Οι Φαναριώτες ήταν μία εκ των κοινωνικών ομάδων του ελληνικού έθνους που κατάφεραν να αναδειχθούν στον διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης η βυζαντινή αριστοκρατία βαθμιαία εξαφανίστηκε, καθώς πολλά μέλη της διέφυγαν στη Δύση και άλλα έχασαν τη ζωή τους τη νύχτα της άλωσης. Μια νέα όμως τάξη άρχισε να διαμορφώνεται στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επιβλήθηκε βαθμιαία μέσα από την άσκηση επιστημονικών επαγγελμάτων και την οικονομική της ευρωστία. Η νέα αυτή αριστοκρατία εγκαταστάθηκε γύρω από το Πατριαρχείο, στη νέα του έδρα, στη συνοικία του Φαναρίου. Οι Φαναριώτες, όπως αποκλήθηκαν, ήταν κυρίως ελληνικής καταγωγής, αν και ανάμεσά τους υπήρχαν εξελληνισμένες οικογένειες Ρουμάνων, Αλβανών και Ιταλών. Η ανάδειξή τους ως πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων του ελληνικού έθνους και της οθωμανικής διοίκησης ανάγεται στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν για πρώτη φορά ένας Έλληνας από την Τραπεζούντα, ο Παναγιώτης Νικούσιος, με σπουδές στην Πάδοβα και γλωσσομαθής κατέλαβε τη θέση του μεγάλου δραγουμάνου της Πύλης. Έκτοτε, ορθόδοξοι Φαναριώτες, οι οποίοι ήταν οι πλέον καλλιεργημένοι, γλωσσομαθείς και με εμπειρία από την Ευρώπη, υπήκοοι της αυτοκρατορίας, καταλάμβαναν το αξίωμα αυτό, στο οποίο σύντομα προστέθηκαν τα αξιώματα του δραγουμάνου του στόλου[1] και κυρίως, από τις αρχές του 18ου αιώνα, των ηγεμόνων των αυτόνομων παραδουνάβιων ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας και ασχολήθηκαν με το εμπόριο.[2]
Οι Φαναριώτες συνδέονται με τον τρόπο συγκρότησης του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού και την διαχείριση υποθέσεων τόσο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας όσο και στις εξωτερικές σχέσεις με άλλα κράτη. Το οθωμανικό διοικητικό προσωπικό στερούμενο ετοιμότητας αλλά και των αναγκαίων δεξιοτήτων, δημιουργούσε ένα κενό που ήλθαν να καλύψουν οι Φαναριώτες.[3]
Από την κορυφή ως τα μεσαία τουλάχιστον στρώματα της κοινωνικής πυραμίδος, ένας κόσμος ολόκληρος, η φαναριώτικη κοινωνία, από τον Βόσπορο ως τον Δούναβη, δεν συναπαρτίζει στο σύνολό της μια συμπαγή αριστοκρατία με ενιαία ταξική συνείδηση και ιδεολογία. Αντίθετα, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα νέων δυνάμεων και κέντρο διασταυρώσεως όλων των κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων της εποχής.
Πραγματικά, η φαναριώτικη κοινωνία[4] αποτελεί ένα φυτώριο ηγετικών στελεχών. Παίρνουν την πιο επιμελημένη ανατροφή και μόρφωση, κατά τα πρότυπα της αγωγής των ευγενών της Ευρώπης. Τη φροντίδα της διαπαιδαγώγησής τους την αναλαμβάνουν συχνά ειδικοί παιδαγωγοί, συγκεκριμένα οικοδιδάσκαλοι, συνήθως και ένας ή δύο Ευρωπαίοι ανάμεσά τους. Συνεπώς, οικοδιδάσκαλοι και κοινά σχολεία, ηγεμονικές ακαδημίες, εκσυγχρονισμένη κατά το δυνατόν παιδεία και σπουδές σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια εξασφαλίζουν την ανάλογη σταδιοδρομία των Φαναριωτών. Διδάσκονται όλες τις μαθήσεις, τόσο τα ιερά γράμματα όσο και τις θετικές επιστήμες και τις ξένες γλώσσες. Όταν πια φτάνουν στα είκοσί τους χρόνια, νιώθουν πια έτοιμοι και πάνοπλοι για τη λαμπρή αλλά δύσκολη σταδιοδρομία που ανοίγεται μπροστά τους. Πολύγλωσσοι καθώς είναι και επαρκώς ενήμεροι για τις εξελίξεις και τις προόδους της Ευρώπης, αποτελούν ένα μείγμα ανατολής και δύσης. Τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα επωφελούνται όσο μπορούν και συνακολουθούν. Ενώ σε άλλες περιοχές οι υπόδουλοι μόλις που κατόρθωναν να συντηρούν λίγους γραμματοδιδασκάλους, οι ημιαυτόνομες ηγεμονίες προσελκύουν επιστήμονες ανωτέρου επιπέδου με αξιώσεις, όπως ιατρούς, ιατροφιλοσόφους, νομομαθείς, διερμηνείς, μεταφραστές, γραμματικούς των μεγάλων αρχόντων και της Αυλής, καθώς και πλήθος κρατικών υπαλλήλων.
