Φάλσταφ | |
---|---|
Πρωτότυπος τίτλος | Falstaff |
Γλώσσα πρωτοτύπου | Ιταλικά |
Είδος | Κωμωδία |
Μουσική | Τζουζέπε Βέρντι |
Λιμπρέτο | Αρρίγκο Μπόιτο |
Πράξεις | 3 |
Πρεμιέρα | 9 Φεβρουαρίου1893 |
Θέατρο | Σκάλα του Μιλάνου, Μιλάνο |
Ρόλοι | |
Σερ Τζον Φάλσταφ, Κυρία Άλις Φορντ, Κυρία Μάργκαρετ Πέιτζ, Νανέτα Φορντ, Κύριος Φορντ, Κυρά Κουΐκλι, Φέντον |
Ο Φάλσταφ (Ιταλικά: Falstaff) είναι η τελευταία όπερα που συνέθεσε ο Τζουζέπε Βέρντι. Το λιμπρέτο του Αρρίγκο Μπόιτο βασίζεται στις Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ του Σαίξπηρ, αλλά μερικά αποσπάσματα είναι παρμένα από τον Ερρίκο τον Δ' μέρος Α' και μέρος Β', τα ιστορικά σαιξπηρικά δράματα στα οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά η φιγούρα του σερ Τζον Φάλσταφ. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τις κωμικές προσπάθειες του τροφαντού ιππότη σερ Τζον Φάλσταφ να αποπλανήσει δύο παντρεμένες γυναίκες για να αποκτήσει πρόσβαση στον πλούτο των συζύγων τους.
Είναι η δεύτερη κωμική όπερα του Βέρντι, μετά το Un Giorno di Regno, που είχε συνθέσει το 1840. Η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1893, ως μέρος της οπερατικής σεζόν του Καρναβαλιού και της Σαρακοστής, στη Σκάλα του Μιλάνου, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Εντοάρντο Μασκερόνι.
Μέχρι το 1889 ο Βέρντι ήταν συνθέτης όπερας για περισσότερα από πενήντα χρόνια, είχε στο ενεργητικό του 27 όπερες, από τις οποίες μόνο μία ήταν κωμωδία, το δεύτερο έργο του, Un giorno di regno, που ανέβηκε ανεπιτυχώς το 1840. Ο συνθέτης Τζοακίνο Ροσίνι είχε σχολιάσει ότι θαύμαζε πολύ τον Βέρντι, αλλά τον θεωρούσε ανίκανο να γράψει μια κωμωδία. Ο Βέρντι διαφώνησε και είπε ότι λαχταρούσε να γράψει μια άλλη ανάλαφρη όπερα, αλλά κανείς δεν του έδινε την ευκαιρία. Είχε συμπεριλάβει κωμικά στιγμιότυπα ακόμη και στις τραγικές όπερες του, όπως για παράδειγμα στα έργα Η δύναμη του πεπρωμένου και Χορός Μεταμφιεσμένων. Μετά την επιτυχία του Οθέλλου το 1887, σχολίασε: «Αφού αιματοκύλησα τόσους πολλούς ήρωες και ηρωίδες, έχω επιτέλους το δικαίωμα να γελάσω λίγο». Εκμυστηρεύτηκε τη φιλοδοξία του αυτή στον λιμπρετίστα του, Αρίγκο Μπόιτο.
