Το Φασιστικό Μανιφέστο ήταν μια διακήρυξη της οργάνωσης "Ιταλικές Φάσι Μάχης" (Fasci Italiani di Combattimento)[1] που ιδρύθηκε από τον Μπενίτο Μουσολίνι το 1919, και μια πρώτη παρουσίαση των ιδεών του Φασισμού. Το Μανιφέστο γράφτηκε από τον εθνικo-συνδικαλιστή Αλσέστε ντε Άμπρις (Alceste De Ambris) και τον ηγέτη του φουτουριστικού κινήματος Μαρινέτι (Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι).[2]
Το Μανιφέστο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Il Popolo D'italia" στις 6 Ιουνίου 1919. Χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, που περιγράφουν τους στόχους του κινήματος στον πολιτικό, κοινωνικό, στρατιωτικό και οικονομικό τομέα.[3]
Στον πολιτικό τομέα, το Μανιφέστο ζητά ("noi vogliamo"):
Στην εργασία και την κοινωνική πολιτική, το Μανιφέστο ζητά:
Στις στρατιωτικές υποθέσεις, το Μανιφέστο ζητά:
Στα οικονομικά :
Το Μανιφέστο έτσι παρουσίαζε τις πρώτες θέσεις σε ό, τι αργότερα θα χαρακτηριζόταν από τον Μουσολίνι ως "μια σειρά από σημεία, προβλέψεις, συμβουλές που, όταν θα απαλλάσσονταν από τα αναπόφευκτα απρόοπτα, μέσα σε λίγα χρόνια θα αναπτυσσόταν σε μια σειρά από δογματικές θέσεις που θα έκαναν το Φασισμό ένα πολιτικό δόγμα διαφορετικό από όλα τα άλλα, του παρελθόντος ή του παρόντος."[4] Κατά την άποψή του θα ήταν ένα προοδευτικό κίνημα που θα ξεπερνούσε τον οικονομικό και πολιτικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα. Έδινε έμφαση σε βασικά στοιχεία της προοδευτικής σκέψης της εποχής και παρουσίαζε κάποιες από τις ιδέες του κρατικού ελέγχου μαζί με κάποιες ιδέες που είναι ευρέως αποδεκτές σήμερα. Ως μια ιδεολογία που βασίζεται στην αρχή της υποταγής του ατομικισμού στο κράτος, με έμβλημα το ρωμαϊκό fascio, το πρώτο μανιφέστο του Φασισμού ήταν η προοδευτική βάση για αυτό που θα γινόταν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Από τις προτάσεις του Μανιφέστου, τη μεγαλύτερη διάρκεια είχε η δέσμευση για σωματειακή οργάνωση της οικονομίας. Μακριά από το να γίνει ένα μέσο εκτεταμένης δημοκρατίας, το κοινοβούλιο έγινε από το νόμο ένα σώμα που εκλεγόταν από το φασιστικό κόμμα το 1929, και αντικαταστάθηκε από μια βουλή που ονομαζόταν "Camera dei Fasci e delle Corporazioni" ("Αίθουσα των Φάσι και των Ενώσεων") μια δεκαετία αργότερα.
Η φιλειρηνική εξωτερική πολιτική του φασισμού έπαψε κατά το πρώτο έτος της διακυβέρνησης της Ιταλίας. Το Σεπτέμβριο του 1923, η Κρίση της Κέρκυρας έδειξε την προθυμία του καθεστώτος να χρησιμοποιήσει την ισχύ διεθνώς. Ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της φασιστικής διπλωματίας ήταν η Συνθήκη του Λατερανού το Φεβρουάριο του 1929, όπου αποδέχθηκε την αρχή της μη ανάμειξης στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Αυτό τελείωσε την 59-χρονη διαφορά μεταξύ της Ιταλίας και του Παπισμού.
Το κείμενο του Φασιστικού Μανιφέστου στην ιταλική.