Φυλακή Αλκατράζ | |
---|---|
Άποψη του νησιού Αλκατράζ με την ομώνυμη φυλακή | |
Τοποθεσία | Κόλπος του Σαν Φρανσίσκο |
Συντεταγμένες | 37°49′36″N 122°25′24″W / 37.82667°N 122.42333°WΣυντεταγμένες: 37°49′36″N 122°25′24″W / 37.82667°N 122.42333°W |
Επίσης γνωστή ως | Ο Βράχος |
Κατάσταση | Κλειστή (σήμερα είναι μουσείο) |
Επίπεδο ασφάλειας | Υψίστης ασφαλείας |
Χωρητικότητα | 312 κελιά |
Άνοιγμα | 11 Αυγούστου 1934 |
Κλείσιμο | 21 Μαρτίου 1963 |
Πρώην όνομα | Φρούριο Αλκατράζ |
Διαχειριστής | Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ |
Διευθυντής | Τζέιμς Α. Τζόνστον (1934–48) Έντουιν Μπ. Σόουπ (1948–55) Πολ Τζ. Μάντιγκαν (1955–61) Όλιν Τζ. Μπλάκγουελ (1961–63) |
Αξιοσημείωτοι κρατουμένοι | |
Πόλη | Σαν Φρανσίσκο |
Πολιτεία | Καλιφόρνια |
Χώρα | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Σχετικά πολυμέσα |
Το Ομοσπονδιακό Σωφρονιστήριο Αλκατράζ (αγγλικά: United States Penitentiary Alcatraz) (συχνά αναφέρεται και ως «ο Βράχος», που υποδηλώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται σε έναν βραχώδη τόπο) ήταν μια φυλακή υψίστης ασφάλειας στο νησί Αλκατράζ, περίπου 2 χλμ. από την ακτή του Σαν Φρανσίσκο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, που λειτουργούσε από τις 11 Αυγούστου 1934 έως τις 21 Μαρτίου 1963.
Στο νησί Αλκατράζ υπήρχε ένα στρατιωτικό φρούριο από το 1850, προτού μετατραπεί σε φυλακή υψίστης ασφαλείας το 1934, με τις κύριες εγκαταστάσεις του να έχουν χτιστεί μεταξύ 1910 και 1912 όπου λειτουργούσε η στρατιωτική φυλακή για τον αμερικανικό στρατό. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ απέκτησε τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις στο νησί Αλκατράζ στις 12 Οκτωβρίου 1933 και άνοιξε εκεί μια ομοσπονδιακή φυλακή τον Αύγουστο του επόμενου έτους μετά τον κατάλληλο εκσυγχρονισμό του συγκροτήματος. Η απομόνωση του τόπου, η παρουσία παγωμένων ρευμάτων στα νερά του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο καθώς και η παρουσία δομών υψίστης ασφάλειας, κατέστησαν την φυλακή του Αλκατράζ ως την πιο σκληρή και την πιο συμπαγή φυλακή σε όλη την Αμερική.
Το Αλκατράζ χρησιμοποιήθηκε για τη φυλάκιση εκείνων των κρατουμένων που θεωρήθηκαν προβληματικοί σε άλλες φυλακές. Έχοντας γίνει μία από τις πιο διαβόητες φυλακές στις Ηνωμένες Πολιτείες, στα χρόνια που λειτούργησε στέγασε 1576 κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους χειρότερους Αμερικανούς εγκληματίες όπως ο Αλ Καπόνε, ο Ρόμπερτ Φράνκλιν Στράουντ (γνωστός ως ο «ορνιθολόγος του Αλκατράζ»), ο Τζορτζ «Πολυβόλο» Κέλι, ο Μπάμπι Τζόνσον, ο Ραφαέλ Μιράντα,[1] ο Μίκυ Κοέν και άλλοι. Εκτός από τις εγκαταστάσεις φυλακών στο νησί υπήρχαν τα σπίτια του προσωπικού της φυλακής και των οικογενειών τους. Συνολικά 36 κρατούμενοι έκαναν 14 απόπειρες διαφυγής στην 29ετή ιστορία της φυλακής, με την πιο διάσημη από αυτές να είναι η απόπειρα του Μαΐου 1946 που ονομάστηκε « Η Μάχη του Αλκατράζ» και η περίφημη απόδραση του Ιουνίου 1962 από τους Φρανκ Μόρις, Τζον Άνγκλιν και Κλάρενς Άγκλιν. Λόγω του υψηλού κόστους συντήρησης, η φυλακή Αλκατράζ έκλεισε οριστικά στις 21 Μαρτίου 1963.