Ο Βέρντι, όπως και ο Μπόιτο, αγαπούσε και σεβόταν τον Σαίξπηρ. Ο συνθέτης δεν μιλούσε αγγλικά, αλλά είχε στην κατοχή του και ξαναδιάβαζε τα έργα του Σαίξπηρ σε ιταλικές μεταφράσεις, και τα κρατούσε δίπλα στο κρεβάτι του. Είχε συνθέσει νωρίτερα τις όπερες Μάκβεθ (το 1847) και Οθέλλος (το 1887) του Σαίξπηρ και είχε κάνει κάποιες σκέψεις στο παρελθόν για τη μελοποίηση του Βασιλιά Ληρ. Ο Μπόιτο ξεκίνησε να δουλεύει ένα λιμπρέτο βασισμένο στις Εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ με πρόσθετο υλικό από τον Ερρίκο τον Δ' μέρος Α' και μέρος Β'. Περιόρισε την πλοκή, μείωσε στο μισό τον αριθμό των χαρακτήρων στο έργο, και έδωσε στον χαρακτήρα του Φάλσταφ μεγαλύτερο βάθος ενσωματώνοντας δεκάδες αποσπάσματα από τον Ερρίκο τον Δ'. Ο Βέρντι συμβιβάστηκε με την περικοπή της πλοκής του Σαίξπηρ, ώστε να έχει η όπερα αποδεκτή διάρκεια. Λυπήθηκε, ωστόσο, που είδε την παράλειψη της δεύτερης ταπείνωσης του Φάλσταφ, ντυμένου γυναικεία στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τον Φορντ.
Ο Βέρντι έλαβε το προσχέδιο πιθανότατα στις αρχές Ιουλίου 1889, αλλά, παρά το γεγονός ότι είχε δείξει ένα αρχικό ενδιαφέρον, είχε έντονες αμφιβολίες για τη δυνατότητα ολοκλήρωσης του έργου: η ηλικία του (πλησίαζε τα 80), η υγεία του και ο θάνατος των στενών του φίλων, τον είχαν ρίξει σε κατάθλιψη. Ωστόσο, με πολλές διακοπές, άρχισε να δουλεύει το υλικό του Φάλσταφ, την 28η όπερα της καριέρας του, που έμελλε να είναι και η τελευταία. Η πρώτη πράξη ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1890, η υπόλοιπη όπερα δεν συντέθηκε με χρονολογική σειρά, όπως ήταν η συνήθης πρακτική του Βέρντι. Η πρόοδος ήταν αργή, με περιόδους έντονης δουλειάς και περιόδους αγρανάπαυσης.
Τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1892 ο Βέρντι εξέταζε πλέον πιθανούς τραγουδιστές για τους ρόλους της όπερας. Για τον ομώνυμο ρόλο ήθελε τον Βίκτωρ Μορέλ, τον βαρύτονο που είχε τραγουδήσει τον Ιάγο στον Οθέλλο του, αλλά οι αρχικές απαιτήσεις του τραγουδιστή θεωρήθηκαν απαράδεκτες από τον Βέρντι. Τελικά κατέληξαν σε συμφωνία και ο Μορέλ πήρε τον ρόλο του Φάλσταφ. Μέχρι τον Σεπτέμβριο ο Βέρντι είχε συμφωνήσει σε μια επιστολή προς τον εκδότη του Ρικόρντι, ότι θα παρουσιαζόταν το έργο στη Σκάλα κατά τη διάρκεια της σεζόν 1892-93, αλλά ότι θα διατηρούσε ο ίδιος τον έλεγχο σε κάθε πτυχή της παραγωγής. Το κοινό έμαθε για τη νέα όπερα προς τα τέλη του 1892 και προκλήθηκε έντονο ενδιαφέρον, το οποίο αυξήθηκε παρά μειώθηκε από τη μυστικότητα με την οποία ο Βέρντι περιέβαλε τις προετοιμασίες. Οι πρόβες γίνονταν με άκρα μυστικότητα και ο Τύπος κρατήθηκε σε απόσταση. Τελικά όλα κύλησαν ομαλά μέχρι την πρεμιέρα στις 9 Φεβρουαρίου 1893, σχεδόν έξι χρόνια μετά την προηγούμενη πρεμιέρα του Βέρντι. Για την πρώτη βραδιά, οι επίσημες τιμές των εισιτηρίων ήταν τριάντα φορές υψηλότερες από το συνηθισμένο. Ο Βέρντι έκανε πάντως πολλές αλλαγές στη μουσική μετά την πρώτη παράσταση, και οι εκδότες δυσκολεύτηκαν στη συνέχεια να συμφωνήσουν σε μια οριστική παρτιτούρα.
