Ο όρος υστρικόμορφα (Hystricomorpha, από τις ελληνικές λέξεις ὕστριξ = σκαντζόχοιρος και μορφή)[1] είχε αρκετούς διαφορετικούς ορισμούς κατά καιρούς. Με την ευρύτερη έννοια σημαίνει όλα τα τρωκτικά (εκτός από τα διποδοειδή) που έχουν «υστρικόμορφο» ζυγομασητηριακό σύστημα. Αυτά είναι οι υστρικόγναθοι, οι κτενοδακτυλίδες, οι ανωμαλουρίδες και οι ποδετίδες. Αποτελέσματα από αναλύσεις DNA, αλλά και διαφορές στη μορφολογία θέτουν υπό αμφισβήτηση την ταξινόμηση των ανωμαλουρίδων και των ποδετίδων στα υστρικόμορφα. Σύμφωνα με βιβλίο (Carleton & Musser 2005) του 2005, αυτές οι δύο οικογένειες αντιπροσωπεύουν μια ξεχωριστή υπόταξη, τα ανωμαλουρόμορφα.
Η σύγχρονη ταξινομική θεωρεί τα υστρικόμορφα ως υπόταξη των τρωκτικών, γνωστή και ως εντοδάκρυα (Entodacrya) ή κτενοϋστρικά (Ctenohystrica), που ενώνει τα κτενοδάκτυλα (γκούντι της Αφρικής) με τα υστρικόγναθα τρωκτικά.[2] Υπέρ της μεταξύ αυτών των δύο ομάδων σχέσεως υπάρχει σημαντική μορφολογική και ισχυρή μοριακή φυλογενετική υποστήριξη. Αυτό ωστόσο ακυρώνει την παραδοσιακή θεώρηση των «σκιουρόγναθων», καθώς αυτά καθίστανται παραφυλετική ομάδα.
Τα υστρικόμορφα, ή τουλάχιστον κάποια μέλη των καβιόμορφων, δεν θεωρούνται από κάποιους ως τρωκτικά.[3] Ωστόσο οι περισσότερες γενετικές έρευνες επιβεβαιώνουν τη μονοφυλετικότητα των τρωκτικών.[4]
Τα υστρικόμορφα εμφανίσθηκαν στη Νότια Αμερική κατά το Ηώκαινο[5], όταν σε αυτή την ήπειρο υπήρχαν μόνο μεταθήρια, ξέναρθρα και εξαφανισμένα σήμερα οπληφόρα ως τα μοναδικά θηλαστικά της (εκτός από τις νυχτερίδες). Φαίνεται ότι έφθασαν με ωκεάνια διασπορά, διασχίζοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό από την Αφρική πάνω σε παρασυρόμενες φυσικές σχεδίες από βλάστηση. Το ίδιο ίσως συνέβη και με τα πρωτεύοντα[6], τα οποία επίσης εμφανίσθηκαν στη Νότια Αμερική την ίδια εποχή, όταν ήταν ακόμα χωρισμένη από την Κεντρική και Βόρεια Αμερική.
Ο ακόλουθος κατάλογος οικογενειών βασίζεται στην ταξινόμηση των Marivaux και άλλοι 2002 και Marivaux, Vianey-Liaud & Jaeger 2004, που ανέλυσαν πρώιμα απολιθωμένα τρωκτικά και βρήκαν υποστηρικτικά δεδομένα για το ότι η υπόταξη «Sciuravida» όπως ορίσθηκε από τους McKenna & Bell 1997 πολυφυλετική και παραπλανητική. Παρακάτω το σύμβολο «†» σημειώνει τις προϊστορικές ομάδες που έχουν εξαφανισθεί.
↑Bond, M.; Tejedor, M.F.; Campbell, K.E.; Chornogubsky, L.; Novo, N.; Goin, F. (2015-02-04). «Eocene primates of South America and the African origins of New World monkeys». Nature520: 538-541. doi:10.1038/nature14120. PMID25652825.
Carleton, M.D.· Musser, G.G. (2005). «Order Rodentia». Στο: Wilson, D.E.· Reeder, D.M. Mammal Species of the World A Taxonomic and Geographic Reference. Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 745–752. ISBN978-0-8018-8221-0.
D'Erchia, A.; Gissi, C.; Pesole, G.; Saccone, C.; Arnason, U. (1996). «The guinea-pig is not a rodent». Nature381 (6583): 597-600. doi:10.1038/381597a0. PMID8637593.
Marivaux, L.; Vianey-Liaud, M.; Jaeger, J.-J. (2004). «High-level phylogeny of early Tertiary rodents: dental evidence». Zoological Journal of the Linnean Society142 (1): 105–134. doi:10.1111/j.1096-3642.2004.00131.x.
Marivaux, L.; Welcomme, J.-L.; Vianey-Liaud, M.; Jaeger, J.-J. (2002). «The role of Asia in the origin and diversification of hystricognathous rodents». Zoologica Scripta31 (3): 225-239. doi:10.1046/j.1463-6409.2002.00074.x.
Reyes, A.; Pesole, G.; Saccone, C. (2000). «Long-branch attraction phenomenon and the impact of among-site rate variation on rodent phylogeny». Gene259 (1-2): 177-187. doi:10.1016/S0378-1119(00)00438-8. PMID11163975.