi/10.1073/pnas.84.10.3264. 
  10. Gould, S. J. (1988-09-01). «Identification of peroxisomal targeting signals located at the carboxy terminus of four peroxisomal proteins» (στα αγγλικά). The Journal of Cell Biology 107 (3): 897–905. doi:10.1083/jcb.107.3.897. ISSN 0021-9525. PMID 2901422. PMC PMC2115268. http://www.jcb.org/cgi/doi/10.1083/jcb.107.3.897. 
  11. Karlson, Peter. (2005). Karlsons Biochemie und Pathobiochemie (15., komplett überarb. und neugestaltete Aufl έκδοση). Stuttgart: Thieme. ISBN 3133578154. 181474420. 
  12. Raven, Peter H.· Eichhorn, Susan E. (2006). Biologie der Pflanzen (4. Aufl έκδοση). Berlin: De Gruyter. ISBN 9783110185317. 180904366. 
  13. Feldmann, Horst (Cytologist) (2010). Yeast : molecular and cell biology. Weinheim: Wiley-VCH. ISBN 9783527326099. 489629727. 
  14. 14,0 14,1 14,2 Alberts, Bruce,· Lewis, Julian, (2002). Molecular biology of the cell (4th ed έκδοση). New York: Garland Science. ISBN 0815332181. 48122761. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link) CS1 maint: Extra text (link)
  15. 15,0 15,1 Schrader, Michael; Kamoshita, Maki; Islinger, Markus (2019-04-16). «Organelle interplay-peroxisome interactions in health and disease» (στα αγγλικά). Journal of Inherited Metabolic Disease. doi:10.1002/jimd.12083. http://doi.wiley.com/10.1002/jimd.12083. 
  16. del Río, Luis A.; Sandalio, Luisa M.; Palma, JoséM.; Bueno, Pablo; Corpas, Francisco J. (1992-11). «Metabolism of oxygen radicals in peroxisomes and cellular implications» (στα αγγλικά). Free Radical Biology and Medicine 13 (5): 557–580. doi:10.1016/0891-5849(92)90150-F. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/089158499290150F. 
  17. Corpas, Francisco J; Barroso, Juan B; del Rı́o, Luis A (2001-4). «Peroxisomes as a source of reactive oxygen species and nitric oxide signal molecules in plant cells» (στα αγγλικά). Trends in Plant Science 6 (4): 145–150. doi:10.1016/S1360-1385(01)01898-2. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S1360138501018982. 
  18. Corpas, Francisco J.; Barroso, Juan B.; Carreras, Alfonso; Quirós, Miguel; León, Ana M.; Romero-Puertas, María C.; Esteban, Francisco J.; Valderrama, Raquel και άλλοι. (2004-9). «Cellular and Subcellular Localization of Endogenous Nitric Oxide in Young and Senescent Pea Plants» (στα αγγλικά). Plant Physiology 136 (1): 2722–2733. doi:10.1104/pp.104.042812. ISSN 0032-0889. PMID 15347796. PMC PMC523336. http://www.plantphysiol.org/lookup/doi/10.1104/pp.104.042812. 
  19. Lismont; Revenco; Fransen (2019-07-26). «Peroxisomal Hydrogen Peroxide Metabolism and Signaling in Health and Disease» (στα αγγλικά). International Journal of Molecular Sciences 20 (15): 3673. doi:10.3390/ijms20153673. ISSN 1422-0067. PMID 31357514. PMC PMC6695606. https://www.mdpi.com/1422-0067/20/15/3673. 
  20. Bednarek, P.; Pislewska-Bednarek, M.; Svatos, A.; Schneider, B.; Doubsky, J.; Mansurova, M.; Humphry, M.; Consonni, C. και άλλοι. (2009-01-02). «A Glucosinolate Metabolism Pathway in Living Plant Cells Mediates Broad-Spectrum Antifungal Defense» (στα αγγλικά). Science 323 (5910): 101–106. doi:10.1126/science.1163732. ISSN 0036-8075. http://www.sciencemag.org/cgi/doi/10.1126/science.1163732. 
  21. Dixit, Evelyn; Boulant, Steeve; Zhang, Yijing; Lee, Amy S.Y.; Odendall, Charlotte; Shum, Bennett; Hacohen, Nir; Chen, Zhijian J. και άλλοι. (2010-5). «Peroxisomes Are Signaling Platforms for Antiviral Innate Immunity» (στα αγγλικά). Cell 141 (4): 668–681. doi:10.1016/j.cell.2010.04.018. PMID 20451243. PMC PMC3670185. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0092867410004356. 
