Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γενικά με τον όρο υποβρύχια αλιεία, κοινώς υποβρύχιο ψάρεμα, χαρακτηρίζεται το είδος εκείνο της αλιείας που επιχειρείται από καταδυόμενο ερασιτέχνη αλιέα (ψαρά). Είναι γεγονός πως η εξέλιξη του αθλητικού πνεύματος αλλά και η μανία για νέες υποβρύχιες περιπέτειες της σύγχρονης εποχής είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε μεγάλη έκταση ένα ενδιαφέρον άθλημα, η υποβρύχια αλιεία, με κύριο αλιευτικό εργαλείο είναι το ψαροτούφεκο. Σε παγκόσμιο επίπεδο η υποβρύχια αλιεία έχει αναγνωριστεί επίσημα ως άθλημα με τη δημιουργία εθνικών ομοσπονδιών και διοργανώνονται σε ετήσια βάση εθνικά ή διεθνή πρωταθλήματα.
Η υποβρύχια αλιεία αποτελεί ιδιαίτερη αλιευτική τέχνη, με ιδιαίτερο εξοπλισμό, που βασίζεται κυρίως στις ατομικές δυνάμεις και στη καλή γνώση αφενός του υποβρύχιου περιβάλλοντος, όσο και της συμπεριφοράς των ψαριών. Προϋποθέτει καλή κολυμβητική ικανότητα, φυσική αντοχή, ταχύτητα αντίληψης, και σταθερότητα κινήσεων, βάσει των οποίων και στη συνέχεια με την εξάσκηση αναπτύσσεται η σχετική εμπειρία που θα παίζει πάντα τον προκαθοριστικό ρόλο του επιτυχούς αποτελέσματος.
Σημαντικό ρόλο στα επιχειρούμενα βάθη έχει η αυτογνωσία του υποβρύχιου αλιέα, καθώς και η φυσική του κατάσταση. Επίσης πολύ σημαντικό παράγοντα παίζει η σωστή τεχνική που μπορεί να διδαχθεί στα πλαίσια ενός σχολείου ελεύθερης κατάδυσης. Στο περιορισμένο μεσοδιάστημα της αναπνοής θα πρέπει να μπορεί να καλύπτει τους χρόνους: κατάδυσης, παραμονής στο βάθος της επιχειρούμενης υποβρύχιας αλιευτικής δραστηριότητας και το χρόνο ανάδυσης. Ενδεικτικά ένας συνηθισμένης ικανότητας ψαροτουφεκάς «βουτά» μέχρι 10 μέτρα βάθος. Ένας καλός ψαροτουφεκάς μέχρι 20 μέτρα, ενώ ένας εξαιρετικά ικανός, μπορεί να φθάνει με ασφάλεια τα 25 - 35 μέτρα.
Σε γενικές γραμμές η υποβρύχια αλιεία ως μορφή ελεύθερης κατάδυσης εμπεριέχει πολύ περισσότερους κινδύνους από άλλες μορφές κατάδυσης, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του αλιεύματος ως κυνηγετικού στόχου. Στη διαδικασία της υποβρύχιας αλιείας σημαντικό ρόλο παίζει η διατήρηση σχετικής ηρεμίας και η μη έκκριση αδρεναλίνης, καθώς έτσι κινητοποιούνται φυσιολογικοί μηχανισμοί που επισπεύδουν την κατανάλωση του οξυγόνου στους ιστούς του σώματος. Ασφαλώς και πολλά είναι τα θέλγητρα που προσφέρει το είδος αυτό της αλιείας, ωστόσο είναι αρκετοί οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται κατά την άσκησή της. Όλοι όσοι σχετίζονται με τη θάλασσα, αναγνωρίζουν την ναυτική αρχή: «Η θάλασσα σέβεται μόνο εκείνους που τη σέβονται.»
α. Υπερκαπνία. Η υπερκαπνία ή υπερβολή αύξηση του διοξειδίου του άνθρακος αναπτύσσεται κυρίως όταν ο ελεύθερος δύτης εκτίθεται σε αέρα μολυσμένο με υψηλά ποσοστά διοξειδίου ή μονοξειδίου του άνθρακος (για παράδειγμα κάπνισμα).