Παράλληλα, η μόρφωση των επίδοξων ηγεμόνων ευνοεί μια στροφή προς τις κοινωνικές, νομικές και πολιτικές επιστήμες. Οι επιστήμες αυτές δεν είχαν προσελκύσει άλλοτε παρά ορισμένους Επτανήσιους. Στα ημιαυτόνομα πριγκιπάτα όμως των Φαναριωτών, λειτουργούν δικαστικές και διοικητικές υπηρεσίες, συντάσσονται καταστατικοί νόμοι και νέοι κώδικες αστικού και ποινικού δικαίου, εισάγονται νομοθετικές ρυθμίσεις και υπάρχουν επίσης σχέσεις και προβλήματα διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής. Στη Δύση είχε από νωρίς αναπτυχθεί το ενδιαφέρον για την πολιτική σκέψη και τα πολιτικά διδάγματα των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων, αλλά και για την αντίστοιχη παραινετική φιλολογία των Βυζαντινών. Στο Φανάρι και στις ηγεμονίες, από όλους τους αρχαίους και τους βυζαντινούς συγγραφείς ιδιαίτερα, διδάσκονται, μεταφράζονται, σχολιάζονται, αντιγράφονται και συχνά τυπώνονται σημαντικά έργα. Εκτός όμως από τα μεταφραζόμενα έργα, και παράλληλα με αυτά, πολύ περισσότερα ήταν εκείνα που κυκλοφορούσαν και διαβάζονταν στο πρωτότυπο, κυρίως στα γαλλικά. Συγκεκριμένα, όχι μόνο επίδοξοι ηγεμόνες, αλλά πλήθος μορφωμένων ανθρώπων, διάβαζε συστηματικά συγγράμματα πολιτειολογίας και πολιτικής αλλά και γενικότερα έργα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού. Επομένως, είχε προ πολλού δημιουργηθεί ένα ευρύτατο και καλά προετοιμασμένο έδαφος για να φθάνουν εγκαίρως, να διαβάζονται και να βρίσκουν απήχηση τα έργα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, του Μοντεσκιέ, του Βολταίρου και όλων των άλλων που άνοιγαν τότε νέους ορίζοντες και προετοίμαζαν τις επερχόμενες κοσμογονικές μεταβολές.
Οι Φαναριώτες ήταν μια διακριτή κοινωνική κατηγορία, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, ιδιότυπα κλειστή και με μέριμνα να αναδιπλώνεται στον εαυτό της, «γι' αυτό και κυρίως ενδογαμική». Έχοντας ενδιαφέροντα οικονομικής ανόδου, κοινωνικής προβολής και πολιτικής δράσης, στηριζόταν στην καταγωγή της, στις μνήμες του παρελθόντος, στη μόρφωση και στον κοσμοπολιτισμό της. Ανήκει στην κοινωνία των Ελλήνων, στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην τουρκική κοινωνία. Οι σχέσεις που αναπτύσσει είναι μικτές: συνεργασίας και ανταγωνισμού φροντίζοντας ταυτόχρονα να διατηρήσει μια ασταθή ισορροπία.[5] Ο ρόλος των Φαναριωτών ήταν «παρασιτικός και υποβοηθητικός και εξαρτηματικός». Οι όποιες εμπορικές και κερδοσκοπικές απασχολήσεις τους έχουν χαρακτήρα ευκαιριακό, παραπληρωματικό συνδεόμενες με κρατικές παραχωρήσεις.[6] Σχηματίζουν μαζί με άλλες κοινωνικές ομάδες (πρόκριτοι, ανώτερος κλήρος, οπλαρχηγοί) ,στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα την ιθύνουσα τάξη του έθνους, αυτή που ο ελληνικός λαός θα χαρακτηρίσει ως ‘’τζάκια’’.[7]
Οι θέσεις που κατείχαν οι Φαναριώτες μέσα στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό και μέσα στην Ορθοδοξία και η διοικητική τους εμπειρία από τις ηγεμονίες συνέτειναν στο να ριζωθεί στον κύκλο τους η πεποίθηση ότι αυτοί ήταν οι εκλεκτοί του έθνους και η ηγετική του τάξη. Οι φαναριώτικες οικογένειες (Μαυροκορδάτοι, Υψηλάντηδες, Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί και Κομνηνοί) υπερηφανεύονταν για την καταγωγή τους από αρχοντικούς οίκους του Βυζαντίου και αυτοαποκαλούνταν άρχοντες του γένους των Ρωμαίων, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν απόγονοι των βυζαντινών αρχόντων. Το πολιτικό τους όραμα ήταν η αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό τη δική τους ηγεμονία. Χαρακτηριστικό αυτού του πολιτικού τους οράματος αποτελεί το γεγονός ότι για την ανάρρησή τους στο θρόνο των ηγεμονιών ακολουθούσαν το τυπικό της στέψης των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η τακτική τους αυτή δεν αποσκοπούσε στην άμεση σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφού από την ύπαρξή της ωφελούνταν και οι ίδιοι. Απέβλεπαν όμως στη σταδιακή διάβρωση του οθωμανικού κράτους και στην τελική αντικατάστασή του από μια νέα βυζαντινή αυτοκρατορία, όπου ο Χριστιανισμός και ο ελληνικός πολιτισμός θα κυριαρχούσαν.[8]