Ο Φάλσταφ διαφέρει από τα περισσότερα έργα που είχε συνθέσει ο Βέρντι. Η όπερα ξεκινάει χωρίς ουβερτούρα και κλείνει με μια ειρωνική τελική φούγκα. Η εκπληκτική ιδιοφυΐα της παρτιτούρας υποστηρίζει το πικρό παιχνίδι των προσομοιώσεων και της κακίας, την ειρωνεία απέναντι στη γελοιοποίηση και τον οίκτο απέναντι στις πικρές ψευδαισθήσεις και πάνω από όλα αποπνέει μια μαγευτική νοσταλγία για τα νιάτα. Ο Μπόιτο παρέδωσε στον Βέρντι ένα από τα πιο καλογραμμένα του λιμπρέτα κι αυτός το εκμεταλλεύτηκε στην εντέλεια, γράφοντας μια όπερα μέσα στην οποία περνάει όλη η γνώση του για την ανθρώπινη φύση.[1]
Χαρακτήρας | Είδος φωνής | Παγκόσμια Πρεμιέρα 9 February 1893 Διευθυντής ορχήστρας: Εντοάρντο Μασκερόνι |
---|---|---|
Σερ Τζον Φάλσταφ | βαρύτονος | Victor Maurel |
Κύριος Φορντ, εύπορος κάτοικος του Ουίνδσορ | βαρύτονος | Antonio Pini-Corsi |
Κυρία Άλις Φορντ | σοπράνο | Emma Zilli |
Νανέτα, κόρη των Φορντ | σοπράνο | Adelina Stehle |
Κυρία Μεγκ Πέιτζ | μέτζο-σοπράνο | Virginia Guerrini |
Κυρά Κουΐκλι | κοντράλτο | Giuseppina Pasqua |
Φέντον, αγαπητικός της Νανέτας | τενόρος | Edoardo Garbin |
Δόκτωρ Καγιού | τενόρος | Giovanni Paroli |
Μπάρντολφ, ακόλουθος του Φάλσταφ | τενόρος | Paolo Pelagalli-Rossetti |
Πίστολ, ακόλουθος του Φάλσταφ | βαθύφωνος | Vittorio Arimondi |
Ιδιοκτήτης του «Ξενοδοχείου της Καλτσοδέτας» | σιωπηλός ρόλος | Attilio Pulcini |
Ρόμπιν, υπηρέτης του Φάλσταφ | σιωπηλός ρόλος | |
χορωδία [2] |
Ο σερ Τζον Φάλσταφ, ένας ξεπεσμένος ιππότης σε οικονομική δυσπραγία, στέλνει δυο πανομοιότυπες ερωτικές επιστολές στις κυρίες Άλις Φορντ και Μεγκ Πέιτζ, έχοντας βάλει στο μάτι την περιουσία των συζύγων τους. Σαρκάζει την τιμή (L'onore, ladri!) και απολύει τους ακολούθους του Μπάρντολφ και Πίστολ γιατί δεν συνεργάζονται μαζί του σε αυτήν την απάτη του. Οι δυο κυρίες λαμβάνουν τις επιστολές και διαπιστώνουν την ομοιότητά τους. Προσβεβλημένες, αποφασίσουν να εκδικηθούν τον Φάλσταφ και με την βοήθεια της Κυρά Κουΐκλι, τον καλούν στο σπίτι της Άλις. Στο μεταξύ, η Νανέτα, η κόρη της οικογένειας Φορντ, φλερτάρει με τον νεαρό Φέντον, τον οποίον αποδέχεται η μητέρα της αλλά όχι ο πατέρας της. Ο κύριος Φορντ έχει διαλέξει για γαμπρό της κόρης του τον περισπούδαστο Δόκτωρα Καγιού. Οι ίντριγκες δίνουν και παίρνουν μεταξύ όλων. Οι απολυμένοι ακόλουθοι του Φάλσταφ, για να τον εκδικηθούν, ειδοποιούν τον κύριο Φορντ για την επίσκεψη που πρόκειται να κάνει το πρώην αφεντικό τους στην κυρία Φορντ.
