Φρανς Κυμόν | |
---|---|
Γέννηση | 3 Ιανουαρίου 1868[1][2][3] Άαλστ[4][5] |
Θάνατος | 20 Αυγούστου 1947[1][6][7] Βολουβέ-Σαιν-Πιέρ[8][5] |
Υπηκοότητα | Βέλγιο |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Γάνδης |
Γονείς | Florent Cumont και Augustine Faider |
Βραβεύσεις | βραβείο Φρανκούι (1936), Silliman Memorial Lectures (1920) και doctor honoris causa from the University of Paris (1929) |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Ιδιότητα | έφορος, ανθρωπολόγος, ιστορικός της θρησκείας, ιστορικός, διδάσκων πανεπιστημίου, επιγραφολόγος, κλασικιστής, φιλόλογος και αρχαιολόγος |
Φοιτητές του | Marie Delcourt και Jacques Pirenne |
δεδομένα ( ) |
Ο Φρανς-Βαλερί-Μαρί Κυμόν (3 Ιανουαρίου, 1868, Άαλστ, Βέλγιο — 25 Αυγούστου, 1947, Βρυξέλες) ήταν Βέλγος ιστορικός των θρησκειών, φιλόλογος, αρχαιολόγος και επιγραφικός. Φέρεται ότι επηρέασε άμεσα τη σύγχρονη προτεσταντική σχολή της ιστορίας των θρησκειών με τις μελέτες του, ιδιαίτερα επί των ρωμαϊκών παγανιστικών λατρειών[9].
Σπούδασε στο φλαμανδικό Γκεντ (1886–1888) στη Γερμανία και την Αυστρία. Μετά το πέρας των σπουδών του ανέλαβε το Grand Tour στην Ελλάδα και τη Ρώμη (1891), για να καταλήξει στο Παρίσι όπου έμεινε για έναν χρόνο. Το 1900, μαζί με τον αδελφό του Εουζέν Κυμόν, επίσης καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Γάνδης, διεξήγαγε αρχαιολογικές αποστολές στον Πόντο, την Αρμενία και τη Συρία. Κατά τη διάρκεια των αρχαιολογικών αποστολών αναφέρεται ότι ο Κυμόν συνέλεξε πλούσιο επιγραφικό, τοπογραφικό και φωτογραφικό υλικό, που μαζί με τις δημοσιεύσεις του αποτελούν ένα από τα πρωιμότερα έργα για την αρχαιολογία της ανατολικής Τουρκίας[10].
Έγινε καθηγητής της κλασικής φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης το 1892, θέση που εγκατέλειψε το 1911, όταν ο υπουργός Παιδείας, του αρνήθηκε την έδρα της ρωμαϊκής ιστορίας και έφορος του Musée du Cinquantenaire, στις Βρυξέλες[11]. Ο Κυμόν στο έργο του Religions orientales dans le paganisme Romain (Ανατολικές θρησκείες στον ρωμαϊκό παγανισμό)(1906) παρουσίασε τη σχέση μεταξύ των ανατολικών θρησκειών και την ανάπτυξη του χριστιανισμού. Δημοσίευσε, επίσης, έργα του σε μοντερνιστικά περιοδικά στη Γαλλία και την Ιταλία και ως εκ τούτου θεωρείται «ανατρεπτικός» λόγιος από συντηρητικούς καθολικούς. Αποσύρθηκε το 1911 και το 1913 αποφάσισε να ζήσει στη Ρώμη και το Παρίσι ιδιωτεύοντας ως λόγιος. Μετά τον θάνατό του η πλούσια βιβλιοθήκη του περιήλθε στη Βελγική Ακαδημία στη Ρώμη[11].
Στα έργα του περιλαμβάνονται τα: