Χάμπριιλ Μέτσου | |
---|---|
Γέννηση | Ιανουάριος 1629[1][2][3] Λέιντεν[4] |
Θάνατος | 24 Οκτωβρίου 1667[5][6][7] Άμστερνταμ[4] |
Τόπος ταφής | Nieuwe Kerk |
Χώρα πολιτογράφησης | Ολλανδική Δημοκρατία[8] |
Ιδιότητα | ζωγράφος[9][7][10] και εικαστικός καλλιτέχνης[11] |
Σύζυγος | Isabella de Wolff (από 1658) |
Γονείς | Jacques Metsu και Jacquemijntje Garniers |
Κίνημα | μπαρόκ[12] |
Είδος τέχνης | έργο ιστορικής θεματολογίας[13], ρωπογραφία[13], θρησκευτική τέχνη[13] και προσωπογραφία[13] |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ[12] |
Σημαντικά έργα | The Huntsman, Woman Reading a Letter, Man Writing a Letter και The Vegetable Market in Amsterdam |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χάμπριιλ Μέτσου (ολλανδικά: Gabriël Metsu (1629–1667) ήταν Ολλανδός ζωγράφος πινάκων με ιστορικά θέματα, νεκρών φύσεων, πορτρέτων και ρωπογραφιών. Ήταν πολύ εκλεκτικός καλλιτέχνης, ο οποίος "δεν προσκολλήθηκε σε σταθερό ύφος, τεχνική ή έναν τύπο θέματος για μακρές περιόδους"."[14] Μόνον 14 από τα 133 έργα του είναι χρονολογημένα.
Ο Χαμπριίλ Μέτσου ήταν γιος του Ζακ Μέτσου (1588 - Μάρτιος 1629), εργαζόμενου σε ταπισερί και ζωγράφου, ο οποίος προερχόταν από την Κομητεία του Αινώ (Hainault), ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λέιντεν. Το 1625 νυμφεύτηκε την Γιακομάιντγε Γκαρνιέρ (Jacomijntje Garniers, περ. 1590 – Σεπτέμβριος 1651), χήρα ζωγράφου, η οποία είχε ήδη τρία παιδιά. Δύο μήνες μετά (ή οκτώ μήνες πριν) τη γέννηση του Χαμπριίλ ο πατέρας του απεβίωσε. Δεν είναι γνωστό πότε και πού βαπτίσθηκε ο Χάμπριιλ. Πιθανότατα αυτό έγινε σε "κρυφή" καθολική εκκλησία, αλλά τα αρχεία της βάπτισής του δεν έχουν διασωθεί. Ορισμένοι συγγραφείς πιστεύουν ότι αυτό έγινε κατά τον μήνα Ιανουάριο, άλλοι ότι έγινε τον Δεκέμβριο. Ο Χαμπριίλ μεγάλωσε στο Λάνχε Μάρε (Lange Mare) και ο πατριός του, πλοίαρχος στο επάγγελμα, πρέπει να συνέβαλε στην εκπαίδευσή του, καθώς η μητέρα του ήταν φτωχή.
Το 1648 ο Μέτσου καταγράφεται ανάμεσα στα πρώτα μέλη στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά του Λέιντεν. Το 1650 σταματά τις συνδρομές του σε αυτήν. Ο Μέτσου κατά πάσα πιθανότητα εκπαιδεύτηκε στην Ουτρέχτη από τους καθολικούς το θρήσκευμα ζωγράφους Νικολάους Κνύπφερ και Γιαν Βέινιξ.[15]
Περί το 1655 ο Μέτσου μετοίκησε στο Άμστερνταμ. Έζησε σε ένα στενάκι, πάροδο της "Πρινσχεχράτ" (Prinsengracht), δίπλα σε ένα ζυθοποιοίο και κοντά στους συγγενείς του, τα παιδιά του ασχολούμενου με το ραφινάρισμα ζάχαρης Φίλιπς Μέτσου.[16] Το 1657 τσακώθηκε με έναν γείτονα και μετακόμισε σε άλλο σπίτι στην πλευρά του καναλιού, όπου διεξαγόταν καθημερινό παζάρι λαχανικών. Το 1658 νυμφεύτηκε την Ισαμπέλλα ντε Βολφ (Isabella de Wolff,[17]), της οποίας ο πατέρας ήταν αγγειοπλάστης και η μητέρα της η ζωγράφος Μαρία ντε Χρέμπερ (Maria de Grebber).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1660 ο Μέτσου στράφηκε, για να αντλήσει έμπνευση, προς την τέχνη της ομάδας των αποκαλούμενων "fijnschilder" (τέλειοι ζωγράφοι) της γενέτειράς του, Λέιντεν. Ο Μέτσου ανταγωνιζόταν την αγορά πινάκων του Χέρριττ Ντάου,[18] ο οποίος πωλούσε τα έργα του παντού σε υπέρογκες τιμές. Ο Μέτσου είναι, επίσης, πιθανόν να επηρέασε τον Πίτερ ντε Χόοχ.
