Χάσμα γενεών είναι η διαφορά απόψεων και πεποιθήσεων ανάμεσα σε δύο γενέες. Αυτές οι απόψεις μπορεί να σχετίζονται με τη θρησκεία, την πολιτική, τη γλώσσα, την εργασία και τις αξίες.[1] Οι διαφορές μεταξύ γενεών μπορεί να προκαλέσουν παρεξηγήσεις γιατί η κάθε γενεά βιώνει διαφορετικές εμπειρίες. Υπάρχουν όμως στιγμές που οι άνθρωποι καταφέρνουν να καλύψουν αυτό το κενό και να κατανοήσουν τη γενιά τους και τη γενιά πριν/μετά από αυτή.[2]
Οι πρώτοι κοινωνιολόγοι όπως ο Καρλ Μανχάιμ παρατήρησαν διαφορές μεταξύ των γενεών στον τρόπο με τον οποίο οι νέοι περνούν στην ενηλικίωση[3] και μελέτησαν τους τρόπους με τους οποίους οι γενιές χωρίζονται μεταξύ τους, τόσο στο σπίτι όσο και σε κοινωνικές καταστάσεις και μέρη (όπως εκκλησίες, κλαμπ, κέντρα ηλικιωμένων και κέντρα νεολαίας).
Η κοινωνιολογική θεωρία του χάσματος γενεών ήρθε στο φως για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1960, όταν η νέα γενιά (αργότερα γνωστή ως μπέιμπι μπούμερ) φαινόταν να αντιτίθεται σε όλα όσα πίστευαν ως τότε οι γονείς τους όσον αφορά τη μουσική, τις αξίες, τις κυβερνητικές και πολιτικές απόψεις καθώς και την κουλτούρα. Οι κοινωνιολόγοι αναφέρονται πλέον στο «χάσμα των γενεών» ως «θεσμικό ηλικιακό διαχωρισμό».
Υπάρχουν διάφορα είδη χάσματος των γενεών. Για παράδειγμα, δίνονται ονόματα σε μεγάλες ομάδες (ήσυχη γενιά, μπέιμπι μπούμερ, γενιά Χ, μιλένιαλ, γενιά Ζ και γενιά άλφα) και κάθε γενιά έχει τις δικές της τάσεις και τον δικό της πολιτισμικό αντίκτυπο.
Κάθε γενιά διακρίνεται από τις διαφορές στη χρήση της γλώσσας. Το χάσμα γενεών έχει δημιουργήσει ένα παράλληλο γλωσσικό χάσμα που μπορεί να κάνει την επικοινωνία δύσκολη. Αυτό το πρόβλημα είναι φανερό σε όλη την κοινωνία, δημιουργώντας επιπλοκές στην καθημερινή επικοινωνία στο σπίτι, στον χώρο εργασίας και στο σχολείο. Καθώς οι νέες γενιές επιδιώκουν να αυτοπροσδιοριστούν ως κάτι διαφορετικό από τις παλιές, υιοθετούν νέα γλώσσα και αργκό, βιώνοντας μια αίσθηση απομάκρυνσης από την προηγούμενη. Αυτό είναι ένα ορατό χάσμα γενεών που βλέπουμε καθημερινά. «Το πιο σημαντικό σύμβολο του ανθρώπου είναι η γλώσσα του και μέσω αυτής της γλώσσας ορίζει την πραγματικότητά του».[4]
Η αργκό είναι ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σύνολο καθομιλουμένων λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούν οι ομιλητές για να καθιερώσουν ή να ενισχύσουν την κοινωνική ταυτότητα ή τη συνοχή μέσα σε μια ομάδα ή στην κοινωνία γενικότερα.[5] Καθώς κάθε διαδοχική γενιά αγωνίζεται να δημιουργήσει τη δική της μοναδική ταυτότητα διαχωρίζοντας τον εαυτό της από τις προηγούμενες, τα χάσματα γενεών έχουν μεγάλη επιρροή στη συνεχή αλλαγή και προσαρμογή της αργκό. Καθώς η αργκό θεωρείται συχνά εφήμερη διάλεκτος, συνεχώς δημιουργεί νέες λέξεις για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταχείας αλλαγής των συνθηκών.[5] Και ενώ οι περισσότεροι όροι της αργκό έχουν αρκετά σύντομη διάρκεια ζωής, η αργκό αποτελεί ένα όχημα για τη δημιουργία και τη διατήρηση του χάσματος των γενεών σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Κάθε γενιά αναπτύσσει νέα αργκό, αλλά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα κενά κατανόησης έχουν διευρυνθεί μεταξύ της παλαιότερης και της νεότερης γενιάς. "Ο όρος «επικοινωνιακές δεξιότητες», για παράδειγμα, για έναν μεγαλύτερο σε ηλικία εργαζόμενο μπορεί να σημαίνει την ικανότητα να γράφει και να μιλά επίσημα. Αλλά για έναν εικοσάχρονο μπορεί να σημαίνει τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άμεσων μηνυμάτων".[6]
