Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το υψόμετρο είναι η κάθετη απόσταση μεταξύ ενός αντικειμένου (της επιφάνειας που βρίσκεται αυτό) σε σχέση με ένα καθορισμένο επίπεδο αναφοράς. Συνήθως το υψόμετρο μετριέται ως η κάθετη απόσταση (υψομετρική διαφορά) ενός σημείου από το επίπεδο της θάλασσας (Μέση Στάθμη Θάλασσας), ενώ για πιο ακριβείς μετρήσεις χρησιμοποιείται το γεωειδές.
Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως επίσης και στην αεροναυτιλία, το υψόμετρο αποδίδεται αριθμητικά σε πόδια, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις σε μέτρα.
Επισημαίνεται ότι το υψόμετρο εκφράζει θέση - τόπο διαφοράς ύψους, κατά την έννοια της ανύψωσης, δεν είναι μέτρο και δεν θα πρέπει συνεπώς να συγχέεται με το γεωδαιτικό ύψος το οποίο αποτελεί απαραίτητο γεωγραφικό στοιχείο του «καθ΄ ύψους» προσδιορισμού κάθε γεωγραφικού τόπου (ξηράς), παράλληλα με τις γεωγραφικές συντεταγμένες αυτού.
Όταν το υψόμετρο, ως υψομετρική διαφορά, αναφέρεται κάτω από το επίπεδο αναφοράς (ΜΣΘ), στον ηπειρωτικό γεωφλοιό τότε εκφράζεται με αρνητικό πρόσημο, αν αντίθετα αναφέρεται στον ωκεάνιο γεωφλοιό ονομάζεται βάθος. Για σημεία υπερκείμενα της επιφάνειας της Γης (π.χ. αεροπλάνα, πύραυλοι, διαστημόπλοια κ.λπ.), χρησιμοποιείται ο όρος ύψος ή γεωδυναμικό ύψος.
Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα από τα ελληνικά χωριά το μεγαλύτερο υψόμετρο κατέχει η Βίγλα Φλώρινας (1.550 μ.) και το χαμηλότερο το Νεοχώρι Μεσολογγίου (-10 μέτρα). Γενικώς, τα παράλια χωριά και οι λιμένιες πόλεις έχουν μέσο υψόμετρο 2 - 7 μ.
Αυτό το γεωγραφικό λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |