Ο Χάρισον Χάγκαν Σμιτ (Harrison Hagan Schmitt, γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1935), γνωστός και ως Τζακ Σμιτ, είναι Αμερικανός γεωλόγος, που υπήρξε αστροναύτης της NASA, καθηγητής πανεπιστημίου και γερουσιαστής του Νέου Μεξικού.
Τον Δεκέμβριο του 1972, ως μέλος της αποστολής Απόλλων 17, ο Σμιτ έγινε ο δωδέκατος άνθρωπος που πάτησε ποτέ στη Σελήνη και, μέχρι σήμερα, ένας από τους δύο τελευταίους. Επίσης, ο Σμιτ είναι ο πρώτος (και μοναδικός μέχρι στιγμής) γεωλόγος που επισκέφθηκε τη Σελήνη[12]. Προτού αρχίσει να προετοιμάζεται ο ίδιος για μία αποστολή του προγράμματος «Απόλλων», ήταν ένας από τους επιστήμονες που εκπαίδευαν τους αστροναύτες που είχαν επιλεγεί για να περπατήσουν στη σεληνιακή επιφάνεια.
Ο Σμιτ γεννήθηκε στη Σάντα Ρίτα του Νέου Μεξικού και μεγάλωσε στη γειτονική πόλη Σίλβερ Σίτυ[13]. Τελειώνοντας αριστούχος το γυμνάσιο, σπούδασε γεωλογία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, παίρνοντας πτυχίο το 1957. Μετά ασχολήθηκε με γεωλογική έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Όσλο στη Νορβηγία[13][14][15] και πήρε διδακτορικό στη γεωλογία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1964, βασισμένο στις γεωλογικές μελέτες πεδίου που πραγματοποίησε στη Νορβηγία[13].
Πριν εγγραφεί στη NASA ως μέλος της πρώτης ομάδας «επιστημόνων αστροναυτών» (4η Ομάδα Αστροναυτών), τον Ιούνιο του 1965, ο Σμιτ εργάσθηκε στο Κέντρο Αστρογεωλογίας της Γεωλογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, στο Φλάγκσταφ, αναπτύσσοντας γεωλογικές τεχνικές πεδίου που θα ήταν χρήσιμες στα πληρώματα των αποστολών «Απόλλων». Μετά την επιλογή του ως αστρονάυτη, πέρασε ένα έτος στην πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ μαθαίνοντας να κυβερνά αεριωθούμενα αεροσκάφη. Επιστρέφοντας στην έδρα του Σώματος Αστροναυτών της NASA στο Χιούστον, ο Σμιτ πρωτοστάτησε στην εκπαίδευση των πληρωμάτων του προγράμματος «Απόλλων» ως γεωλογικών παρατηρητών στο στάδιο της τροχιάς γύρω από τη Σελήνη και ικανών γεωλόγων πεδίου πάνω στη σεληνιακή επιφάνεια. Επίσης, μετά από κάθε αποστολή προσσεληνώσεως, συμμετείχε στην εξέταση και εκτίμηση των δειγμάτων σεληνιακών πετρωμάτων που έφερναν οι αστροναύτες στη Γη.
Ο Σμιτ αφιέρωσε σημαντικό χρόνο στο να αποκτήσει εμπειρία στα συστήματα του οχήματος διακυβερνήσεως (Command/Service Module, CSM) και της σεληνακάτου (Lunar Module, LM) του προγράμματος «Απόλλων». Τον Μάρτο του 1970 έγινε ο πρώτος από τους επιστήμονες αστροναύτες που ορίστηκε για διαστημική πτήση, ως μέλος του εφεδρικού πληρώματος της αποστολής Απόλλων 15 μαζί με τους Ρίτσαρντ Φ. Γκόρντον και Βανς Μπραντ. Αρχικώς προγραμματίσθηκε να πετάξει για πρώτη φορά στο διάστημα με την αποστολή «Απόλλων 18», αλλά όταν αυτή ματαιώθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1970, η κοινότητα των σεληνιακών γεωλόγων του προγράμματος είχε τόση επιθυμία να προσεδαφιστεί ένας επαγγελματίας γεωλόγος στη Σελήνη, ώστε πίεσε και έπεισε τη NASA να εντάξει τον Σμιτ σε μία απο τις εναπομείνασες αποστολές. Ως αποτέλεσμα, ο Σμιτ έγινε μέλος της τελευταίας αποστολής στη Σελήνη, της «Απόλλων 17», αντικαθιστώντας τον Τζο Ενγκλ ως κυβερνήτης της σεληνακάτου. Ο Σμιτ προσεδαφίστηκε στη Σελήνη μαζί με τον αρχηγό της αποστολής Τζην Σέρναν τον Δεκέμβριο του 1972.[16]
Κατά την παραμονή του στη σεληνιακή επιφάνεια, ο Σμιτ συνέλεξε το δείγμα με την κωδική ονομασία Troctolite 76535, που έχει αποκληθεί «αναμφίβολα το πλέον ενδιαφέρον δείγμα που μεταφέρθηκε από τη Σελήνη»[17], όντας μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών του η κύρια ένδειξη για το ότι η Σελήνη διέθετε κάποτε μαγνητικό πεδίο[18].
