Φραντσίσκο Σάντσες | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Francisco Sanches (Πορτογαλικά) και Francisco Sánchez (Ισπανικά) |
Γέννηση | 1550[1][2][3] Τούι |
Θάνατος | 16 Νοεμβρίου 1623[4] Τουλούζη |
Υπηκοότητα | Ισπανία και Βασίλειο της Πορτογαλίας |
Σπουδές | College of Guienne |
Επιστημονική σταδιοδρομία | |
Ιδιότητα | ιατρός, φιλόσοφος και μαθηματικός |
δεδομένα ( ) |
Ο Φραντσίσκο Σάντσες (Francisco Sanches, περ. 1550 – 16 Νοεμβρίου 1623) ήταν Πορτογάλος[5] σκεπτικιστής φιλόσοφος και γιατρός Σεφαρδιτικής καταγωγής.
Ο Σάντσες γεννήθηκε στο Τούι της ισπανικής Γαλικίας, αλλά βαπτίσθηκε στην Μπράγκα, στις 25 Ιουλίου 1551 και πέρασε εκεί τα παιδικά του χρόνια.[5] Γονείς του ήταν ο γιατρός Αντόνιο Σάντσες και η Φιλίπα ντε Σόουζα.[6] Εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του, ακόμα και ως βαφτισμένος Ρωμαιοκαθολικός θεωρείτο νομικά «Νέος Χριστιανός», με μειωμένα αστικά και πολιτικά δικαιώματα.
Πήγε σχολείο στην Μπράγκα μέχρι την ηλικία των 12 ετών, οπότε μετοίκησε με τους γονείς του στο Μπορντώ προς αποφυγή της παρακολουθήσεως από την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση. Εκεί φοίτησε στο College de Guyenne και συνέχισε με σπουδές ιατρικής στη Ρώμη το 1569 και, επιστρέφοντας στη Γαλλία, στο Μονπελιέ και στην Τουλούζη. Κατέληξε, μετά το 1575, καθηγητής της φιλοσοφίας και της ιατρικής στο πανεπιστήμιο της τελευταίας.
Στο έργο του Quod nihil scitur (= «Περί του ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα»), που γράφτηκε το 1576 και εκδόθηκε το 1581, ο Σάντσες μεταχειρίσθηκε τα κλασικά επιχειρήματα του σκεπτικισμού για να δείξει ότι η «επιστήμη», με την αριστοτελική έννοια της διακριβώσεως των αιτίων για τη συμπεριφορά του φυσικού κόσμου, δεν μπορεί να επιτευχθεί: η αναζήτηση των αιτίων καταλήγει γρήγορα σε μία άπειρη κυκλική διαδικασία και έτσι δεν μπορεί να δώσει βεβαιότητα. Επίσης επέκρινε αποδείξεις με τη μορφή συλλογισμών, υποστηρίζοντας ότι το ειδικό (το συμπέρασμα) είναι απαραίτητο για τη σύλληψη του γενικού (των πρώτων αρχών από τις οποίες εκκινεί ο συλλογισμός) και επομένως ότι οι συλλογισμοί είναι κι αυτοί κυκλικοί και δεν προσέθεταν στη γνώση.[7]
Η τέλεια γνώση, εάν είναι δυνατό να επιτευχθεί, είναι η διαισθητική σύλληψη του κάθε πράγματος ξεχωριστά. Αλλά τότε, υποστήριξε, ακόμα και ο δικός του ορισμός της επιστήμης — η τέλεια γνώση ενός συγκεκριμένου πράγματος — βρίσκεται πέρα από τις ανθρώπινες ικανότητες εξαιτίας της φύσεως των αντικειμένων και της φύσεως του ανθρώπου. Οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων, ο απεριόριστος αριθμός τους και ο διαρκώς μεταβαλλόμενος χαρακτήρας τους αποτρέπουν τη γνώση για αυτά. Οι περιορισμοί και η μεταβλητότητα των ανθρώπινων αισθήσεων μάς περιορίζουν στη γνώση του «φαίνεσθαι» έναντι της αληθινής ουσίας των πραγμάτων. Στη διατύπωση του τελευταίου επιχειρήματος άντλησε από την εμπειρία του από την ιατρική για να δείξει πόσο αναξιόπιστες είναι οι εμπειρικές μας αντιλήψεις με βάση τις αισθήσεις μας.[7]
Το πρώτο συμπέρασμα του Σάντσες ήταν το συνηθισμένο της εποχής, ότι η αλήθεια μπορεί να αποκτηθεί δια της πίστεως στον Θεό. Το δεύτερο συμπέρασμά του επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα διανόηση: μόνο και μόνο επειδή τίποτα δεν μπορεί να γίνει γνωστό με την υπέρτατη έννοια του όρου, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις απόπειρες για γνώση, αλλά θα πρέπει να προσπαθούμε να αποκτούμε όποια γνώση μπορούμε, δηλαδή την περιορισμένη και ατελή γνώση μερικών πραγμάτων, τα οποία γνωρίζουμε δια των παρατηρήσεων, της εμπειρίας και της κρίσεως. Η αναγνώριση ότι nihil scitur («τίποτα δεν είναι γνωστό») μπορεί έτσι να δώσει μερικά εποικοδομητικά αποτελέσματα. Αυτή η πρώιμη διατύπωση του «εποικοδομητικού» («constructive») ή «μετριασμένου» σκεπτικισμού θα αναπτυσσόταν αργότερα σε σημαντική υποστήριξη και ερμηνεία της νέας επιστήμης από τους Μαρίν Μερσέν, Πιερ Γκασσεντί και τους επικεφαλής της Βασιλικής Εταιρείας.
Υπομνηματισμένες και κριτικές εκδόσεις έργων του
Μελέτες