Μετά την Άλωση η βυζαντινή αριστοκρατία της πρωτεύουσας εξαλείφθηκε βαθμιαία ενώ μια νέα τάξη άρχισε να αναδεικνύεται υπό τις νέες συνθήκες. Έλληνες έμποροι από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας (Τραπεζούντα, Καραμανία, νησιά του Αιγαίου) καθιστούν την Κωνσταντινούπολη έδρα των επιχειρήσεών τους και αρχίζουν να παίζουν καίριο ρόλο στο διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου. Επιδίωξαν οι πιο πολλοί από αυτούς να βρίσκονται πλησίον του Πατριαρχείου και στην οριστική εγκατάστασή του στη συνοικία του Φαναρίου (1601).[9] Οι Τούρκοι αρχίζουν να προσλαμβάνουν από τα μέσα του 17ου αιώνα λογίους εγκατεστημένους στο Φανάρι οι οποίοι είναι γνώστες τόσο της τουρκικής γλώσσας όσο και ευρωπαϊκών γλωσσών. Ο Παναγιώτης Νικούσιος (1661-1673) ήταν ο πρώτος που προσλήφθηκε και διακρίθηκε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Τούρκων και Βενετών στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Επίσης η συνετή πολιτική του στη διενέξεις καθολικών και ορθοδόξων για την κατοχή των Αγίων Τόπων, αύξησε το κύρος του στη σουλτανική αυλή.[10]
Διάδοχός του υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής της οθωμανικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, τιμήθηκε με τον τίτλο του εξ απορρήτων. Με τη δραγομανία του, η οποία διαρκεί σαράντα χρόνια-μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεσμού-ξεκινά ο αιώνας των Φαναριωτών.[11] Από τους Φαναριώτες προερχόταν ο Μεγάλος Δραγουμάνος (διερμηνέας) της Πύλης (του συμβουλίου των υπουργών) -ένα είδος ιδιαίτερου γραμματέα του Μεγάλου Βεζίρη και στην ουσία Υπουργός Εξωτερικών για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις- και ο Δραγουμάνος του Στόλου, ο οποίος, ως γραμματέας του Καπουδάν πασά, διοικούσε τα νησιά, μια και ήταν δική του αρμοδιότητα να επανδρώνει τα πλοία του στόλου[12]. Για την θέση του Δραγουμάνου στόλου κρίθηκε αναγκαία η αξιοποίηση ορθοδόξων μεσολαβητών για την αντιμετώπιση των πρώτων κρουσμάτων χριστιανικής ανταρσίας.[13] Από το Φανάρι προερχόταν επίσης οι ηγεμόνες της Μολδαβίας και της Βλαχίας (οι οσποδάροι).
Επειδή το Πατριαρχείο συνιστούσε την ανώτατη αρχή του υπόδουλου Ελληνισμού πολλοί από τους πλουσιότερους εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στην οθωμανική πρωτεύουσα επεδίωξαν να βρίσκονται αρχικά πλησιόχωρα σε αυτό και στη συνέχεια να το πλαισιώσουν και να το προσεταιρισθούν διά της κατάληψης υψηλών θέσεων μέσα στην έδρα του Πατριαρχείου. Η αμοιβαία εξάρτηση που δημιουργήθηκε σταδιακά οφειλόταν στην πολιτική δεξιότητα και στην οικονομική δύναμη των Φαναριωτών που επιζητούσε η Εκκλησία-μπορούσαν να διευθετήσουν μια σειρά ζητημάτων που αφορούσαν την Εκκλησία γενικά ή τα μέλη του Ανώτατου κλήρου, λόγω των στενών σχέσεών τους με ισχυρούς οθωμανικούς παράγοντες ή τον ίδιο τον σουλτάνο [14] και στο πνευματικό κύρος του Πατριαρχείου που ήθελαν οι Φαναριώτες προκειμένου να αναδειχθούν σε κοσμικούς άρχοντες των υπόδουλων.