Η φυλακή χωρίστηκε σε τέσσερις τετράγωνες πτέρυγες κελιών (A, B, C, D), το γραφείο του διευθυντή, την αίθουσα επισκεπτών, τη βιβλιοθήκη και το κουρείο. Τα κελιά των φυλακών είχαν μέγεθος 2,7 x 1,5 μέτρα και ύψος 2,1 μέτρα και ήταν πρωτόγονα και δεν είχαν καμία ιδιωτικότητα, με βασικά έπιπλα που αποτελούνταν από ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, έναν νεροχύτη και την τουαλέτα που ακουμπούσε στον πίσω τοίχο. Οι Αφροαμερικανοί κρατήθηκαν χωριστά από άλλους κρατούμενους για να μην υπάρξει φυλετική κακοποίηση.
Η πτέρυγα D φιλοξένησε τους χειρότερους παραβάτες όπου διέθετε πέντε κελιά απομόνωσης, τα οποία ονομάστηκαν «Η Τρύπα» όπου οι πιο επαναστατικοί κρατουμένοι στελνόνταν εκεί για ορισμένες περιόδους και υπέστησαν βάναυση μεταχείριση. Η τραπεζαρία και η κουζίνα ήταν παρακλάδια του κεντρικής πτέρυγας. Οι κρατούμενοι και το προσωπικό έτρωγαν μαζί μεσημεριανό τρεις φορές την ημέρα. Το νοσοκομείο της φυλακής βρισκόταν πάνω από την τραπεζαρία.
Οι διάδρομοι της φυλακής είχαν τα ονόματα των πιο διάσημων δρόμων στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως το «Μπρόντγουεϊ» και η «Λεωφόρος Μίτσιγκαν». Η εργασία για τους κρατούμενους του Αλκατράζ θεωρούνταν προνόμιο στο οποίο θα μπορούσαν να το έχουν μόνο όσοι έδειχναν καλή συμπεριφορά και πολλοί από αυτούς απασχολούνταν στο «Κτήριο Βιομηχανικών Μοντέλων» (Model Industries Building) και στο «Κτήριο Νέων Βιομηχανιών» (New Industries Building), ενώ άλλοι απασχολούνταν σε χειρωνακτικές δουλειές στη φυλακή, όπως στη διαχείριση πλυντηρίων.
Σήμερα, το Αλκατράζ είναι ένα δημόσιο μουσείο και ένα από τα κύρια τουριστικά αξιοθέατα στο Σαν Φρανσίσκο, με 1.500.000 επισκέπτες ετησίως. Επί του παρόντος, η πρώην φυλακή συντηρείται και διαχειρίζεται από την Εθνική Περιοχή Αναψυχής Γκόλντεν Γκέητ της Εθνικής Υπηρεσίας Πάρκου.
Το κύριο κτήριο της φυλακής Αλκατράζ χτίστηκε ενσωματώνοντας τμήματα της ακρόπολης του Φρουρίου Αλκατράζ, μια μερικώς οχυρωμένη δομή από το 1859 που κατέληξε να γίνει στρατιωτική φυλακή. Μια νέα πτέρυγα κελιών χτίστηκε το 1910-1912 με κόστος 250.000 δολαρίων και συνολικό μήκος 150 μέτρα. Αυτή η δομή εκσυγχρονίστηκε το 1933 και το 1934 έγινε η κύρια πτέρυγεα του σωφρονιστικού ιδρύματος μέχρι το κλείσιμο του το 1963.[2] Όταν χτίστηκε η νέα φυλακή, πολλά από τα υπάρχοντα υλικά επαναχρησιμοποιήθηκαν. Οι σιδερένιες σκάλες που υπήρχαν μέσα στη πτέρυγα και στο κουρείο στο τέλος του πτέρυγας Α συντηρήθηκαν για παράδειγμα από την παλιά ακρόπολη εκτός από την επαναχρησιμοποίηση των μεγάλων τοίχων γρανίτη που επαναχρησιμοποιήθηκαν.[3] Πολλά από τα παλιά κάγκελα των κελιών χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση των τοίχων, προκαλώντας προβλήματα σταθερότητας τα οποία, εκτέθηκαν σε διάβρωση από τον αέρα και το αλάτι, όπου είχαν σαν αποτέλεσμα να σπάσουν και να σκουριάσουν.[4]
