Φυσοστεγία | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
![]() Το είδος Physostegia virginiana
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
Η φυσοστεγία (λατινική και επιστημονική ονομασία Physostegia) είναι γένος δικοτυλήδονων φυτών, που ανήκουν στην οικογένεια του θυμαριού και της μέντας, τα χειλανθή (γνωστή και ως λαμιοειδή). Οι φυσοστεγίες είναι φυτά ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής (Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδάς, βόρειο Μεξικό).[1][2] Είναι όρθιες πολυετείς πόες με ριζώματα, που φύονται σε υγρά αλλά ηλιόλουστα μέρη. Φθάνουν σε ύψος τα 2 μέτρα και έχουν μοβ ή ροζ σωληνόμορφα άνθη σε βότρυες, που βγαίνουν το καλοκαίρι.[3]
Η ονομασία του γένους προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις φύσα = κύστη και στέγη = σκέπασμα, εξαιτίας του κάλυκα των λουλουδιών της φυσοστεγίας, που φουσκώνει σε καρπό όταν αυτός ωριμάσει.[4]
Σήμερα γίνονται ευρύτερα αποδεκτά τα εξής δώδεκα είδη στο γένος Physostegia[1]:
Από αυτά το πιο συνηθισμένο είναι το Physostegia virginiana, που αποκαλείται στα αγγλικά με την κοινή ονομασία «obedient plant» (= υπάκουο φυτό).