Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Οι φάτνες της Κρακοβίας (πολων. szopka krakowska) είναι παραδοσιακά χειροτεχνήματα των Χριστουγέννων από την Κρακοβία της Πολωνίας, που συνιστούν μία παράδοση δύο αιώνων. Το ασυνήθιστο ιδιάζον χαρακτηριστικό γνώρισμα των szopka (σόπκα) είναι η απεικόνιση ιστορικών κτηρίων της Κρακοβίας ως υποβάθρου για τη σκηνή της Γεννήσεως του Χριστού.[1] Το 2018, οι φάτνες της Κρακοβίας προστέθηκαν σε κατάλογο της «Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας» της UNESCO.[2]
Οι τριδιάστατες αναπαραστάσεις της σκηνής της Γεννήσεως του Χριστού χρονολογούνται από την εποχή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης (13ος αιώνας) και από τότε εξαπλώθηκαν ευρύτατα στην Πολωνία. Στον Ύστερο Μεσαίωνα αναπτύχθηκε επίσης στην Πολωνία ένα συγκεκριμένο είδος χριστουγεννιάτικου δρώμενου, που αναφέρονται ως Jasełka (Γιασέουκα).[3][4]
Μερικοί από τους συμμετέχοντες στο δρώμενο αυτό έδειχναν τις φάτνες που είχαν κατασκευάσει μαζί με μαριονέτες σε μια μορφή θεάτρου του δρόμου. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι κινούμενες μαριονέτες αντικαθίσταντο με ακίνητες ξύλινες μορφές-αγαλματίδια. Κάποτε πάλι προσέθεταν μαριονέτες ή αγαλματίδια άλλης θεματικής, προκειμένου να απεικονίσουν στοιχεία του πολωνικού πολιτισμού, από ιστορικές μορφές όπως τους «φτερωτούς ουσάρους» και τον Ταντέους Κοστσιούσκο, μέχρι τον θρυλικό μάγο Παν Τφαρντόφσκι και τον Δράκο του Βάβελ, αλλά και σύγχρονούς τους πολιτικούς και καλλιτέχνες. Τον 18ο αιώνα, η εξάπλωση τέτοιου μη θρησκευτικού περιεχομένου οδήγησε σε μια απαγόρευση των πιο επιδεικτικών σκηνών της Γεννήσεως σε ορισμένους πολωνικούς ναούς. Μετά την απαγόρευση, οι παραστάσεις εξελίχθηκαν σε μια πραγματική έκφραση λαϊκής τέχνης.
Η παράδοση των σόπκα στη σημερινή τους μορφή ωστόσο δεν εμφανίσθηκε πριν τον 19ο αιώνα, όταν τεχνίτες της Κρακοβίας (κτίστες, ξυλουργοί και άλλοι) άρχισαν να τις κατασκευάζουν ως εποχική διακόσμηση, προκειμένου να κερδίσουν λίγα περισσότερα χρήματα εν όψει του χειμώνα. Το συνήθειο άρχισε να γίνεται αγαπητό στον κόσμο και εξελίχθηκε σε έθιμο, με πολλούς να είναι πρόθυμοι να πληρώσουν κάτι ακόμα και για να δουν απλώς συλλογές από σόπκα – οι οποίες συχνά μεταφέρονταν από πόρτα σε πόρτα από ομάδες που έλεγαν τα κάλαντα – ή πολύ περισσότερο για να αποκτήσουν τέτοιες περίτεχνες «φάτνες». Ανάμεσα στους αξιοσημείωτους πρώτους «προστάτες» του εθίμου συγκαταλεγόταν η πλούσια οικογένεια των Ποτότσκι.
Μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας το 1918, οι σόπκα άρχισαν για πρώτη φορά να κατασκευάζονται και να πωλούνται ως «σουβενίρ» της Κρακοβίας. Οι δημοτικές αρχές της πόλεως αποφάσισαν να υποστηρίξουν αυτή την παράδοση, ανακοινώνοντας τον πρώτο «διαγωνισμό φάτνης» τον Δεκέμβριο του 1937. Από τότε, με εξαίρεση τις χρονιές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η παρουσίαση και διαγωνισμός των σόπκα διεξάγεται ετησίως κάθε πρώτη Πέμπτη του Δεκεμβρίου, στην Κεντρική Πλατεία της Κρακοβίας, δίπλα στο μνημείο του Άνταμ Μιτσκιέβιτς. Οι αναδειχθείσες ως καλύτερες σόπκα εκθέτονται στη συνέχεια στο Ιστορικό Μουσείο της Κρακοβίας στο Ανάκτορο Χριστοφόρου.
Οι έντονα διακοσμημένες αυτές δομές μπορούν να φθάσουν σε ύψος τα δύο μέτρα και πλάτος τα τρία. Το κτίσμα που χρησιμεύει τις περισσότερες φορές ως έμπνευση για τα μοντέλα είναι ο Ναός (βασιλική) της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με τις εύκολα αναγνωριζόμενες «μύτες» του. Συχνές επιλογές είναι επίσης το Κάστρο Βάβελ, το εμπορικό κέντρο Σουκιενίτσε και το Παρατηρητήριο της Κρακοβίας.
Η Γέννηση του Χριστού παρουσιάζεται συχνά στο δεύτερο επίπεδο των κατασκευών, καθώς το «ισόγειο» φιλοξενεί πρόσωπα από τη νεότερη Ιστορία.