Ο ελεύθερος δύτης που αναπνέει μολυσμένο αέρα νιώθει πονοκέφαλο, ναυτία, ζαλάδα και μπορεί να φθάσει ακόμη και στην αναισθησία. Επίσης, νιώθει ταχυκαρδία σε περιπτώσεις κατακράτησης διοξειδίου του άνθρακος ή υφίσταται κυάνωση στα χείλη, τις μεμβράνες και τη στοματική κοιλότητα σε περιπτώσεις δηλητηρίασης μονοξειδίου. Στις ελαφρές περιπτώσεις δηλητηρίασης ο πάσχων χρειάζεται να αναπνεύσει καθαρό αέρα για 6 ώρες περίπου, χωρίς εργασία ή κάποια ιδιαίτερη σωματική προσπάθεια ή κάπνισμα.
β. Υποκαπνία. Η υποκαπνία ή ανεπαρκής ποσότητα διοξειδίου του άνθρακος ακολουθεί είτε το συνειδητό υπεραερισμό των ελεύθερων δυτών ή τον ασυνείδητο υπεραερισμό εξαιτίας κάποιου φόβου ή έντασης. Το αρχικό σύμπτωμα της υποκαπνίας είναι ελαφριά ζάλη που μπορεί να οδηγήσει σε λιποθυμία. Η υποκαπνία που συνοδεύεται από κράτημα της αναπνοής μπορεί να οδηγήσει τον ελεύθερο δύτη σε ξαφνική απώλεια των αισθήσεων κατά την ανάδυσή του και μάλιστα σε ρηχά νερά.
Με τον συνειδητό υπεραερισμό ο ελεύθερος δύτης μειώνει δραστικά το διοξείδιο του άνθρακος στο αναπνευστικό και το κυκλοφορικό του σύστημα. Έτσι το διοξείδιο του άνθρακος δεν είναι δυνατόν να συσσωρευτεί σε ικανοποιητικό επίπεδο ώστε να διεγείρει την αναπνοή, πριν καταναλώσουν οι ιστοί το διαθέσιμο οξυγόνο. Προκαλείται, λοιπόν, υποξία, ή κατάσταση ανεπαρκούς οξυγόνωσης, η οποία καταστρέφει γοργά τους ιστούς, ιδιαίτερα εκείνους του νευρικού συστήματος. Όσο ο ελεύθερος δύτης βρίσκεται σε κατάδυση, το οξυγόνο διαθέτει αρκετά αυξημένη μερική πίεση στις κυψελίδες, έτσι ώστε να περνά στην αιμοσφαιρίνη και να εφοδιάζει τους ιστούς. Όταν αναδύεται, όμως, η μερική πίεση του οξυγόνου πέφτει και ξαφνικά οι ιστοί στερούνται του οξυγόνου. Ακολουθεί η υποξία και η ξαφνική λιποθυμία (shallow water faint out), η οποία βέβαια σε περίπτωση μη παροχής βοήθειας καταλήγει σε ανοξαιμία ή πνιγμό.