[15] Τα παιδιά των εμπόρων εντάχθηκαν στο μηχανισμό της Εκκλησίας και σταδιακά μονοπώλησαν τα ισχυρά λαϊκά αξιώματα του Πατριαρχείου. Έτσι γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα κατόρθωσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του Πατριαρχείου και να διαχειρίζονται την εκλογή των Πατριαρχών, παρόλο που δεν καταλάμβαναν πόστα επισκόπων.[9] Έτσι από το 1695 έως το 1795 υπήρξαν μόνο 31 πατριάρχες, εν αντιθέσει με τους 61 από το 1595 έως το 1695, κι αυτό χάρις στη φαναριώτικη επιρροή.[16] Στο σπίτι του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, στο Φανάρι, ο Νεόφυτος Ε’ εκλέγεται πατριάρχης το 1707, από συνέλευση αρχιερέων και λαϊκών.[17] Η πρώτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας των Φαναριωτών στην ελληνική κοινωνία εκδηλώνεται πρώτη φορά εντός του πατριαρχικού θεσμού στα 1750. Συγκεκριμένα και με αφορμή την επιθυμία κάποιων καθολικών από τον Γαλατά να προσέλθουν στην ορθοδοξία ο πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ ζήτησε τον αναβαπτισμό τους, ενω η πλειονότητα των συνοδικών δεν πρόκρινε αυτή τη λύση. Επειδή ο πατριάρχης δεν ήταν φαναριώτικη επιλογή και η πλειοψηφία των συνοδικών ήταν μέλη φαναριώτικων οικογενειών ή ήταν στενά συνδεδεμένοι με αυτούς, η μεταξύ τους διαφωνία έλαβε χαρακτήρα αντιφαναριωτικό. Το 1751 απομακρύνθηκε από τον θρόνο του, αλλά επανήλθε το 1752 επιβάλλοντας ρυθμίσεις που αποδυνάμωναν τον ρόλο της συνόδου: ζήτησε την απομάκρυνση όλων των συνοδικών από την Κωνσταντινούπολη και την μετάβασή τους στις επαρχίες.[18]
Οι ντόπιοι οσποδάροι ηγεμόνες (α' μισό 17ου αι.) ενθάρρυναν την διείσδυση των Ελλήνων και του πολιτισμού της στις περιοχές τους με σκοπό να ελαττώσουν την πολιτιστική επιρροή των Σέρβων, Κροατών, Βουλγάρων. Επίσης ο τελευταίος οσποδάρος της Μολδαβίας Δημήτριος Καντεμίρ ήλθε σε μυστική συνεννόηση με τους Ρώσους για να απελευθερώσουν τις ηγεμονίες. Τελικά απέτυχε το σχέδιό του, και έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να τοποθετήσουν στη διοίκηση των ηγεμονιών τους έμπιστούς τους Φαναριώτες.[19] Το 1709 το αξίωμα των οσποδάρων περνά στον Νικόλαο Μαυροκορδάτο και κατά τον αιώνα που ακολούθησε μέχρι το 1821, στη θέση των δύο οσποδάρων εναλλάσσονταν εκπρόσωποι οκτώ οικογενειών Ελλήνων Φαναριωτών. Υπό τη διοίκηση των Φαναριωτών η παλιότερη εκεί ελληνική παρουσία εξελίχθηκε σε συμπαγείς ελληνικές παροικίες.[20]
Αρχικώς την πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων αρχόντων τον δέκατο έκτο αιώνα συνόδευε η ψυχολογική αβεβαιότητα: έτσι μια Ελληνίδα αρχόντισσα έγραφε από το Βουκουρέστι αυτή η χώρα δεν είναι κληρονομία μας. Σήμερον ήμεσθεν και αύριον δεν ήμεσθεν, εις του Θεού το όρισμα και εις των Τούρκων το χέριν είμεστεν[...] .Μέσα σε δύο αιώνες η φαναριώτικη κοινωνία εδραιώνεται στις ρουμανικές χώρες, και οι Έλληνες αξιωματούχοι και αστοί συγκροτούσαν ενιαίο κοινωνικό σώμα με τους Ρουμάνους βογιάρους. Το 1719 ένας Έλληνας λόγιος γράφει: Το Φανάρι είναι όλον είναι εδώ.[...].[21] Υπό το φαναριώτικο καθεστώς έγιναν σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις όπως η νομοθετική κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο και η εύνοια της παιδείας και η δημιουργία υποδοχών για τον Διαφωτισμό.[22] Καθώς διευρυνόταν το πεδίο δράσεως των Φαναριωτών ενισχύθηκε το ενδιαφέρον και από την πλευρά και άλλων φαναριώτικων οικογενειών για την απόκτηση του σχετικού αξιώματος και τελικά αναπτυσσόταν ένας αγώνας πλειοδοσίας μεταξύ των ανταγωνιστών. Τελικός ωφελημένος από τα δοσίματα ήταν η Πύλη που συντηρούσε το καθεστώς των δωροδοκιών: ήθελε συχνούς διορισμούς, κι εκβίαζε για μετάθεση στη φτωχότερη Μολδαβία.[23] Μέλη φαναριώτικων οικογενειών είναι και οι ιεράρχες στην αρχιεπισκοπή Ιππεκίου, όπως ο Ιωαννίκιος Καρατζάς (1737-1746) [24] Η κατάληψη αξιωμάτων εκ μέρους τους και η σύνδεση των τυχών τους με τα οθωμανικά συμφέροντα τους κατέστησε υπόπτους στα μάτια των Ρώσων οι οποίοι απέφυγαν να συνεργαστούν μαζί τους.[25]
