Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: καλύτερη απόδοση στα ελληνικά Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Order of the Niger και αρχηγός φυλής Φανμιλάγιο Ράνσομ-Κούτι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Fumilayo (Γιορούμπα) |
Γέννηση | 25 Οκτωβρίου 1900[1][2] Αμπεκούτα |
Θάνατος | 13 Απριλίου 1978[1] Λάγος |
Αιτία θανάτου | πτώση από ύψος |
Εθνικότητα | Γιορούμπα |
Χώρα πολιτογράφησης | Νιγηρία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Γιορούμπα γλώσσα |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά Πίντγκιν της Νιγηρίας |
Σπουδές | University of Ibadan Abeokuta Grammar School |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | δασκάλα πολιτικός ακτιβίστρια σουφραζέτα |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Israel Olutodun Ransome-Kuti |
Τέκνα | Beko Ransome-Kuti Olikoye Ransome-Kuti Φέλα Κούτι |
Συγγενείς | Femi Kuti (εγγονός), Seun Kuti (εγγονός), Ουόλε Σογίνκα (μικρανιψιός), Yeni Kuti (εγγονή), Yemisi Ransome-Kuti (ανιψιά) και Made Kuti (δισέγγονος) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Ειρήνης Λένιν |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Φανμιλάγιο Ράνσομ-Κούτι (Funmilayo Ransome Kuti), (25 Οκτωβρίου 1900 – 13 Απριλίου 1978)[3] ήταν εκπαιδευτικός, πολιτικός, αγωνίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, ακτιβίστρια αλλά ταυτόχρονα και τυπική αριστοκράτισσα της Νιγηρίας. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο εξέχοντες ηγέτες της γενιάς της. Επίσης, ήταν η πρώτη γυναίκα στη χώρα που οδήγησε αυτοκίνητο.[4] Η ενασχόλησή της με την πολιτική οδήγησε στο χαρακτηρισμό της ως πρεσβεύτρια των γυναικείων δικαιωμάτων στη Νιγηρία, ενώ παράλληλα θεωρήθηκε ως «Μητέρα της Αφρικής». Από νωρίς, αποτέλεσε πολύ ισχυρή προσωπικότητα στον αγώνα των Νιγηριανών γυναικών για δικαίωμα ψήφου. Το 1947 της αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «Λέαινα του Λισάμπι» (ο Lisabi Abgbongo Akala ήταν ηρωικός πολεμιστής των Έκμπα) , από την εφημερίδα West African Pilot , για το γεγονός ότι πρωτοστάτησε και καθοδήγησε τις γυναίκες της φυλής Έγκμπα σε μια εκστρατεία εναντίον της αυθαίρετης φορολόγησης. Αυτός ο αγώνας οδήγησε στην παραίτηση του βασιλιά Όμπα Αντεμόλα ΙΙ (Oba Ademola I-I το 1949.[5]
Ήταν η μητέρα των ακτιβιστών Φέλα Αντικουλάπο Κούτι, που ήταν και μουσικός, του γιατρού Μπέκο Ράνσομ-Κούτι, και του καθηγητή Ολικογιέ Ράνσομ Κούτι, γιατρού και Υπουργού Υγείας.[6] Ήταν ακόμα γιαγιά των μουσικών Σέουν Κούτι και Φέμι Κούτι. Στην πατρίδα της, τη Νιγηρία, χαίρει μεγάλης εκτίμησης εξ αιτίας των αξιόλογων δράσεών της.
Γεννήθηκε στις 25 οκτωβρίου του 1900 στην Αμπεοκούτα, με γονείς τους Ντάνιελ Ολουμεγιούα Τόμας και Λουκρητία Φίλις Ομογιένι Αντεοσόλου. Ο πατέρας της ήταν γιος σκλάβου που επέστρεψε από τη Σιέρα Λεόνε (βλ. Nova Scotian Settlers), και αναζήτησε την ιστορία των προγόνων του στην Αμπεοκούτα, δηλαδή στο σημερινό κράτους Ογκούν της Νιγηρίας.[7] Ασπάστηκε την Αγγλικανική πίστη, και σύντομα επέστρεψε στην πατρίδα των αδελφών του των Έγκμπας.