Ένα πολύ συνηθισμένο και δυσάρεστο συμβάν είναι η υποξία, η οποία οφείλεται στην έλλειψη οξυγόνου λόγω υπερεκτίμησης της δυνατότητας για άπνοια. Το επακόλουθο της υποξίας είναι η λιποθυμία του δύτη που μπορεί να καταλήξει εύκολα σε πνιγμό ιδίως αν ο δύτης είναι μόνος του. Επίσης η αιμορραγία που προκαλείται εξαιτίας της αυξημένης πίεσης, στη μεμβράνη του μετωπιαίου οστού . Το πρόβλημα συνήθως παρουσιάζεται σε πολύ σφιχτά προσαρμοσμένες μάσκες και την ανυπαρξία της τεχνικής της εξίσωσης. Η συμπίεση της μάσκας πέραν των προβλημάτων που δημιουργεί στο μετωπιαίο οστούν, είναι δυνατόν να προκαλέσει αιμορραγία στα αιμοφόρα αγγεία των οφθαλμών με δυσάρεστες ενίοτε συνέπειες. Άλλο σημαντικό καταδυτικό ατύχημα σε υποβρύχιους αλιείς είναι η ρήξη τυμπάνου που προκαλείται από την αδυναμία σωστής εξίσωσης πίεσης της ενδιάμεσης περιοχής μεταξύ έξω και έσω τυμπάνου με αποτέλεσμα τη μερική ή την ολική ρήξη τυμπάνου και τον πιθανό τραυματισμό του κοχλία. Σε μια τέτοια περίπτωση παρατηρούνται βλάβες στο εσωτερικό του αυτιού και ίλιγγοι, με άμεση συνέπεια τον κίνδυνο της απώλειας του αισθήματος της ισορροπίας και την πλήρη αδυναμία ανάδυσης.
Η νόσος των δυτών δεν έχει παρατηρηθεί σε ελεύθερους δύτες, πλην των αλιέων μαργαριταριών, και σε ελαφρά μόνον μορφή, καθώς ο χρόνος συμπίεσης αερίων στο αίμα δεν επαρκεί για την παρουσία συμπτωματικών φυσαλίδων.
Ακατάλληλες περιοχές για υποβρύχια αλιεία θεωρούνται οι αμμώδεις και πηλώδεις βυθοί, οι απροστάτευτες ακτές σε ισχυρούς κυματισμούς (στο χρόνο που επικρατούν), και σε θαλάσσια ρεύματα, και γενικά τα θολά νερά. Αντίθετα ιδανικές περιοχές είναι εκείνες με βραχώδη βυθό, υφάλους, οι βραχώδεις ακτές με σπηλαιώδη μορφολογία, καθώς επίσης και οι περιοχές κοντα και γύρω από ξερονήσια, ξέρες, πάγκους και ρηχά ναυάγια.
Στις ιδανικές αυτές περιοχές, με ψαροτούφεκο που οπλίζεται πάντα μέσα στη θάλασσα, μπορεί να αλιευθεί οποιοδήποτε ψάρι βυθού ή αφρόψαρο μικρό ή μεγάλο, όπου αρκεί η γνώση των συνηθειών κατά το είδος του. Γενικά τα ψάρια των περιοχών αυτών βγαίνουν από τις φωλιές τους για να βρουν τροφή κατά το λυκαυγές και κατά το λυκόφως, (σούρουπο), και πολύ σπάνια κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Όταν η θάλασσα είναι ήρεμη και καθαρή, τα λεγόμενα πετρόψαρα κινούνται με πολύ προσοχή έτοιμα να τρυπώσουν μόλις αντιληφθούν κάτι το ιδιαίτερο, όπως την παρουσία του ψαροντουφεκά. Αντίθετα όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη τα λαβράκια και οι κέφαλοι, για παράδειγμα, έρχονται πολύ κοντά στην ακτή. Επίσης όταν πρόκειται το φεγγάρι να είναι πανσέληνος το υποβρύχιο ψάρεμα δεν είναι τόσο αποδοτικό αφού σπανίζουν τα λεγόμενα αφρόψαρα. Επίσης έχει παρατηρηθεί πως στον ολιγόλεπτο χρόνο που μεσολαβεί από την ηρεμία της επιφάνειας της θάλασσας μέχρι το ξέσπασμα του ανέμου, είναι ο καλλίτερος χρόνος για υποβρύχια αλιεία.
Το αλίευμα γενικά της υποβρύχιας αλιείας αποτελούν κυρίως ροφοί, μεγάλα ψάρια που θαλαμώνουν, οι στείρες, οι σφυρίδες, τα μουγγριά, οι σμέρνες, τα μυλοκόπια, οι σαργοί, καθώς επίσης και τα χταπόδια, οι αστακοί, οι καραβίδες κ.ά.