Οι πρώτες στοές στη Μολδαβία και στη Βλαχία ιδρύθηκαν μάλλον πριν το 1776 και οι τεκτονικές ιδέες διεισδύουν στον χώρο των ηγεμονιών λόγω της γειτνίασής τους με την Αψβουργική Αυτοκρατορία και λόγω της παρουσίας αυτοκρατορικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες (1769-1774),οι αξιωματικοί των οποίων ήταν τέκτονες. Το 1776 ο ηγεμόνας Γρηγόριος Γκίκας έκλεισε αιφνιδιαστικά την στοά του Ιασίου.[26] Ο Αλέξανδρος Μουρούζης είναι μέλος από το 1776 της στοάς ‘’St.Andreas zu den drei Seeblattern ‘’ και αργότερα ιδρυτής μιας στοάς στην Πέστη. Ο δεύτερος Φαναριώτης είναι ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ηγεμόνας της Μολδαβίας και της Βλαχίας, μυήθηκε στα 1784 στη στοά ‘’Zu den drei Saulen’’στο Μπράσοβο. Επίσης ο Κωνσταντίνος Καρατζάς ο Μπάνος μυήθηκε στην βερολινέζικη στοά ‘’Zur siegenden Wahrheit’’.[27] Η νέα πολιτικοκοινωνική κατάσταση που βιαίως τείνει να επιβάλει η Γαλλική Επανάσταση υποχρεώνει τους Φαναριώτες ηγεμόνες να μεταβάλλουν τη στάση τους και απέναντι στον ριζοσπαστικοποιημένο τεκτονισμό.[28][29] Το 1812 έλαβε χώρα μυστική σύσκεψη στη Μόσχα σύσκεψη υψηλού τεκτονικού και πολιτικού επιπέδου με πρωτοβουλία του Μεγάλου Διδάσκαλου του Ελληνικού Τεκτονισμού Ρώμα, του Καποδίστρια και του Φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, «παρουσία που δείχνει ότι είχε αναζωπυρωθεί και το φαναριώτικο ενδιαφέρον για τον τεκτονισμό».[30]
Οι Φαναριώτες ήταν εσωτερικά διχασμένοι σχετικά με την επαναστατική προοπτική. Από τη μια μεριά επεδίωκαν έναν εκσυγχρονισμό εκ των έσω μέσω της φωτισμένης δεσποτείας, της διαδοχής στην εξουσία και τελικά της αναδημιουργίας μιας ανατολικής ελληνικής αυτοκρατορίας και από την άλλη τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μέσα από την βίαιη αποσκίρτηση από την οθωμανική εξουσία. Αυτός ο εσωτερικός διχασμός ήταν αποτέλεσμα της ανόδου τους στα ανώτερα κλιμάκια της οθωμανικής ιεραρχίας και της μετεξέλιξής τους σε εταίρους και δυνάμει αντικαταστάτες των Οσμανλήδων, αλλά και της αυτοαντίληψής τους ως κληρονόμων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[31] Η άποψη πως οι Φαναριώτες ήθελαν μια δυαδική ελληνοτουρκική αυτοκρατορία στηρίζεται σε λογικές εικασίες και όχι σε στοιχεία της εποχής.[32] Η άποψη για την ειρηνική τους διείσδυση, η κάποια όσμωση και το ό,τι θα υποκαθιστούσαν τους Τούρκους μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν τεκμηριώνεται.[33]
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση οι Φαναριώτες διασπάστηκαν ακόμα πιο πολύ: οι πιο πολλοί αντιμετώπισαν τον εθνικισμό, τον φιλελευθερισμό και τον συνταγματισμό των αγωνιστών ως «διαστροφή των δυνάμεων της αλλαγής [...] που είχε γεννήσει ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός». Η αφοσίωση των περισσοτέρων στο οθωμανικό καθεστώς δεν ήταν άσχετη με την συντηρητική και αυταρχική παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την οποία εμφορούνταν.[31] Επίσης άλλοι έμεινα αδιάφοροι ενώ οι ελάχιστοι που συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση έδρασαν πιο πολύ ως μεμονωμένα άτομα παρά ως εκπρόσωποι της τάξης τους. Ο ερευνητής ιστορικός Πέτρος Πιζάνιας αναφέρει πως από τα χιλιάδες στελέχη της Ελληνικής Επανάστασης εντοπίζονται μόνο πέντε Φαναριώτες να έχουν πάρει με οποιοδήποτε τρόπο μέρος στην επαναστατική δράση.