Για ένα διάστημα εκπαίδευσε τους Μίχιελ φαν Μούσχερ και Γιόοστ φαν Χέιλ. Απεβίωσε σε ηλικία 38 μόλις ετών και τάφηκε στη "Νιούε Κερκ" (νέα εκκλησία) του Άμστερνταμ. Κατά την ταφή του ήχησαν τρεις καμπάνες, συνήθεια των Ολλανδών Καθολικών της εποχής. Η χήρα του έφυγε για το Ενκχάουζεν για να ζήσει με τη μητέρα της και τάφηκε στην "Zuiderkerk" της πόλης το 1718.
Σύμφωνα με τον Γιάκομπους Χαουμπράκεν (γιο του Άρνολντ Χαουμπράκεν), ο Μέτσου εκπαιδεύτηκε από τον Χέραρντ Ντου, αν και πριν από το 1663 η επιρροή του δεν είναι εμφανής.[19] Περί το 1653-54 ο Μέτσου άρχισε να τοποθετεί τις μορφές του σε οικιακούς εσωτερικούς χώρους και ειδικεύτηκε στις σκηνές καθημερινότητας σε μικρών διαστάσεων πάνελ. Ένα αγαπημένο του θεματικό στοιχείο, που δανείστηκε από τον Ντου, ήταν οι ηλικιωμένοι, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα του χρόνια στο Άμστερνταμ.[20]
Συχνά, επίσης, ζωγράφιζε μόνες νεαρές γυναίκες να ασχολούνται με το τάισμα κατοικιδίων,[21] με την πώληση αγαθών στην αγορά (φρούτα, λαχανικά, ψάρια, πουλερικά ή κρέας) ή να ψωνίζουν οι ίδιες παρόμοια αγαθά από παντοπώλες.[22] Ο Χαουμπράκεν ολοκληρώνει τη βιογραφία του με το σχόλιο ότι "έχαιρε άμπεμπτης φήμης", αλλά πιθανόν αυτό να το προσέθεσε ειρωνικά. Συχνά, το θέμα κάποιου πίνακα του Μέτσου βασιζόταν σε κάποιο δημοφιλές σύμβολο από βιβλίο εμβλημάτων. Με τον τρόπο αυτόν έδινε διπλή έννοια στον πίνακά του, όπως στον πίνακα Ο πωλητής πουλερικών, 1662, στον οποίο ένας γηραιός άνδρας προσφέρει έναν πετεινό σε νεαρή κοπέλα με συμβολική στάση, που βασίζεται σε όχι και τόσο σεμνό έμβλημα - χαρακτικό του Χίλλις φαν Μπρέιν (1595–1622) με την ίδια σκηνή.[23] Οι στίχοι που συνοδεύουν το χαρακτικό είναι:
« | "Hoe duur dees vogel vogelaer?" "hy is vercocht" "waer?"
"aen een waerdinne clear, die ick vogel tgeheele Jaer."
|
» |
— Χίλλις φαν Μπρέιν σε στίχους του C. Clock. Ο πωλητής πουλιών (χαρακτικό). Rijksprentenkabinet, Άμστερνταμ. |
Το άρρωστο παιδί (περ. 1664, σήμερα στο Ρέικσμουζεουμ) "ενισχύει την άποψη ότι ο Μ;eτσου θαύμαζε πολύ το έργο του Γιοχάνες Βερμέερ. Μας παρέχει, επίσης, μια νύξη σχετικά με το τι πίστευε ότι του έλειπε: Η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή".[25]
Τουλάχιστον σε δεκατρείς πίνακές του απεικονίζονται χαλιά, και πιθανόν χρησιμοποιούσε το ίδιο μοντέλο.[26] Περιέλαβε μερικά έξοχα παραδείγματα πολύ λεπτομερώς απεικονιζόμενων χαλιών με μπορντούρες (floral και "cloud band") στα έργα του, καθώς ακόμη και ένα ανατολίτικο χαλί και μερικά χαλάκια από αυτά που αποκαλούνται "λόττο" (δημιουργία τεχνιτών της Ανατολίας), αλλά, για άγνωστους λόγους, αυτά, σε αντίθεση με την λεπτομερέστατη απεικόνιση των λουλουδάτων χαλιών, απεικονίζονται περισσότερο σε μορφή σκίτσου.[27]
Περί το 1661, ο Μέτσου κέρδισε την πατρονία του εμπόρου ενδυμάτων στο Άμστερνταμ Γιαν Γιάκομπσζοον Χινλόπεν (Jan Jacobszoon Hinlopen) και ζωγράφισε την οικογένειά του περισσότερες από μία φορές σε σύγχρονο περιβάλλον.