Η υποβρύχια αλιεία στην ελληνική επικράτεια επιτρέπεται υπό ορισμένους περιορισμούς που έχει θεσπίσει η νομοθεσία με γνώμονα αφενός την προστασία από τους κινδύνους που ενεδρεύουν κατά την άσκησή της, και αφετέρου για την προστασία του υποβρύχιου πλούτου της Χώρας. Οι σημαντικότεροι περιορισμοί (απαγορεύσεις) που θα πρέπει να γνωρίζει ο ψαροτουφεκάς πέρα από τους γενικούς που αναφέρονται στο άρθρο αλιεία όσο και τους ειδικότερους στο άρθρο ψαροτούφεκο είναι:
Α. Γενικές απαγορεύσεις(¹)
B. Παράλληλοι περιορισμοί
Στις ΗΠΑ και άλλες χώρες της Ευρώπης οι κανονισμοί για την υποβρύχια αλιεία διαφέρουν ριζικά, επιτρέπεοντας δραστηριότητες όπως η υποβρύχια φωτογράφηση, ακόμη και η χρήση συσκευών αυτόνομης κατάδυσης.
Στην εξάρτηση της υποβρύχιας αλιείας εκτός από το κύριο αλιευτικό εργαλείο που είναι το ψαροτούφεκο περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα:
Ιστορικά στην Ευρώπη η υποβρύχια αλιεία φέρεται να έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη Κυανή Ακτή, λίγο πριν το 1932, όταν επινοήθηκε η υποβρύχια μάσκα. Βέβαια κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστές οι υποβρύχιες δραστηριότητες και στους αρχαίους Έλληνες, όχι όμως τόσο η υποβρύχια αλιεία. Πάντως για την καταγωγή του σημερινού αυτού αθλήματος είναι γνωστό ότι από πολλά χρόνια πριν οι ιθαγενείς της Πολυνησίας είχαν εφεύρει ένα είδος στεγανών γυαλιών με τη βοήθεια των οποίων είχαν ξεκινήσει την αλιεία των μαργαριτοφόρων οστράκων. Ήταν μάλιστα και εξοπλισμένοι με καμάκι από μπαμπού με το οποίο και κυνηγούσαν τα ψάρια κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στη περιοχή αυτή συνεχίζεται και σήμερα να υφίσταται η μέθοδος και το πρωτόγονο αυτό αλιευτικό εργαλείο.
Σήμερα με την παραπάνω αναφερόμενη εξάρτηση η υποβρύχια αλιεία γίνεται σχεδόν ακούραστα με το κεφάλι μέσα στο νερό φορώντας τη μάσκα και θαυμάζοντας το βυθό της θάλασσας σχεδόν από την επιφάνεια, ενώ με τον αναπνευστήρα παρέχεται ελεύθερη αναπνοή. Φορώντας τα πέδιλα αυξάνεται η ταχύτητα πλευσιμότητας αλλά και της ευελιξίας του ψαροτουφεκά. Έτσι όταν χρειαστεί να «βουτήξει», να καταδυθεί, πέφτει στη θάλασσα, ελέγχει και οπλίζει το ψαροτούφεκο, παίρνει βαθιά αναπνοή και κατεβάζοντας πρώτα το κεφάλι του προς το βυθό και στη συνέχεια ανεβάζοντας τα πόδια του τεντωμένα και ενωμένα, με ήρεμες κινήσεις των πτερυγίων (πάνω - κάτω), θα κινηθεί προς τα κάτω, διατηρώντας τα μάτια του συνέχεια ανοικτά.