[34] Οι πιο σημαντικοί Φαναριώτες που διαδραμάτισαν κάποιον ρόλο ήταν οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης, Καντακουζηνός, Καρατζάς και Δημήτριος Υψηλάντης. Αν ο Μαυροκορδάτος ήταν εκσυγχρονιστής παρά εκπρόσωπος της φαναριώτικης τάξης τελικά κατόρθωσε να παραμείνει ενεργός σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Ο Νέγρης αναδείχθηκε στην αρχή αλλά πέθανε φτωχός και άσημος, ενώ οι Καντακουζηνός, Καρατζάς είχαν μικρό ρόλο και έφυγαν εκτός Ελλάδας. Τέλος ο Υψηλάντης εξουδετερώθηκε αφότου ήλθε στην Ελλάδα.[35] Ο περιορισμένος ρόλος τους στα πολιτικά πράγματα της Επανάστασης πρέπει να αποδοθεί στο πλήγμα που είχαν δεχθεί μετά την ήττα της εξέγερσης στις Ηγεμονίες.[36] Οι Φαναριώτες έχασαν την εμπιστοσύνη της Πύλης και εφεξής δεν διορίζονται ηγεμόνες ούτε δραγουμάνοι. Μόνο οι πρίγκιπες Καλλιμάχης, Καρατζάς και Βογορίδης επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη όπου κατάφεραν να αποκτήσουν θέσεις επιρροής.[37]
Οι Φαναριώτες έρχονται στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος έχοντας απολέσει τίτλους αξιώματα και δύναμη προερχόμενα από την οθωμανική διοίκηση. Φέρουν όμως μαζί τους πλούτο και πνευματική καλλιέργεια τα οποία τους εξασφαλίζουν θέση υπεροχής μέσα σε αυτό.[38] Οι Φαναριώτες εμφανίζονται ως μια σημαντική δύναμη στην ελληνική πολιτική ζωή τόσο στην καποδιστριακή περίοδο όσο και στην οθωνική περίοδο. Οι Φαναριώτες ανταγωνίζονται τους Επτανήσιους στην προσπάθεια διείσδυσής τους στα καίρια πόστα της κρατικής μηχανής από τα πρώτα βήματα δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Έτσι η γραφειοκρατική συγκεντροποίηση και η μεταβολή της Αθήνας σε κύριο πόλο έλξης, ο μεγαλοϊδεατισμός και η στροφή του ενδιαφέροντος προς την Κωνσταντινούπολη-Βυζάντιο, είναι από εκείνους τους παράγοντες «που ανεβάζουν τις μετοχές των Φαναριωτών» [39] Αλλά και ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης αποτελείται από Φαναριώτες, «έτσι που σχημάτιζε κανείς την εντύπωση ότι η Κωνσταντινούπολη είχε μεταφερθεί στην Αθήνα».[40]
Οι Καραθεοδωρίδες οι Αριστάρχες και οι Μουσούροι ήταν οι πιο ισχυρές γραικικές νεοφαναριώτικες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης τον 19ο αιώνα. Είχαν εξασφαλίσει μια στενή σχέση με την οθωμανική εξουσία και θα ωφεληθούν από τα μεταρρυθμιστικά ανοίγματα καταλαμβάνοντας δημόσια αξιώματα.[41] Οι γιοι του τελευταίου δραγουμάνου Σταυράκη Αριστάρχη σταδιοδρομούν ως ιδιαίτεροι δάσκαλοι σουλτάνων, ηγεμόνας της Σάμου και πρέσβης της Πύλης στο Βερολίνο και ο εγγονός του σύμβουλος επικρατείας και ισόβιος γερουσιαστής.[37]
Όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Δημαράς οι Φαναριώτες ήταν «[...] ένα εθνικό συλλογικό σώμα που εγέννησε βιαιότατα πάθη σε μια μεγάλη μερίδα του [...] εθνικού συλλογικού σώματος. Ακόμα και το όνομα Φαναριώτης έφθασε, από αρκετά ενωρίς να σημαίνει όχι πια τον κάτοικο μιας συνοικίας στην Βασιλεύουσα ή τον προερχόμενο από αυτήν, αλλά τον οπαδό μεθόδων για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας, αντίθετων προς τα κοινά ηθικά μέτρα».[42] Προεπαναστατικά κείμενα τα οποία έβαλαν κατά των Φαναριωτών ήταν ο Ρωσσαγγλογάλος, στον οποίο διαβάζουμε: «Της Ελλάδος λευθερία/εις εμέ είναι πτωχία […] Σκλάβος είμαι δοξασμένος/από τους Τούρκους αγαπημένος/ πρέπει εγώ εξ εναντίας,/ ως πιστός πάσης Τουρκίας, / την Ελλάδα να αφανίζω / και τους Τούρκους να δωρίζω / Τότε ημπορώ να ζήσω / όταν τους Γραικούς εκδήσω» [43] και η Ελληνική Νομαρχία.