Ως υπερτουρισμός (αγγλικά: Overtourism, γερμανικά: Übertourismus)[1][2][3] αναφέρεται το σύγχρονο φαινόμενο της συμφόρησης ενός τόπου από τον υπερβολικά υψηλό αριθμό τουριστών - επισκεπτών[4], με αποτέλεσμα τα πολλαπλά προβλήματα, μεταξύ άλλων, στην κοινωνία και στο περιβάλλον, ή/και οι συγκρούσεις με τον τοπικό πληθυσμό.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (UNWTO) ορίζει τον υπερτουρισμό ως «την επίδραση του τουρισμού σε έναν προορισμό ή τμήματά του, που επηρεάζει υπερβολικά την αντίληψη ποιότητας ζωής των πολιτών και την ποιότητα των εμπειριών των επισκεπτών με ιδιαιτέρως αρνητικό τρόπο».[5]
Ο ορισμός αυτός δεικνύει πως μπορεί να παρατηρηθεί ο υπερτουρισμός -ως φαινόμενο- τόσο μεταξύ των ντόπιων, οι οποίοι θεωρούν τον τουρισμό ως διαταραχτικό παράγοντα ο οποίος επιβαρύνει όλο και περισσότερο την καθημερινή ζωή τους, αλλά, και μεταξύ των επισκεπτών οι οποίοι θεωρούν και βιώνουν τον μεγάλο αριθμό τουριστών ως ενοχλητικό και αρνητικό από απόψη παροχής υπηρεσιών.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά από το 2015, αλλά η όλο και πιο συχνά χρησιμοποιούμενη έκφραση αναφέρεται και για να περιγράψει τις αρνητικές επιπτώσεις που αποδίδονται στον τουρισμό.[6]
Η υπερβολική, πέραν των φυσιολογικών ορίων ανάπτυξη του τουρισμού μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις μεταξύ κατοίκων, μεταναστών, επισκεπτών κατά τη διάρκεια της ημέρας, και μεταξύ τουριστών κατά τη διάρκεια του διανυκτέρευσης. Αν και πολλή προσοχή δίνεται σήμερα στον υπερτουρισμό στις πόλεις, μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε περιφερεαικούς προορισμούς ή σε νησιά.[7]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού διαπίστωσε ότι η αντίληψη της έννοιας, υπερπληθυσμός, μπορεί να οδηγήσει τους ντόπιους κατοίκους στο να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον τουρισμό. Η υπερβολική αύξηση των επισκεπτών μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους ντόπιους κατοίκους, ειδικά κατά τις περιόδους υψηλής ζήτησης του τουρισμού.
Επομένως, η ικανότητα ανταπόκρισης ενός τουριστικού προορισμού μετριέται επίσης και από την άποψη της κοινωνικής ικανότητας ανταπόκρισης αλλά και της συμπεριφοράς των τουριστών.[8]
Ο υπερτουρισμός μερικές φορές αναπαράγεται εσφαλμένα με την έννοια, μαζικός τουρισμός. Ο μαζικός τουρισμός συνεπάγεται μεγάλες ομάδες τουριστών που έρχονται στον ίδιο προορισμό. Ενώ αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερτουρισμό, υπάρχουν πολλοί προορισμοί που φιλοξενούν εκατομμύρια επισκέπτες, αλλά δεν θεωρείται ότι υποφέρουν από υπερτουρισμό (π.χ. Λονδίνο).[9] Οι τουρίστες χρησιμοποιούν συνήθως υποδομές και υπηρεσίες που έχουν σχεδιαστεί για τους κατοίκους. Εάν υπερβληθεί η χωρητικότητα των υποδομών και των υπηρεσιών που δύναται να χρησιμοποιούν οι τουρίστες, η παροχή των υπηρεσιών εστιάζει στις προτεραιότητες των τουριστών. Οι κάτοικοι μπορεί να αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν την παροχή υπηρεσιών που προορίζεται για τους τουρίστες.[10]
Στη δεκαετία του 1990 ντόπιοι κάτοικοι της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Μάλτας και της Γαλλίας άρχισαν να αντιτίθενται στον μαζικό τουρισμό, ο οποίος θεωρήθηκε φορντισμός. Σε αγροτικές περιοχές της Λατινικής Αμερικής, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες ήταν η βασική αιτία για την αύξηση της δυσαρέσκειας και των κοινωνικών εκστρατειών κατά της ανάπτυξης τουριστικών ακινήτων. Στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, οι έντονες διαδηλώσεις για την κερδοσκοπία των τουριστικών ακινήτων, μαζί με την αντίστοιχη εκμετάλλευση των εργαζομένων, ή ακόμη και την απαλλοτρίωση και τον εκτοπισμό των ντόπιων κατοίκων.[11]
Το 2017 στην Ευρώπη έλαβε χώρα ένα κύμα διαμαρτυριών των κατοίκων για το ζήτημα του υπερτουρισμού σε διάφορες πόλεις, συμπεριλαμβανομένων της Βαρκελώνης, της Βενετίας και της Πάλμα ντε Μαγιόρκα. Τα προβλήματα που προκύπτουν από τον υπερτουρισμό άρχισαν να συζητούνται ήδη σε ακαδημαϊκές εκδόσεις και δημοσιεύσεις ερευνητών, αν και δεν έχει συμφωνηθεί ένας αποδεκτός ορισμός του όλου φαινομένου.[12]