Αφού ο αμερικανικός στρατός χρησιμοποίησε το νησί για ογδόντα χρόνια, η ιδιοκτησία του συγκροτήματος μεταβιβάστηκε στην εθνική διοίκηση φυλακών που σχεδίαζε την κατασκευή μιας νέας φυλακής υψίστης ασφαλείας για να δώσει ένα σοβαρό πλήγμα στο εγκληματικό κύμα που μαστίζε την Αμερική τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανέλαβε την ιδιοκτησία του Αλκατράζ στις 12 Οκτωβρίου 1933 και η νέα φυλακή εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του επόμενου έτους. Περίπου 260.000 δολάρια δαπανήθηκαν για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των εγκαταστάσεων από τον Ιανουάριο του 1934.[5] [6]
Ο Τζορτζ Χεςς της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας διορίστηκε επικεφαλής του νοσοκομείου της φυλακής, ενώ ο Έντουαρντ Τουίτσελ έγινε ο επίσημος ψυχίατρος της φυλακής τον Ιανουάριο του 1934.[6] Το νοσοκομείο Αλκατράζ τέθηκε υπό τον έλεγχο τριών αξιωματικών της Υπηρεσίας Ναυτικού Νοσοκομείου του Σαν Φρανσίσκο.[6] Το πρώτο προσωπικό της φυλακής έφτασε επιτόπου στις αρχές Φεβρουαρίου 1934. Τον Απρίλιο του 1934, οι παλιές οικοδομικές κατασκευές απομακρύνθηκαν από τη φυλακή και 269 κελιά αναδιατάχθηκαν με ειδικά παραγγελθείσες νέες πόρτες στο Stewart Iron Works.[6] Δύο από τις τέσσερις νέες εσωτερικές σκάλες κατασκευάστηκαν από την αρχή, εκτός από αυτές που οδηγούσαν στους κύριους διαδρόμους.
Στις 26 Απριλίου εκείνης της χρονιάς υπήρξε μια μικρή τυχαία φωτιά στην οροφή του κτιρίου στην οποία τραυματίστηκε ένας ηλεκτρολόγος.[6] Η εταιρεία Anchor Post Fence Company πρόσθεσε πύλες γύρω από την περίμετρο του Αλκατράζ, ενώ η Enterprise Electric Works τοποθέτησε φώτα έκτακτης ανάγκης.[6] Τον Ιούνιο του 1934, η Teletouch Corporation της Νέας Υόρκης άρχισε να εγκαθιστά «ηλεκτρομαγνητικά όπλα ή συστήματα ανίχνευσης μετάλλων» στο Αλκατράζ. Αυτά ήταν από τα πρώτα παραδείγματα σύγχρονων ανιχνευτών μετάλλων.[6] Οι ανιχνευτές μετάλλων οδήγησαν αρχικά σε προβλήματα υπερθέρμανσης και συχνά έπρεπε να κλείσουν. Αφού η Teletouch Corporation απέτυχε να επιλύσει το πρόβλημα, και η σύμβασή της τερματίστηκε το 1937, οι νέοι ανιχνευτές μετάλλων δόθηκαν από τα ομοσπονδιακά εργαστήρια.[6] Στις 30 Ιουλίου 1934 εγκαινιάστηκε το τοπικό σύστημα ραδιοεπικοινωνιών.[6] Οι τελικές δοκιμές στην εγκατάσταση διεξήχθησαν τις δύο πρώτες ημέρες του Αυγούστου, λίγο πριν ανοίξει η εγκατάσταση.[6]
Το Αλκατράζ ως φυλακή προοριζόταν να φιλοξενήσει κρατούμενους που ορίζονται ως «προβληματικοί» ή εκείνους που είχαν προκαλέσει προβλήματα σε άλλες φυλακές και όπου μπορεί να φιλοξενήσει τους «χειρότερους από τους χειρότερους» του εγκλήματος, χωρίς ελπίδα σωφρονισμού.[7][8]
Στις 9:40 π.μ. στις 11 Αυγούστου 1934, η πρώτη ομάδα 137 κρατουμένων έφτασε από την φυλακή Λεβένγουωρθ, του Κάνσας, η οποία είχε φτάσει με τρένο στη Σάντα Βενέτια της Καλιφόρνια. Η ομάδα συνοδεύτηκε στο Αλκατράζ από το FBI με 60 ειδικούς πρακτόρες και αξιωματικούς της αστυνομίας των σιδηροδρόμων.[6][9] Πολλοί από αυτούς ήταν γνωστοί κλέφτες τραπεζών, παραχαράκτες και δολοφόνοι.[9] Μεταξύ των πρώτων κρατουμένων υπήρχαν επίσης 14 άνδρες από το νησί ΜακΝίλ της Ουάσιγκτον.[6] Στις 22 Αυγούστου, 43 κρατούμενοι έφτασαν από το σωφρονιστικό ίδρυμα της Ατλάντα και 10 από τη φυλακή του Λιούισμπουργκ.[6] Την 1η Σεπτεμβρίου, ένας κρατούμενος έφτασε από το άσυλο της Ουάσινγκτον και επτά έφτασαν από το αναμορφωτήριο του Λόρτον της Βιρτζίνια, ενώ στις 4 Σεπτεμβρίου, μια νέα ομάδα 103 κρατουμένων έφτασε από το Λεβένγουωρθ με τρένο.[6] Οι κρατούμενοι συνέχισαν να καταφθάνουν, ιδίως από το Λεβένγουωρθ και την Ατλάντα, το 1935 και στις 30 Ιουνίου του ίδιου έτους, σε ένα μόνο έτος ζωής, το Αλκατράζ είχε ήδη 242 κρατούμενους.[6] Το Γραφείο Φυλακών έγραψε με την ευκαιρία: «Η ίδρυση αυτού του θεσμού δεν είναι μόνο απόδειξη ενός ασφαλούς τόπου κράτησης για τους πιο σκληρούς εγκληματίες, αλλά έχει επίσης θετική επίδραση στην πειθαρχία σε άλλες φυλακές. Κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν συνέβησαν σημαντικά περιστατικά».
Στις 10 Ιανουαρίου 1935, μια ισχυρή καταιγίδα οδήγησε σε μια κατολίσθηση στο Αλκατράζ, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει μέρος του «Κτηρίου Βιομηχανικών Μοντέλων».[6] Αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας σειράς προβλημάτων με τη σταθερότητα των κατασκευών στο νησί. Τον ίδιο μήνα, οι στρατώνες ανακαινίστηκαν με 11 νέα διαμερίσματα και 9 μονόκλινα δωμάτια για το προσωπικό, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή οι στρατώνες μπορούσαν να φιλοξενήσουν συνολικά 52 οικογένειες με 126 γυναίκες και παιδιά.[6] Τα προβλήματα που προέκυψαν στο «Κτήριο Βιομηχανικών Μοντέλων» και η σχέση με τις προϋπάρχουσες κατασκευές οδήγησαν σε εκτεταμένη αποκατάσταση της δομής το 1937, η οποία οδήγησε στη δημιουργία νέων θυρών εξαερισμού, στην εγκατάσταση νέων λεβήτων στο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας, καθώς και σε μια νέα αντλία για καθαρισμός του θαλασσινού νερού.[6] Το 1939–40, 1.100.000 δολάρια δαπανήθηκαν για την εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής του «Κτηρίου Νέων Βιομηχανιών», της πλήρους ανακαίνισης του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής με κινητήρες ντίζελ, ένα νέο υδραγωγείο για την επίλυση των προβλημάτων αποθήκευσης νερού, νέα διαμερίσματα για αξιωματικούς, βελτιώσεις στο λιμάνι και μετατροπή της πτέρυγας D σε κελιά απομόνωσης.[6] Οι αλλαγές ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 1941. Τα εργαστήρια του «Κτηρίου Νέων Βιομηχανιών» ειδικεύονταν στην παραγωγή στολών για το στρατό και άλλα αντικείμενα που απαιτούνταν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[6]
Η φυλακή Αλκατράζ έγινε διάσημη μεταξύ των αμερικανικών φυλακών καθώς θεωρήθηκε μια από τις πιο διαβόητες φυλακές στον κόσμο εκείνη την εποχή. Ορισμένοι πρώην κρατούμενοι παρακολούθησαν πολλά περιστατικά βίας μεταξύ κρατουμένων και τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, ιδίως λόγω της έλλειψης επαρκούς υγειονομικής περίθαλψης και πρόληψης.[10][11] [12] Ο Εντ Βούτκε ήταν ο πρώτος κρατούμενος που αυτοκτόνησε στη φυλακή του Αλκατράζ. Ο Ρουφ Πέρσφουλ ανέπτυξε μια μορφή σχιζοφρένειας και έκοψε τέσσερα δάχτυλα από το ένα του χέρι, και σκόπευε να κόψει και τα άλλα.[12] Την φήμη της φυλακής σίγουρα δεν βοήθησε η άφιξη των χειρότερων εγκληματιών της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένου του Ρόμπερτ Στράουντ, ο «ορνιθολόγος του Αλκατράζ», το 1942, ο οποίος πέρασε 17 χρόνια στο Αλκατράζ. Παρά τη φήμη του, με πολλούς πρώην τρόφιμους να το αποκαλούν «Χελκατράζ» (από την αγγλική λέξη Hell που σημαίνει κόλαση), πολλοί κατέθεσαν πώς οι συνθήκες διαβίωσης ήταν γενικά καλύτερες από άλλες φυλακές της χώρας, ειδικά για την ποιότητα του φαγητού.