Η ίδια φοίτησε στο λύκειο της Αμπεοκούτα, και αργότερα έφυγε στην Αγγλία για σπουδές. Σύντομα επέστρεψε στη Νιγηρία και έγινε δασκάλα. Στις 20 ιανουαρίου 1925, παντρεύτηκε τον Αιδεσιμότατο Ολουντοτούν Ράνσομ Κούτι. Ο σύζυγός της, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα του λαού της χώρας του, και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ένωσης των Εκπαιδευτικών Νιγηρίας και της Ένωσης Νιγηριανών Μαθητών.[8]
Η Ράνσομ-Κούτι έλαβε μετάλλιο εθνικής τιμής για την συνεισφορά της ως μέλος του Τάγματος της Νιγηρίας, το 1965. Το Πανεπιστήμιο του Ibadan της χάρισε τον τίτλο της Επίτιμης Διδάκτορα του τμήματος Νομικής το 1968. Kατείχε, επιπλέον, έδρα σε ένα νομοθετικό και συμβουλευτικό σώμα,τη Βουλή των Αρχηγών της Δυτικής Νιγηρίας ως Oloye (τιμητικός τίτλος) των ανθρώπων της φυλής Γιορούμπα.
Σε όλη την καριέρα της, ήταν γνωστή ως εκπαιδευτικός και ακτιβίστρια. Αυτή και η Ελίζαμπεθ Άντεκογκμπ αγωνίστηκαν δυναμικά για τα δικαιώματα των γυναικών στη δεκαετία του 1950. Η Ράνσομ-Κούτι ίδρυσε μια οργάνωση για τις γυναίκες της Αμπεοκούτα η οποία ονομάστηκε Ένωση των Γυναικών της Αμπεοκούτα, στην οποία έγιναν μέλη πάνω από 20.000 άτομα, περιλαμβάνοντας τόσο εγγράμματες όσο και αγράμματες γυναίκες.[9]
H Ράνσομ-Κούτι ξεκίνησε να δραστηριοποιείται έντονα στο φεμινισμό όταν ίδρυσε την λέσχη γυναικών της Αμπεοκούτα η οποία αργότερα εξελίχτηκε στην επονομαζόμενη Ένωση Γυναικών της Αμπεοκούτα. Δημιούργησε αυτή τη λέσχη για να προωθήσει την ισότητα των φίλων και να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με τις αδικίες που έχουν υποστεί οι γυναίκες. Η Ένωση ξεκίνησε έχοντας μέλη κυρίως γυναίκες της μεσαίας και της εργαστικής τάξης που είχαν αποκτήσει δυτική μόρφωση. Σύντομα όμως τα μέλη αυξήθηκαν σε 10.000. Χάρη σε όλες αυτές τις γυναίκες που συμμετείχαν, η Ένωση επεκτάθηκε για άλλη μία φορά και έγινε η Ένωση Γυναικών της Νιγηρίας. Η ¨ενωση επεκτάθηκε μια τελευταία φορά και έγινε γνωστή ως Ομοσπονδία των Γυναικείων Ενώσεων της Νιγηρίας. Υπό την ηγεσία της Ράνσομ-Κούτι η οργάνωση αυτή μαχόταν για την ισότητα των γυναικών σε όλους τους τομείς της ζωής.
Η Ράνσομ-Κούτι έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό την οργάνωση που είχε ιδρύσει, όταν κινητοποίησε και συσπέιρωσε τις γυναίκες ενάντια στους ελέγχους των τιμών, που έβλαπταν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των γυναικών. Το εμπόριο ήταν μία από τις σημαντικότερες επαγγελματικές ασχολίες των γυναικών στη Δυτική Νιγηρία. Το 1949, ηγήθηκε μιας διαμαρτυρίας ενάντια στις Αρχές, ιδίως κατά του βασιλιά των Έγκμπα. Παρουσίασε έγγραφα που περιείχαν ισχυρισμούς για κατάχρηση εξουσίας από τον βασιλιά, στον οποίο είχε παραχωρηθεί από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου το δικαίωμα είσπραξης των φόρων . Στη συνέχεια ο βασιλιάς εγκατέλειψε το στέμμα του για ένα χρόνο, εξ αιτίας της υπόθεσης αυτής. Η Ράνσομ-Κούτι συνέβαλε στην επιτυχή κατάργηση των ξεχωριστών φορολογικών συντελεστών για τις γυναίκες. Το 1953 ίδρυσε την Ομοσπονδία Νιγηριανών Γυναικών , η οποία στη συνέχεια διαμόρφωσε στενή συνεργασία με την Διεθνή Δημοκρατική Ομοσπονδία Γυναικών.