[44] Επίσης ο Μάρκος Φίλιππος Ζαλλώνης που στα 1824 δημοσιεύει το Σύγγραμμα περί των Φαναριωτών. Σε αυτό ο συγγραφέας του εξέταζε τις κύριες αιτίες της ανόδου των Φαναριωτών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τον τρόπο διακυβέρνησής τους και τις αιτίες της πτώσης τους. Σκοπός του ήταν να προειδοποιήσει για την επικινδυνότητα των Φαναριωτών τόσο τους Ευρωπαίους όσο και τους Έλληνες.[45] Ο Ζαλλώνης αμφισβητούσε κυρίως την αριστοκρατική καταγωγή τους το χρονικό της ανόδου τους,τη διαγωγή τους στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, το κράτος εν κράτει που είχαν συγκροτήσει στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τις στρατηγικές που μεταχειρίζονταν για την κατάκτηση και επαναδιεκδίκηση των αξιωμάτων τους, την έλλειψη ηθικών αξιών και εθνικής συνείδησης εκ μέρους τους, την εκκλησιαστική τους πολιτική, τη μη συμμετοχή τους στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης. Τέλος προειδοποιούσε για τον ολέθριο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν αν αναμειγνύονταν σε αυτήν.[46] Ένας ακόμα λόγιος που άσκησε αντιφαναριώτικη κριτική ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής. Αυτός, σε αντίθεση με τον Ζαλλώνη, παρακολουθεί την δράση των Φαναριωτών σε όλη την επαναστατική περίοδο και αργότερα μέσα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και τους ασκεί κριτική στα Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς, αλλά και στην αλληλογραφία του.[46] Βασική επιδίωξη του Κοραή είναι να αποκλεισθούν από τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας οι Φαναριώτες.[47] Για τον Κοραή δεν κατάγονται από τους Βυζαντινούς και έχουν τα αξιώματά τους δοτά από τους Τούρκους ως συνεργάτες αυτών με σκοπό την καταδυνάστευση των Ελλήνων.[48] Για τον Κοραή οι Φαναριώτες υπηρέτησαν τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην επαναστατημένη Ελλάδα.[49] Το 1827 ο Σπυρίδων Βαλέτας βάλει κατά των Φαναριωτών-‘’βλαχοδούκες‘’ τους χαρακτηρίζει.[50] Τα απομνημονεύματα των περισσότερων αγωνιστών του 1821 είναι γεμάτα από σφοδρές καταγγελίες κατά των Φαναριωτών που τους θεωρούν συνώνυμους με τη δολοπλοκία, την ανεντιμότητα, την ξιπασιά και τη διπροσωπία.[51] Για τους Ελλαδίτες ήταν οι ‘’Ανατολίτες’’, οι ‘’τουρκομαθημένοι’’.[52] Αλλά και όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος «καμία άλλη τάξη ετεροχθόνων δεν προκάλεσε τόσα συνδυασμένα πυρά εκ μέρους των αυτοχθόνων» [53] Μια ερμηνεία γι' αυτά τα στερεότυπα θα μπορούσε να ήταν το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες της κυρίως Ελλάδος, χάσμα που προέκυπτε από τη μόρφωσή τους και την επαφή τους με την ευρωπαϊκή κουλτούρα και τον Διαφωτισμό. Ήταν μια ομάδα ανθρώπων που αντιλαμβάνονταν τη φύση των συντελούμενων αλλαγών και ήταν δεκτική σε αυτές τις αλλαγές.[54] Έτσι καμία άλλη τάξη λογίων ετεροχθόνων «δεν μπορούσε να τους παραβγεί στην […] ικανότητα ένταξης στο νέο τους περιβάλλον.[53] Στερεότυπα περί των Φαναριωτών είχαν και ξένοι ιστορικοί: ο Τζέιμς Έμερσον στην ‘’Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας’’ του σημειώνει για αυτούς πως σε τίποτα δεν διαφέρουν οι σύγχρονοί του παρατρεχάμενοι της Πύλης από τους ‘’παρασίτους’’ της ρωμαϊκής εποχής. Είναι το ίδιο εξουσιομανείς και πρόθυμοι να εξουδετερώσουν κάθε αντίπαλό τους με κάθε προσφερόμενο μέσο.[55] Ο Ιωάννης Καποδίστριας τους αποκαλούσε παιδιά του σατανά[56] και μετά τη δολοφονία του οι φιλοκαποδιστριακοί έριχναν την ευθύνη στους Φαναριώτες για τον εμφύλιο πόλεμο.