Η Κυρά Κουΐκλι μεταφέρει, εκ μέρους της κυρίας Φορντ, την πρόσκληση στον Φάλσταφ (Reverenza). Ο κύριος Φορντ παρουσιάζεται με το ψευδώνυμο Φοντάνα στον Φάλσταφ και επιβεβαιώνει όσα του είπαν οι δυο ακόλουθοι. Η επιβεβαίωση του ραντεβού της γυναίκας του με τον Φάλσταφ, τον ρίχνει σε θλιβερούς συλλογισμούς πάνω στο θέμα του γάμου (È sogno o realtà?) Ο Φάλσταφ πάει στο σπίτι της Άλις (Quand' ero paggio), η οποία τον παρουσιάζει στη φίλη της την Μεγκ. Η απρόοπτη έλευση του κυρίου Φορντ αναγκάζει τις δυο κυράδες να κρύψουν τον Φάλσταφ στο καλάθι με τα άπλυτα. Ο κύριος Φορντ, που συνοδεύεται από τον Δόκτωρα Καγιού, κάνει άνω κάτω το σπίτι ψάχνοντας τον Φάλσταφ και τελικά ανακαλύπτει πίσω από ένα παραβάν την Νανέτα με τον Φέντον να φιλιούνται. Στο μεταξύ οι δυο κυράδες ρίχνουν το περιεχόμενο του καλαθιού στον Τάμεση, ώστε οι υπηρέτριες να πλύνουν τα βρώμικα ρούχα και μαζί ρίχνουν και τον Φάλσταφ.
Ο Φάλσταφ, ξεπαγιασμένος από το μπάνιο στα κρύα νερά του Τάμεση, νιώθει ταπεινωμένος και κάνει θλιβερές σκέψεις για τα γηρατειά. Η Κυρά Κουΐκλι τον πείθει για τις αγαθές προθέσεις της Άλις και του δίνει ραντεβού τα μεσάνυχτα στο πάρκο του Ουίνδσορ, όπου πρέπει να πάει μεταμφιεσμένος σε κυνηγό. Ο κύριος Φορντ, οι υπηρέτες και όλα τα πρόσωπα του έργου ετοιμάζουν μια γιορτή με νεράιδες, ξωτικά και μάγισσες στο δάσος ώστε να περιπαίξουν και να γελοιοποιήσουν τον Φάλσταφ. Στο δάσος ο Φέντον τραγουδά τον έρωτά του (Dal labbro il canto) και η Νανέτα, ντυμένη σαν βασίλισσα των νεράιδων επικαλείται τα φτερωτά πνεύματα (Sul fil d'un soffio etesio). Ο Φάλσταφ πέφτει θύμα επίθεσης δαιμόνων και γελοιοποιείται πάλι. Αλλά και ο κύριος Φορντ πέφτει θύμα της πονηριάς τον γυναικών, οι οποίες, μέσα από ένα παιχνίδι μεταμφιέσεων και αλλαγής ρόλων, τον φέρνουν προ τετελεσμένου γεγονότος, καθώς ευλόγησε χωρίς να το ξέρει τον γάμο της Νανέτας και του Φέντον. Οι εξαπατημένοι δεν έχουν παρά να αποδεχτούν τη μοίρα τους και κλείνουν το έργο με μια φούγκα, τραγουδώντας ότι Όλα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι μια φάρσα (Tutto nel mondo è burla)[3]. [4]
Επί σκηνής: κιθάρα, φυσικό κόρνο σε Λα μπεμόλ μπάσο, καμπάνα σε Φα
Α' Πράξη
Β' Πράξη
Γ' Πράξη