Γενικά οι ψαροτουφεκάδες χωρίζουν τα ψάρια σε δύο κατηγορίες σε αυτά που κινούνται και υποχρεώνονται να τα ακολουθήσουν, όπως π.χ. οι σαργοί, οι τσιπούρες, οι κέφαλοι, τα μελανούρια, τα λαυράκια κ.λπ.., και σε εκείνα που συνήθως κάθονται ή κινούνται γύρω από τη θαλάμη τους όπως π.χ. οι ροφοί, οι σμέρνες, τα μουγγριά, τα χταπόδια κ.λπ. Ο ροφός που είναι και το κυριότερο αλίευμα του είδους αυτού βρίσκεται σε όλα τα βάθη. Μάλιστα αν δεν έχει ξανακυνηγηθεί είναι θαρραλέος και συνάμα περίεργος. Στέκει μπροστά στη θαλάμη του και κινώντας ελαφρά τα στηθαία του πτερύγια προσπαθεί να περιεργαστεί τον ψαροτουφεκά που αν προσέχει τις κινήσεις του θα μπορέσει να τον πλησιάσει και στα δύο μέτρα. Τότε ο ψαροτουφεκάς τον σημαδεύει με το ψαροτούφεκο στο κεφάλι, στο τρίγωνο που βάση του έχει τη νοητή ευθεία των ματιών και κορυφή αυτή του κεφαλιού του ψαριού, ή αν είναι πλάγια στα σπάραχνα. Πατάει τη σκανδάλη του ψαροτούφεκου και αμέσως μετά το κτύπημα τον τραβάει γρήγορα έξω πριν φουσκώσει τα σπάραχνά του μέσα στη θαλάμη του οπότε ο «ξεβραχισμός» του να δυσκολέψει πολύ. Σ΄ αυτή την περίπτωση η προσπάθεια επαναλαμβάνεται με επόμενη κατάδυση.
Αν αντίθετα ένα ψάρι κινείται προς τη θαλάμη του η κίνηση του ψαροτουφεκά θα πρέπει να δείχνει αδιάφορη. Τα ψάρια που δεν έχουν ξανακυνηγηθεί δείχνουν να είναι περίεργα στη θέα του ψαροτουφεκά και δεν απομακρύνονται γρήγορα. Αν αντίθετα έχουν ξανακυνηγηθεί παραμένουν μέσα στη θαλάμη τους που θεωρούν να είναι εκεί εξασφαλισμένα. Οπότε και η παραμονή του ψαροτουφεκά μάλλον θα κρίνεται άσκοπη.
Αντίθετα με τον ροφό η στείρα που είναι πιο άφθονη στις βραχώδεις ακτές κινείται συνεχώς, δεν στέκεται και η αλιεία της είναι πιο δύσκολη. Παρά ταύτα η δεύτερη κατηγορία θεωρείται εκείνη που ικανοποιεί τον ψαροτουφεκά, που θα πρέπει προηγούμενα να γνωρίζει (ξεχωρίζει) τα ψάρια πολλά από τα οποία παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντος που βρίσκονται, ανεξάρτητα από το ένστικτό τους που τα καθοδηγεί. Έτσι οποιοδήποτε νέο σύστημα ή μέθοδο και να εφαρμόσει ο ψαροτουφεκάς οι επιτυχίες του θα κρατήσουν μέχρι το πολύ τη δεύτερη μέρα. Την τρίτη το ένστικτο των ψαριών θα τα οδηγήσει να αντιλαμβάνονται τον άμεσο κίνδυνο. Αν για παράδειγμα το δραστικό βεληνεκές του ψαροτούφεκου αλλάξει, π.χ. από τα 2 μέτρα στα 4, τότε αυτά θα φεύγουν από τα 5 μέτρα. Συνεπώς υποβρύχια αλιεία στον ίδιο τόπο μετά τη δεύτερη μέρα δεν συνιστάται.
Πολύ μεγάλη βοήθεια στην αλιεία του ψαροτουφεκά παρέχει η συνοδή βάρκα ή σκάφος που χρησιμοποιείται ως ορμητήριό του. Το μαχαίρι του δύτη θεωρείται εξάρτημα ασφαλείας παρά υποβρύχιο όπλο. Μ΄ αυτό συνηθέστερα επιτυγχάνει ο ψαροτουφεκάς την απελευθέρωσή του από πιθανό μπλέξιμο στο βυθό που δεν είναι και πάντα καθαρός. Εξαιρετικής ποιότητας θεωρούνται τα μαχαίρια που κόβουν και σύρματα με την πριονωτή κόψη που φέρουν.