[57] Δεν έλλειπαν και τα θετικά για τους Φαναριώτες στερεότυπα, που οφείλονται στη μετριοπαθή εικόνα τους. Έτσι θεωρούνταν οι εκπρόσωποι της ελλαδικής υπεροχής στην Ανατολή.[53] Ο Ιωάννης Φιλήμων μιλάει στα 1834 για τα ευεργετήματα που καρπώθηκε το ελληνικό έθνος από τους Φαναριώτες. Με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο ενσωματώνονται στο σχήμα της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας αποκαθιστάμενοι πλήρως.[58] Ο μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος στα πλαίσια του σχήματος περί την πάλη των τάξεων εντάσσει τους Φαναριώτες στη συντηρητική μερίδα.[59]
Οι Φαναριώτες είχαν εξασφαλίσει τους αγωγούς της παιδείας για την τάξη τους με το σύστημα των οικοδιδασκάλων, τη γλωσσομάθεια, τα ξένα βιβλία.[60] Με σκοπό τη δημιουργία δικής τους αυλής και δικού τους περιβάλλοντος υποστηρίζουν του λογίους για να λειτουργούν ως υποστηρικτές των μαικήνων τους, αλλά και στελέχη της διοίκησης στις ηγεμονίες.[61]
Ο Γκέοργκι Σάββα Ρακόφσκι αντιπαθούσε τους Φαναριώτες που τους θεωρούσε έναν ‘’συρφετό από διάφορους λαούς’’ που δεν ήξεραν τι πάει να πει έθνος, τιμή, αξιοπρέπεια. Ήταν ύπουλοι, κακοί και επιζήμιοι για τον βουλγαρικό λαό, κυρίως γιατί ήθελαν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέσω της Μεγάλης Ιδέας.[62] Ο Γρηγόριος Σταυρίδης-Παρλίτσεβ σατίριζε τις προσπάθειες των Φαναριωτών να κάμψουν τους αγώνες των Βουλγάρων. Το όποιο ενδιαφέρον τους για τους Βούλγαρους ήταν υποκριτικό.[63]
Οι Σέρβοι δεν διατήρησαν καλές αναμνήσεις από την περίοδο που ήταν επίσκοποι Φαναριώτες και λόγω των φοροεισπρακτικών καθηκόντων τους και λόγω του συστήματος ανελίξεως στο αρχιερατικό αξίωμα και, τέλος, λόγω, της φυσιολογικής αντίδρασης του πιστού που έχει έναν αλλοεθνή επίσκοπο που αγνοεί τη γλώσσα και τη νοοτροπία του.[64]
Ο αντιφαναριωτισμός ριζώνει στην εποχή που οι Φαναριώτες εξουσίαζαν τις Ηγεμονίες. Λόγιοι και ντόπιοι αριστοκράτες τους μέμφονταν για το καθεστώς που επέβαλαν και την κακοδιοίκησή τους (M. Ph. Zallony, Essai sur les Phanariotes, Marseille 1824) γεμάτο εμπάθεια. Η πολεμική συνεχίζεται μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και επικεντρώνεται στον δεσποτισμό αυτών των ‘’σκλάβων –δεσποτών’’, αλλά και στην προσπάθεια απεθνικοποίησης του ρουμανικού λαού.[65] Στα τέλη του 19ου αιώνα σταδιακά οι αρνητικές γενικεύσεις εγκαταλείπονται, ενώ προβάλλονται και οι αρετές τους (διπλωματική δεξιοτεχνία, ενίσχυση ελληνικού πολιτισμού στις ηγεμονίες.[66] Με τον ιστορικό Νικολάε Γιόργκα ο οποίος προβαίνει σε αναθεώρηση των αρνητικών γι’ αυτούς στερεοτύπων γίνεται η πραγματική ιστορική αποκατάσταση.
Μεσολαβούσαν προς τους επίσημους Τούρκους για την ικανοποίηση διαφόρων αιτημάτων των Ελλήνων, έδειχναν ενδιαφέρον για υποθέσεις περιοχών αλλά και του έθνους. Τέτοια περίπτωση συνιστά η παρέμβαση του διερμηνέα του Στόλου Νικόλαου Μαυρογένη που μετά τα γεγονότα του 1770 έσωσε τα Ψαρά και τα νησιά του Αιγαίου από ολοκληρωτική καταστροφή, όπως και εκείνη του Χατζερή του 1787 για τα Ψαρά επίσης. Σε πνευματικό επίπεδο με την ίδρυση και συντήρηση σχολείων, τις δωρεές σε εκκλησίες ή και με τη κωδικοποίηση του εθιμικού δικαίου ορισμένων νησιών. Στις Ηγεμονίες ίδρυσαν σχολεία, ακαδημίες, βιβλιοθήκες, κωδικοποίησαν νομοθεσίες με βάση τα βασιλικά και τα τοπικά έθιμα, προέβησαν σε αγροτικές μεταρρυθμίσεις και κατάργησαν τη δουλοπαροικία. Η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό πνεύμα, οι ανθρωπιστικές αξίες διαδόθηκαν παντού.[67] Περιπτώσεις προδοσίας των Ελλήνων εκ μέρους τους δεν σημειώθηκαν.[68]