Η Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ (γερμ. Reichsarbeitsdienst, συντομ. RAD) ήταν θεσμός που καθιέρωσε η Ναζιστική Γερμανία υπό τη μορφή υπηρεσίας για τη μείωση της ανεργίας, παρόμοιος με ανάλογους θεσμούς άλλων χωρών. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε βοηθητικό σχηματισμό για την υποστήριξη της Βέρμαχτ.
Η ιστορία του θεσμού ξεκινά το 1931, όταν ο Καγκελάριος Χάινριχ Μπρύνινγκ (Heinrich Brüning) ενέκρινε τη δημιουργία στρατοπέδων εργασίας, υποστηριζόμενων από το κράτος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Ο θεσμός αποκλήθηκε Freiwilliger Arbeitdienst (FAD, Υπηρεσία Εθελοντικής Εργασίας). Αυτά τα στρατόπεδα επ ουδενί δεν έφεραν πολιτικό χρώμα, αλλά καθώς ελέγχονταν από τα επιμέρους ομόσπονδα κρατίδια, υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο. Μερικά από αυτά χρησίμευαν ακόμη και για στρατιωτική εκπαίδευση των "Freikorps" - κάτι που συνιστούσε σαφή παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών.[1]
Όταν το 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, υπήρχαν στη Γερμανία περίπου έξι εκατομμύρια ανέργων[2]Ο Χίτλερ, σε μια από τις πρώτες του ενέργειες ως Καγκελάριος, διόρισε τον Κόνσταντιν Χιρλ (Konstantin Hierl) ως υπουργό εσωτερικών αρμόδιο για θέματα εργασίας και ο έλεγχος της FAD αφαιρέθηκε από τις τοπικές κυβερνήσεις και πέρασε στην Κεντρική Κυβέρνηση. Εκείνη την εποχή υπήρξε σύγχυση ως προς το φορέα, καθώς έλαβε ποικίλα ονόματα, ορισμένες φορές αναφερόμενος, εκτός από FAD, απλά ως "Arbeitdienst" (Υπηρεσία Εργασίας) ή "Εθνικοσοσιαλιστική Υπηρεσία Εργασίας" (Nationalsozialistischer Arbeitsdienst, NSAD). Η ένταξη σε αυτό το φορέα παρέμενε εθελοντική, ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε προαπαιτούμενο για όσους ήθελαν να ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές ή να αναλάβουν θέσεις στο Κόμμα ή τις διάφορες οργανώσεις του. Τον Ιούνιο του 1934 ο Υπουργός Εργασίας Φραντς Ζέλτε (Franz Seldte) σε συνεννόηση με τον Ερνστ Ρεμ, επικεφαλής της SA σκεπτόταν συγχώνευση των δύο οργανώσεων. Κάτι τέτοιο δεν πρόλαβε να συμβεί, καθώς μεσολάβησε η Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών και η SA σχεδόν διαλύθηκε. Ο Χιρλ ονομάστηκε "Reichskommissar für den Freiwilligen Arbeitsdienst" (Κομισάριος του Ράιχ για την Εθελοντική Υπηρεσία Εργασίας) και ο φορέας έγινε ανεξάρτητος από το Υπουργείο στις 11 Ιουλίου 1934.[1] Επισήμως, η ίδρυση του φορέα "Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ" έγινε στις 26 Ιουνίου 1935.