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1940, ο Χένρι Γιανγκ σκότωσε τον συγκρατούμενο του Ρούφους Μακέιν. Τρέχοντας τις σκάλες στο εργαστήριο ραπτικής της φυλακής όπου εργαζόταν ο Μακέιν, ο Γιανγκ μαχαίρωσε βίαια τον Μακέιν στο λαιμό. Ο Μακέιν πέθανε πέντε ώρες αργότερα.[6] Ο Γιανγκ πέρασε 22 μήνες στην απομόνωση, αλλά αργότερα αφέθηκε να εργαστεί. Ο νεαρός δικάστηκε το 1941, όπου κατά τη διάρκεια του δίκης του οι δικηγόροι του ισχυρίστηκαν ότι ήταν άμεσα ένοχος για το γεγονός και ότι είχε υποστεί αδικαιολόγητα «σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία» από τους φρουρούς της φυλακής πριν από το γεγονός. Η δίκη συνέβαλε στην κακή φήμη του Αλκατράζ. [6] Ο Γιανγκ καταδικάστηκε τελικά.
Από τη δεκαετία του 1950, έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωση των συνθηκών στη φυλακή Αλκατράζ και οι κρατούμενοι είχαν σταδιακά τη δυνατότητα να αποκτήσουν περισσότερα προνόμια όπως η χρήση μουσικών οργάνων, η παρακολούθηση ταινιών τα σαββατοκύριακα, η ζωγραφική, και η χρήση ραδιοφώνου. Ο αυστηρός κώδικας σιωπής έγινε πιο ευέλικτος και οι κρατούμενοι είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν με χαμηλή φωνή.[12] Ωστόσο, η φυλακή είχε ήδη χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο ακριβές φυλακές στις Ηνωμένες Πολιτείες.[6][13] Στην ετήσια έκθεσή του για το έτος 1952, ο διευθυντής φυλακών Τζέιμς Μπένετ ζήτησε ήδη μια ανακαίνιση για τις εγκαταστάσεις στο Αλκατράζ.[6] Η έκθεση του 1959 διαπίστωσε ότι το κόστος του Αλκατράζ ήταν τρεις φορές υψηλότερο σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη αμερικανική φυλακή (10 δολάρια ανά φυλακισμένο την ημέρα, σε σύγκριση με 3 δολάρια σε άλλες φυλακές).[14] Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από την έκθεση των εγκαταστάσεων σε ανέμους που περιείχαν θαλασσινό αλάτι. Ήδη εκείνο το έτος υπήρχε ανάγκη για 5.000.000 δολάρια για αποκαταστάσεις. Οι μεγάλες επισκευές άρχισαν το 1958, αλλά ήδη από το 1961 οι μηχανικοί χαρακτήρισαν τη φυλακή χαμένη υπόθεση. Ο Γενικός Εισαγγελέας Ρόμπερτ Κέννεντυ πρότεινε την κατασκευή μιας νέας φυλακής στο Μάριον του Ιλλινόις.[6] Η απόδραση του Ιουνίου 1962 ήταν η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» και που οδήγησε στο οριστικό κλείσιμο ολόκληρης της φυλακής στις 21 Μαρτίου 1963.[14]
Αυτή τη στιγμή η φυλακή του Αλκατράζ έχει μετατραπεί σε μουσείο και είναι ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα του Σαν Φρανσίσκο, καθώς προσελκύει 1.500.000 επισκέπτες ετησίως (2010).[15] [16] Οι επισκέπτες φτάνουν με πλοίο και έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν τα κελιά του νησιού, καθώς και να δουν μια σειρά ντοκιμαντέρ που αφηγούνται ιστορίες και ανέκδοτα για τη φυλακή, για τους πιο διάσημους κρατουμένους και φρουρούς του Αλκατράζ.[17] Η ατμόσφαιρα της πρώην φυλακής εξακολουθεί να θεωρείται «φάντασμα» έως σήμερα.[17]