Υπάρχει ακόμη κάποια σύγχιση σχετικά με τους δύο πίνακες του Μέτσου, το πορτρέτο της οικογένειας Χινλόπεν (σήμερα στην Gemäldegalerie), το οποίο για λίγες δεκαετίες αναφερόταν ως πορτρέτο του δημάρχου Χίλλις Φαλκενίρ και η επίσκεψη στο νηπιαγωγείο (σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Σε γενικές γραμμές υπάρχει μια ομοιότητα. Το έργο αυτό ανήκε στον Γιαν Χινλόπεν. Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι δύο πίνακες σχετίζονται με τη θυγατέρα του Γιαν, Σάρα Χινλόπεν, καθώς αυτός είναι προφανώς που παράγγειλε τον πίνακα με το νηπιαγωγείο με την ευκαιρία της γέννησής της, ενώ είναι, επίσης, το πρόσωπο στο οποίο εστιάζει το πορτρέτο της οικογένειας.
Το 1662 ο Γιαν Φος εξέδωσε ένα ποίημα σχετικά με τον πίνακα αυτόν.[28] Είναι πιθανόν να απεικονίζει την οικογένεια Χινλόπεν, αλλά καθώς οι απεικονιζόμενοι δεν έχουν ταυτοποιηθεί, ο πίνακας εντάσσεται περισσότερο στις ρωπογραφίες παρά στα πορτρέτα. Το 1721 ο Άρνολντ Χαουμπράκεν υπέδειξε τον πίνακα ως τον μεγαλύτερο και αρτιότερο του Μέτσου, από όσους είχε δει.[29] Ο Φράνιτς τον αποκαλεί ως έναν από τους πλέον "περίεργους" πίνακες του Μέτσου. Αυτό που κάνει τον πίνακα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι η προέλευσή του.[18] Η προέλευσή του είναι πολύ γνωστή, εκτός από το διάστημα 1666 - 1706.[30] Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του Χινλόπεν περιήλθε στην κατοχή των θυγατέρων του Το 1680, μετά την ταφή του αδελφού του Γιάκομπ, οι πίνακες διαμοιράσθηκαν σε δύο παρτίδες και δόθηκαν στις θυγατέρες του,[31] αλλά δεν καταγράφονται ούτε οι πίνακες ούτε οι καλλιτέχνες που τους έφτιαξαν.
Η σκηνή τοποθετείται σε μια φανταστική αίθουσα, εξωπραγματικά μεγάλων διαστάσεων. Ο πατέρας χειρονομεί με σεβασμό, ενώ μια υπηρέτρια διστακτικά φέρνει μια καρέκλα για τον διακεκριμένο επισκέπτη.[32] Η καμινάδα του τζακιού προσομοιάζει με αυτήν του Δημαρχείου του Άμστερνταμ (πρώην βασιλικού ανακτόρου), όπως την έχει απεικονίσει και ο Πίτερ ντε Χόοχ.[33] Στον τοίχο υπάρχει μια θαλασσογραφία και στο τραπέζι και στο πάτωμα διακρίνονται δύο περσικά χαλιά.[34] Το χαλί στο τραπέζι είναι διαιρεμένο σε δύο τμήματα, το ένα από τα οποία είναι σε απόχρωση ερυθρού του κινναβάρεως (βερμιγιόν) και το άλλο σε πορφυρό ερυθρό. Το σκούρο μπλε χρώμα στις μπορντούρες του χαλιού είναι ελαφρά ασυνήθιστο.[35] Ο σκύλος είναι ράτσας "Bolognese". Αναρτημένος στην αίθουσα υποδοχής της οικίας Χινλόπεν, ο πίνακας αναδείκνυε τον ισχυρό ρόλο της οικογένειας στην τοπική πολιτική.
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Gabriël Metsu στο Wikimedia Commons