Η Υπηρεσία αυτή άρχισε να απασχολεί ανέργους στην εκτέλεση δημοσίων έργων, όπως την αποστράγγιση βάλτων και μετατροπή τους σε αγροκτήματα, την αναδάσωση, και, κυρίως, την κατασκευή νέων μεγάλων αυτοκινητοδρόμων. Οι άνδρες της Υπηρεσίας φορούσαν παραστρατιωτικές στολές, ζούσαν στα στρατόπεδα εργασίας και έπαιρναν μόνο ένα "χαρτζηλίκι" ως μισθό. Για πολλούς ανέργους, που είχαν εξασφαλίσει στέγη και τροφή δωρεάν, αυτό ήταν πολύ καλύτερο από την ανεργία, ενώ η προπαγάνδα τους έκανε να νιώθουν περήφανοι που βοηθούσαν στην "οικοδόμηση της νέας Γερμανίας του Χίτλερ".[2] Από ιδρύσεώς της η RAD περιλάμβανε δύο μεγάλα τμήματα, ένα για τους άνδρες (Reichsarbeitdienst Manner) και ένα για τις γυναίκες (Reichsarbeitdienst der weibliche Jugend)[3]
Τα επίσημα στατιστικά της Γερμανίας της εποχής ήταν πράγματι εντυπωσιακά: Από έξι εκατ. ανέργους το 1934, το 1939 υπήρχαν μόνο 302.000 άνεργοι. Ωστόσο, ήσαν παντελώς αναληθή. Η μείωση της ανεργίας δεν οφειλόταν μόνο στην Υπηρεσία Εργασίας αλλά και, κυρίως, στις διώξεις των Εβραίων: Ήδη από το 1935 με τους Νόμους της Νυρεμβέργης[4] οι Εβραίοι απολύονταν από τις εργασίες τους, ενώ σταδιακά τους απαγορεύτηκε να ασκούν και ελεύθερα επαγγέλματα. Τις κενές θέσεις που προέκυπταν τις καταλάμβαναν Γερμανοί, που καταγράφονταν στα ποσοστά μείωσης της ανεργίας, ενώ οι Εβραίοι δεν καταγράφονταν πουθενά ως άνεργοι.[2]
Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1939, η Υπηρεσία έχασε σημαντικό μέρος των εργατικών χεριών της, καθώς οι άνδρες της επιστρατεύτηκαν. Προτάθηκε τότε η διάλυσή της, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Ο Χιρλ, όμως, ήθελε η υπηρεσία του να παραμείνει ως βοηθητική υπηρεσία της Βέρμαχτ και να βοηθά τις μονάδες Μηχανικού του Στρατού στην εκτέλεση έργων, όπως κατασκευές δρόμων, εκσκαφές ορυγμάτων, εκκαθάριση εμποδίων κτλ. Οι ομάδες αυτές ονομάστηκαν "Bautruppen"[3] καθώς και τη Λουφτβάφε στις επισκευές - επεκτάσεις αεροδρομίων. Η Υπηρεσία εντάχθηκε στον έλεγχο της Βέρμαχτ ως "Wehrmachtgefolge" (Βοηθητικές δυνάμεις της Βέρμαχτ), επανήλθε στην αρχική της κατάσταση μετά την εκστρατεία στην Πολωνία για να επανέλθει οριστικά στον έλεγχο της Βέρμαχτ ύστερα από την εισβολή στη Δανία. Κατά την εκστρατεία εναντίον της Νορβηγίας αλλά και κατά την εισβολή στη Γαλλία το 1940 εκατοντάδες μονάδες της RAD επιφορτίστηκαν με την επισκευή δρόμων, γεφυρών και συναφών έργων αλλά και τον εφοδιασμό των μάχιμων μονάδων με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι ομάδες της RAD έδρασαν σε όλα τα μέτωπα του Πολέμου και προς τη λήξη του τα καθήκοντά τους επεκτάθηκαν: Πολλά μέλη τους εκπαιδεύτηκαν από τη Λουφτβάφε στη χρήση αντιαεροπορικών πυροβόλων: Τον Οκτώβριο του 1944 τουλάχιστον 60.000 άτομα της RAD υπηρετούσαν σε αντιαεροπορικές μονάδες, γνωστές ως "Luftwaffe-Flakhelfer".
Όσο πλησίαζε η λήξη του Πολέμου, μειωνόταν και ο χρόνος θητείας στην Υπηρεσία, φθάνοντας το 1945 σε 6 έως 8 εβδομάδες, ενώ η εκπαίδευση ήταν ολοκληρωτικά στρατιωτική κυρίως σε αντιαρματικές τακτικές και σε μάχες πεζικού. Ο Χιρλ απέφυγε να συγχωνεύσει τη RAD με τη γερμανική εθνοφυλακή (Volksturm) για να διατηρηθεί η αυτονομία της. Τους τρεις τελευταίους μήνες του Πολέμου τουλάχιστον έξι μεγάλες μονάδες για την άμυνα της Γερμανίας είχαν συγκροτηθεί σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες της RAD.