Η Φανμιλάγιο Ράνσομ-Κούτι αγωνίστηκε για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Ήταν για πολλά χρόνια μέλος του κυβερνώντος κόμματος της Νιγηρίας και του Καμερούν, αλλά αργότερα διαγράφηκε από το κόμμα όταν δεν εκλέχτηκε ώστε να αποκτήσει ομοσπονδιακή κοινοβουλευτική έδρα. Ήταν υπεύθυνη για τα οικονομικά και μετέπειτα πρόεδρος του Δυτικού Συλλόγου Γυναικών του Εθνικού Συμβουλίου της Νιγηρίας και του Καμερούν.[11]
Μετά τη μη εκλογή της, η πολιτική της φωνή μειώθηκε αισθητά λόγω της αλλαγής κατεύθυνσης της εθνικής πολιτικής. Ωστόσο, συνέχισε τις δράσεις της.[12]
Στη δεκαετία του 1950, ήταν μια από τις λίγες γυναίκες που εκλέχτηκαν στη Βουλή των Αρχηγών. Εκείνη την εποχή, αυτός ο θεσμός ήταν από τους ισχυρότερους στην πατρίδα της.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και πριν από την ανεξαρτησία της χώρας, η Ράνσομ-Κούτι ταξίδευε πάρα πολύ και εξόργισε τη νιγηριανή,τη βρετανική και την αμερικανική κυβέρνηση εξ αιτίας των επαφών της με το Ανατολικό Μπλοκ. Αυτές οι επαφές περιλάμβαναν ταξίδια στην πρώην ΕΣΣΔ, την Ουγγαρία και την Κίνα, όπου γνώρισε τον Μάο Τσετούνγκ. Το 1956, το διαβατήριό της δεν ανανεώθηκε από την κυβέρνηση, με την πρόφαση ότι «μπορεί να θεωρηθεί πως έχει την πρόθεση να επηρεάσει γυναίκες με κομμουνιστικές ιδέες και πρακτικές».[13] Δεν της δόθηκε, επίσης, αμερικανική βίζα, εξ αιτίας του ισχυρισμού της αμερικανικής κυβέρνησης ότι ήταν κομμουνίστρια.
Πριν από την ανεξαρτησία ίδρυσε το Kόμμα του Λαού, σε μια προσπάθεια να αντιταχθεί στο κυβερνών κόμμα NCNC, στερώντας τους τελικά τη νίκη στην περιοχή της. Έλαβε 4.665 ψήφους σε αντιθεσή με τις δικες τους 9.755 ψήφους επιτρέποντας έτσι στο κόμμα της αντιπολίτευσης Ομάδα Δράσης, (η οποία κέρδισε 10.443 ψήφους) να κερδίσει. Ήταν επίσης, μία από τους αντιπροσώπους, οι οποίοι συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις για την ανεξαρτησία της Νιγηρίας με την βρετανική κυβέρνηση.
Όταν έφτασε σε μεγάλη πια ηλικία, ο ακτιβισμός της επισκιάστηκε από αυτόν των τριών υιών της, που αποτέλεσε ισχυρό μέσο αντίστασης σε διάφορες νιγηριανές στρατιωτικές χούντες. Το 1978 η Ράνσομ-Κούτι έπεσε από τον τρίτο όροφο του συγκροτήματος του κοινοβίου του γιού της ,Φέλα, γνωστό ως Καλακούτα, όταν αυτό καταλήφθηκε από ένοπλους στρατιώτες. Έπεσε σε κώμα τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, και πέθανε στις 13 απριλίου του 1978, καθώς τα τραύματά της δε μπόρεσαν να επουλωθούν ποτέ.[14]
Την Πέμπτη 30 Αυγούστου του 2012, ένα από τα εγγόνια της Ράνσομ Κούτι, ο μουσικός Σεούν Κούτι, απάντησε σε ερωτήσεις οπαδών και φίλων της γιαγιάς του στo κανάλι Channels Television, της Νιγηρίας μέσω του Google+. Δήλωσε ότι η γιαγιά του δολοφονήθηκε από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και ότι βρίσκει γελοία την κυβερνητική πρόταση να διατηρηθεί αθάνατη η μνήμη της τοποθετόντας την εικόνα της σε εθνικό χαρτονόμισμα, ειδικά εφόσον η οικογένειά του δεν είχε λάβει ποτέ κάποιου είδους απολογία από την κυβέρνηση. Η νιγηριανή κυβέρνηση ούτε απάντησε στο αίτημά του, ούτε ζήτησε συγγνώμη. Αρκετές ομάδες διαμαρτυρίας που σχηματίστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άσκησαν πίεση για την πραγματοποίηση κυβερνητικής απολογίας. Η κυβέρνηση της Νιγηρίας απέσυρε αργότερα την πρόταση με το χαρτονόμισμα.
Η ζωή της Φανμιλάγιο Ράνσομ-Κούτι έγινε ταινία που προβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2014 από την Ντεόλα Σαγκόε.
Αυτή είναι μία από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της νιγηριανής ιστορία και ενέπνευσε τις γυναίκες σε όλη τη Νιγηρία μέσω των γενναίων πράξεων της και κυρίως μέσω του αγώνα της για τις γυναίκες της Νιγηρίας. Μερικοί λένε ότι εκείνη άνοιξε το δρόμο για να έχουν μια καλύτερη ζωή οι γυναίκες στη Νιγηρία.