Η παγκόσμια πρεμιέρα του Φάλσταφ δόθηκε Σκάλα του Μιλάνου στις 9 Φεβρουαρίου 1893, ως μέρος της οπερατικής σεζόν του Καρναβαλιού και της Σαρακοστής, με διευθυντή ορχήστρας τον Εντοάρντο Μασκερόνι. Στην παράσταση αυτή ήταν παρόντες ο Τζοζουέ Καρντούτσι, ο Τζάκομο Πουτσίνι, ο Πιέτρο Μασκάνι, ο Τζουζέππε Τζακόζα, η δούκισσα Μαρία Λετίτσια Βοναπάρτη, ο Υπουργός Παιδείας Φερντινάντο Μαρτίνι κ.ά. Οι επευφημίες του κοινού οδήγησαν τον Βέρντι να βγει για να υποκλιθεί 3 φορές στο τέλος της Α' Πράξης, 6 φορές στο τέλος της Β' Πράξης και 7 φορές μετά το φινάλε, με τα χειροκροτήματα για τον συνθέτη και το καστ να διαρκέσουν μία ώρα. Τους επόμενους δύο μήνες δόθηκαν είκοσι δύο παραστάσεις στη Σκάλα και στη συνέχεια το έργο μεταφέρθηκε εντός Ιταλίας στη Γένοβα, τη Ρώμη, τη Βενετία και την Τεργέστη. Στην παράσταση της Ρώμης στις 14 Απριλίου 1893, μαζί με τον Βέρντι ήταν παρόντες ο λιμπρετίστας Μπόιτο και ο εκδότης Τζούλιο Ρικόρντι, όπως και πολλές μεγάλες αριστοκρατικές και πολιτικές προσωπικότητες της εποχής. Ο βασιλιάς Ουμβέρτος Α΄ κάλεσε τον Βέρντι στο βασιλικό θεωρείο, ήταν μια εθνική αναγνώριση και αποθέωση του Βέρντι που δεν του είχε προσφερθεί ποτέ ως τότε.
Η πρώτη παράσταση στο εξωτερικό δόθηκε στη Βιέννη στις 21 Μαΐου 1893. Την επόμενη χρονιά, στις 2 Ιανουαρίου 1894 ανέβηκε στο Αμβούργο με μαέστρο τον Γκούσταβ Μάλερ και στις 18 Απριλίου 1894 ανέβηκε στην Οπερά-Κομίκ του Παρισιού, με γαλλικό λιμπρέτο του Μπόιτο και του Πολ Σολάνζ. Στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου δόθηκε η πρώτη βρετανική παράσταση, στις 19 Μαΐου 1894, με μαέστρο τον Λουίτζι Μαντσινέλι και με τον ίδιο μαέστρο δόθηκε η πρώτη αμερικανική παράσταση, στις 4 Φεβρουαρίου 1895 στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.[4][5]
Στη Σκάλα του Μιλάνου, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε, έχουν δοθεί συνολικά 209 παραστάσεις του Φάλσταφ. Έχει ανέβη σε 34 σεζόν και άνοιξε το πρόγραμμα στις σεζόν του 1921, 1936 και 1980. Έτσι, ο Φάλσταφ κρατάει τα σκήπτρα της όπερας που έχει παρουσιαστεί τις περισσότερες φορές στη Σκάλα.
Ο Φάλσταφ ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1932 από τη δισκογραφική εταιρεία Naxos Records, με τον βαρύτονο Τζιάκομο Ρίμινι στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακολούθησαν περισσότερες από 90 ζωντανές και μη ηχογραφήσεις.[6] Πολλοί βαρύτονοι διέπρεψαν στον ρόλο του Φάλσταφ, όπως ο Γάλλος Βίκτωρ Μορέλ (ο πρώτος Φάλσταφ), οι ιταλοί Μαριάνο Στάμπιλε, Τζιουζέπε Βαλντένγκο, Τίτο Γκόμπι και πιο πρόσφατα ο Αμπρότζιο Μαέστρι, οι Ουαλοί σερ Τζέρεντ Έβανς και σερ Μπρυν Τέρφελ .