  22. Di Cara, Francesca; Bülow, Margret H.; Simmonds, Andrew J.; Rachubinski, Richard A. (2018-11). Subramani, Suresh, επιμ. «Dysfunctional peroxisomes compromise gut structure and host defense by increased cell death and Tor-dependent autophagy» (στα αγγλικά). Molecular Biology of the Cell 29 (22): 2766–2783. doi:10.1091/mbc.E18-07-0434. ISSN 1059-1524. PMID 30188767. PMC PMC6249834. https://www.molbiolcell.org/doi/10.1091/mbc.E18-07-0434. 
  23. Hoepfner, Dominic; Schildknegt, Danny; Braakman, Ineke; Philippsen, Peter; Tabak, Henk F. (2005-7). «Contribution of the Endoplasmic Reticulum to Peroxisome Formation» (στα αγγλικά). Cell 122 (1): 85–95. doi:10.1016/j.cell.2005.04.025. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0092867405004058. 
  24. Schrader, Michael; Costello, Joseph L.; Godinho, Luis F.; Azadi, Afsoon S.; Islinger, Markus (2016-5). «Proliferation and fission of peroxisomes — An update» (στα αγγλικά). Biochimica et Biophysica Acta (BBA) - Molecular Cell Research 1863 (5): 971–983. doi:10.1016/j.bbamcr.2015.09.024. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0167488915003365. 
  25. 25,0 25,1 Lazarow, P. B.; Fujiki, Y. (1985-11). «Biogenesis of Peroxisomes» (στα αγγλικά). Annual Review of Cell Biology 1 (1): 489–530. doi:10.1146/annurev.cb.01.110185.002421. ISSN 0743-4634. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-11-05. https://web.archive.org/web/20191105120808/https://www.annualreviews.org/doi/10.1146/annurev.cb.01.110185.002421. Ανακτήθηκε στις 2019-11-12. 
  26. Saleem, R.A.; Smith, J.J.; Aitchison, J.D. (2006-12). «Proteomics of the peroxisome» (στα αγγλικά). Biochimica et Biophysica Acta (BBA) - Molecular Cell Research 1763 (12): 1541–1551. doi:10.1016/j.bbamcr.2006.09.005. PMID 17050007. PMC PMC1858641. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0167488906002801. 
  27. Thoms, Sven (2015-11). «Import of proteins into peroxisomes: piggybacking to a new home away from home» (στα αγγλικά). Open Biology 5 (11): 150148. doi:10.1098/rsob.150148. ISSN 2046-2441. PMID 26581572. PMC PMC4680570. https://royalsocietypublishing.org/doi/10.1098/rsob.150148. 
  28. Dammai, Vincent; Subramani, Suresh (2001-4). «The Human Peroxisomal Targeting Signal Receptor, Pex5p, Is Translocated into the Peroxisomal Matrix and Recycled to the Cytosol» (στα αγγλικά). Cell 105 (2): 187–196. doi:10.1016/S0092-8674(01)00310-5. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0092867401003105. 
  29. Eberhart, Tanja; Kovacs, Werner J. (2018-11). «Pexophagy in yeast and mammals: an update on mysteries» (στα αγγλικά). Histochemistry and Cell Biology 150 (5): 473–488. doi:10.1007/s00418-018-1724-3. ISSN 0948-6143. http://link.springer.com/10.1007/s00418-018-1724-3. 
  30. Shai, Nadav; Schuldiner, Maya; Zalckvar, Einat (2016-5). «No peroxisome is an island — Peroxisome contact sites» (στα αγγλικά). Biochimica et Biophysica Acta (BBA) - Molecular Cell Research 1863 (5): 1061–1069. doi:10.1016/j.bbamcr.2015.09.016. PMID 26384874. PMC PMC4869879. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0167488915003092. 
  31. Costello, Joseph L.· Passmore, Josiah B. (2018). del Río, Luis A., επιμ. Proteomics of Peroxisomes. 89. Singapore: Springer Singapore. σελίδες 383–415. ISBN 978-981-13-2232-7. 
  32. Castro, Inês Gomes; Schuldiner, Maya; Zalckvar, Einat (2018-03). «Mind the Organelle Gap – Peroxisome Contact Sites in Disease» (στα αγγλικά). Trends in Biochemical Sciences 43 (3): 199–210. doi:10.1016/j.tibs.2018.01.001. PMID 29395653. PMC PMC6252078. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S096800041830001X. 
  33. Depreter, Marianne; Espeel, Marc; Roels, Frank (2003-06-01). «Human peroxisomal disorders» (στα αγγλικά). Microscopy Research and Technique 61 (2): 203–223. doi:10.1002/jemt.10330. ISSN 1059-910X. http://doi.wiley.com/10.1002/jemt.10330. 
  34. Islinger, Markus; Grille, Sandra; Fahimi, H. Dariush; Schrader, Michael (2012-5). «The peroxisome: an update on mysteries» (στα αγγλικά). Histochemistry and Cell Biology 137 (5): 547–574. doi:10.1007/s00418-012-0941-4. ISSN 0948-6143. http://link.springer.com/10.1007/s00418-012-0941-4. 
  35. Effelsberg, Daniel; Cruz-Zaragoza, Luis Daniel; Schliebs, Wolfgang; Erdmann, Ralf (2016-09-27). «Pex9p is a novel yeast peroxisomal import receptor for PTS1-proteins» (στα αγγλικά). Journal of Cell Science: jcs.195271. doi:10.1242/jcs.195271. ISSN 0021-9533. http://jcs.biologists.org/lookup/doi/10.1242/jcs.195271. 
  36. Yifrach, Eden; Chuartzman, Silvia G.; Dahan, Noa; Maskit, Shiran; Zada, Lior; Weill, Uri; Yofe, Ido; Olender, Tsviya και άλλοι. (2016-09-23). «Characterization of proteome dynamics in oleate reveals a novel peroxisome targeting receptor» (στα αγγλικά). Journal of Cell Science: jcs.195255. doi:10.1242/jcs.195255. ISSN 0021-9533. PMID 27663510. PMC PMC6275125. http://jcs.biologists.org/lookup/doi/10.1242/jcs.195255. 
  37. Fagarasanu, Andrei; Fagarasanu, Monica; Rachubinski, Richard A. (2007-11). «Maintaining Peroxisome Populations: A Story of Division and Inheritance» (στα αγγλικά). Annual Review of Cell and Developmental Biology 23 (1): 321–344. doi:10.1146/annurev.cellbio.23.090506.123456. ISSN 1081-0706. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-01-21. https://web.archive.org/web/20220121045200/https://www.annualreviews.org/doi/10.1146/annurev.cellbio.23.090506.123456. Ανακτήθηκε στις 2019-11-20. 
  38. Schlüter, Agatha; Fourcade, Stéphane; Ripp, Raymond; Mandel, Jean Louis; Poch, Olivier; Pujol, Aurora (2006-04-01). «The Evolutionary Origin of Peroxisomes: An ER-Peroxisome Connection» (στα αγγλικά). Molecular Biology and Evolution 23 (4): 838–845. doi:10.1093/molbev/msj103. ISSN 1537-1719. http://academic.oup.com/mbe/article/23/4/838/1008119/The-Evolutionary-Origin-of-Peroxisomes-An. 
  39. 39,0 39,1 Gabaldón, Toni; Snel, Berend; Zimmeren, Frank van; Hemrika, Wieger; Tabak, Henk; Huynen, Martijn A (2006). «[No title found»]. Biology Direct 1 (1): 8. doi:10.1186/1745-6150-1-8. PMID 16556314. PMC PMC1472686. http://biologydirect.biomedcentral.com/articles/10.1186/1745-6150-1-8. 
  40. Duhita, Narendra; Ai Thuy, Le Huyen; Satoshi, Saruhashi; Kazuo, Hamada; Daisuke, Miyata; Takao, Shinozawa (2010-01). «The origin of peroxisomes: The possibility of an actinobacterial symbiosis» (στα αγγλικά). Gene 450 (1-2): 18–24. doi:10.1016/j.gene.2009.09.014. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0378111909005174. 
  41. Gabaldón, Toni; Capella-Gutiérrez, Salvador (2010-10). «Lack of phylogenetic support for a supposed actinobacterial origin of peroxisomes» (στα αγγλικά). Gene 465 (1-2): 61–65. doi:10.1016/j.gene.2010.06.004. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0378111910002374. 
  42. Blattner, J. (1992-12-01). «Glycosome assembly in trypanosomes: variations in the acceptable degeneracy of a COOH-terminal microbody targeting signal» (στα αγγλικά). The Journal of Cell Biology 119 (5): 1129–1136. doi:10.1083/jcb.119.5.1129. ISSN 0021-9525. PMID 1447292. PMC PMC2289717. http://www.jcb.org/cgi/doi/10.1083/jcb.119.5.1129. 

Περαιτέρω αναζήτηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]