Καθώς εισήλθε για τελευταία φορά στη σεληνάκατο πριν από τον Σέρναν, ο Σμιτ κατέχει τον τίτλο του προτελευταίου ανθρώπου που περπάτησε στην επιφάνεια της Σελήνης (μέχρι σήμερα τουλάχιστον).
Ο Σμιτ υποστηρίζει ότι τράβηξε τη φωτογραφία της Γης που είναι γνωστή ως «Ο μπλε βώλος», μία από τις ευρύτερα διανεμημένες φωτογραφίες στην ιστορία (επισήμως η NASA πιστώνει τη φωτογραφία σε ολόκληρο το τριμελές πλήρωμα του Απόλλων 17). Ο συνολικός χρόνος από την εκτόξευση από τη Γη μέχρι την επιστροφή στη Γη ήταν 12 ημέρες, 13 ώρες και 52 λεπτά.
Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, ο Σμιτ διεδραμάτισε ενεργό ρόλο στην τεκμηρίωση των γεωλογικών αποτελεσμάτων της, ενώ του ανατέθηκε και η οργάνωση του Γραφείου του Προγράμματος Ενέργειας της NASA.
Αν και η ηλικία του θα του επέτρεπε να συμμετάσχει και σε άλλες διαστημικές αποστολές, ο Σμιτ προτίμησε να παραιτηθεί από τη NASA στις 30 Αυγούστου 1975, προκειμένου να ασχοληθεί με την πολιτική. Συμμετείχε στις εκλογές για τη Γερουσία το 1976 ως υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Αντιμετωπίζοντας τον ήδη γερουσιαστή Τζόζεφ Μοντόγια του Δημοκρατικού κόμματος, αναδείχθηκε νικητής με 57% έναντι 42%. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ήταν το πρώτο τη τάξει μέλος των Ρεπουμπλικανών στην Υποεπιτροπή Επιστήμης, Τεχνολογίας και Διαστήματος της αμερικανικής Γερουσίας. Επεδίωξε να επανεκλεγεί το 1982, αλλά εξαιτίας της βαθιάς οικονομικής υφέσεως στην πολιτεία και εντυπώσεων ότι δεν έδινε αρκετή σημασία στα τοπικά θέματα, ηττήθηκε από τον Τζεφ Μπίνγκαμαν του Δημοκρατικού κόμματος, ο οποίος θα παρέμενε γερουσιαστής για τα επόμενα 30 χρόνια. Μετά τη Γερουσία, ο Σμιτ απασχολήθηκε ως σύμβουλος σε επιχειρήσεις και ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν στο Μάντισον[19]. Υπέρμαχος της αξιοποιήσεως των φυσικών πόρων της Σελήνης.[20][21], πρότεινε το 1997 την «Interlune InterMars Initiative» (= «Διασεληνιακή Διαρειανή Πρωτοβουλία»), που περιελάμβανε μεταξύ των διακηρυγμένων στόχων της την εκμετάλλευση από τον ιδιωτικό τομέα σεληνιακών φυσικών πόρων, και ειδικότερα του ισοτόπου ήλιο-3 ως πυρηνικού «καυσίμου» για μελλοντικούς αντιδραστήρες συντήξεως[22].
Ο Σμιτ διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλευτικού Συμβουλίου της NASA (του οποίου ο ρόλος είναι να παρέχει τεχνικές συμβουλές στον Διοικητή της NASA) από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι την παραίτησή του στις 16 Οκτωβρίου 2008.[23]. Τον Νοέμβριο του 2008 απεχώρησε και από την Πλανητική Εταιρεία για λόγους διαφορών πολιτικής, αναφέροντας συγκεκριμένα της δηλώσεις της για «εστίαση στον Άρη ως καθοδηγητικό στόχο των επανδρωμένων διαστημικών πτήσεων» (ο Σμιτ δήλωνε ότι η επιστροφή στη Σελήνη θα επετάχυνε τη σχετική πρόοδο), για «επιτάχυνση της έρευνας για την παγκόσμια κλιματική αλλαγή μέσα από συστηματικότερες παρατηρήσεις της Γης» και για τη διεθνή συνεργασία (ο οποία κατά τον Σμιτ θα καθυστερούσε αντί να επιταχύνει την πρόοδο), μεταξύ άλλων σημείων διαφωνίας[24]
Τον Ιανουάριο του 2011, ο Σμιτ διορίσθηκε επικεφαλής του Τμήματος Ενέργειας, Ορυκτών και Φυσικών Πόρων της πολιτείας του Νέου Μεξικού από την κυβερνήτρια Σουζάνα Μαρτίνες[25], αλλά επέστρεψε τον διορισμό έναν μήνα αργότερα.
Ο Σμιτ είναι συγγραφέας του βιβλίου Return to the Moon: Exploration, Enterprise, and Energy in the Human Settlement of Space (= «Επιστροφή στη Σελήνη: Εξερεύνηση, Επιχειρήσεις και Ενέργεια στον αποικισμό του Διαστήματος από τον άνθρωπο», εκδ. 2006)[26].
Σήμερα ζει στην πόλη όπου μεγάλωσε, τη Σίλβερ Σίτυ, μαζί με τη σύζυγό του Τερίζα Φιτζίμπον (Teresa Fitzgibbon) και περνά μέρος του καλοκαιριού στην παραλίμνια καλύβα του στη βόρεια Μινεσότα.
Οι απόψεις του Σμιτ για την κλιματική αλλαγή αποκλίνουν από την επικρατούσα επιστημονική γνώμη επί του θέματος, καθώς δίνει έμφαση στους φυσικούς παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα έναντι αυτών που οφείλονται στον άνθρωπο. Σε επανειλημμένα του σχόλια, ο Σμιτ έχει δηλώσει ότι οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή είναι υπερτιμημένοι και ότι αυτή χρησιμοποιείται ως εργαλείο για όσους προσπαθούν να αυξήσουν το μέγεθος του κράτους[27]. Παραιτήθηκε από μέλος της Πλανητικής Εταιρείας μεταξύ άλλων και για αυτό τον λόγο, γράφοντας στην επιστολή παραίτησης ότι «ο μπαμπούλας της παγκόσμιας επιθερμάνσεως χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο για την αύξηση του κυβερνητικού ελέγχου πάνω στις ζωές μας, στα εισοδήματά μας και στη λήψη αποφάσεων». Για το θέμα αυτό έχει μιλήσει συχνά σε συνέδρια και στην τηλεόραση.
Σε ένα άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στις 8/5/2013 στη The Wall Street Journal, ο Σμιτ και ο φυσικός Γουίλιαμ Χάπερ υποστηρίζουν ότι τα αυξανόμενα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα δεν συνδέονται σημαντικά με την άνοδο της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας. Αποδίδουν τη «δαιμονοποίηση αυτού του φυσικού και ουσιώδους ατμοσφαιρικού αερίου» σε υπέρμαχους του κρατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή ενέργειας. Αναφέροντας μία θετική συσχέτιση της αντοχής των καλλιεργούμενων φυτών στην ξηρασία με τα αυξανόμενα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα, οι συγγραφείς καταλήγουν: «Αντίθετα με ό,τι κάποιοι θα ήθελαν να πιστεύουμε, το αυξημένο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θα ωφελήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό του πλανήτη με αύξηση της αγροτικής παραγωγικότητας.»[28]