Ενώ κάποτε κάποιες γλωσσικές δεξιότητες όπως η στενογραφία, ένα σύστημα δημοφιλές κατά τον εικοστό αιώνα, ήταν απαραίτητες, οι τεχνολογικές καινοτομίες που εμφανίστηκαν έκτοτε έχουν καταστήσει αυτές τις δεξιότητες παρωχημένες. Οι παλαιότερες γενιές χρησιμοποιούσαν στενογραφία για να κρατούν σημειώσεις και να γράφουν πιο γρήγορα χρησιμοποιώντας συντομευμένα σύμβολα, αντί να χρειάζεται να γράφουν κάθε λέξη. Ωστόσο, με τη νέα τεχνολογία και το πληκτρολόγιο, οι νεότερες γενιές δεν χρειάζονται πλέον αυτές τις παλιότερες επικοινωνιακές δεξιότητες. Ενώ πριν από περισσότερα από 20 χρόνια γλωσσικές δεξιότητες όπως στενογραφία διδάσκονταν σε πολλά λύκεια, τώρα οι μαθητές σπάνια έχουν δει ή ακόμα και ακούσει τέτοιες μεθόδους.[7]
Το 2011, το Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου διεξήγαγε μια δημοσκόπηση που επικεντρώθηκε στον ύπνο και τη χρήση της τεχνολογίας. Το 95% των ερωτηθέντων παραδέχτηκε ότι χρησιμοποίησε κάποια μορφή τεχνολογίας την τελευταία ώρα πριν πάει για ύπνο το βράδυ. Η μελέτη συνέκρινε τη διαφορά στον τρόπο ύπνου όσων έβλεπαν τηλεόραση ή άκουγαν μουσική πριν τον ύπνο σε σύγκριση με αυτούς που χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα, βιντεοπαιχνίδια και το διαδίκτυο.[8] Η μελέτη εξέτασε μπέιμπι μπούμερ, άτομα από τη γενιά Χ, τη γενιά Υ και τη γενιά Ζ. Η έρευνα, όπως αναμενόταν, έδειξε χάσμα γενεών στις διαφορετικές μορφών τεχνολογίας που χρησιμοποιούνταν.[8]
Ένα ακόμη φαινόμενο μέσα σε μια γλώσσα που λειτουργεί για να ορίσει ένα χάσμα γενεών εμφανίζεται σε οικογένειες στις οποίες διαφορετικές γενιές μιλούν διαφορετική πρώτη γλώσσα. Προκειμένου να βρουν ένα μέσο επικοινωνίας μέσα στο οικιακό περιβάλλον, πολλοί έχουν υιοθετήσει την πρακτική της γλωσσικής διαμεσολάβησης, δηλαδή «διερμηνεία και μετάφραση που εκτελούνται σε καθημερινές καταστάσεις από δίγλωσσους που δεν έλαβαν ειδική εκπαίδευση».[9] Σε οικογένειες μεταναστών όπου η πρώτη γενιά μιλά κυρίως στη μητρική της γλώσσα, η δεύτερη γενιά κυρίως στη γλώσσα της χώρας στην οποία ζει τώρα διατηρώντας παράλληλα ευχέρεια στην κύρια γλώσσα των γονιών τους και η τρίτη γενιά κυρίως στη γλώσσα της χώρας όπου γεννήθηκε ενώ έχουν ελάχιστη έως καθόλου ευχέρεια στη μητρική γλώσσα του παππού και της γιαγιάς τους, τα μέλη της δεύτερης γενιάς χρησιμεύουν ως διερμηνείς όχι μόνο προς εξωτερικά άτομα, αλλά και εντός του νοικοκυριού, προωθώντας περαιτέρω τις διαφορές και τον διαχωρισμό των γενεών μέσω της γλωσσικής επικοινωνίας.[10]
Σε ορισμένες οικογένειες και κοινότητες μεταναστών, η γλωσσική διαμεσολάβηση χρησιμοποιείται και για την ένταξη των παιδιών στην κοινωνία. Η ενσωμάτωση των παιδιών έχει γίνει πολύ σημαντική για τη δημιουργία δεσμών μεταξύ των νέων κοινοτήτων μεταναστών, της κυρίαρχης κουλτούρας και των νέων γραφειοκρατικών συστημάτων.[11]
Η USA Today ανέφερε ότι οι νεότερες γενιές «μπαίνουν στον χώρο εργασίας ενόψει δημογραφικών αλλαγών και ενός χώρου εργασίας με ολοένα και πιο πολλές γενεές».[12]
Μια δημοφιλής πεποίθηση που έχουν οι παλαιότερες γενιές είναι ότι τα χαρακτηριστικά των μιλένιαλ μπορούν δυνητικά να περιπλέξουν τις επαγγελματικές σχέσεις. Κάποιοι θεωρούν τους μιλένιαλ ναρκισσιστές και εγωκεντρικούς. Όταν οι μιλένιαλ εισέρχονται για πρώτη φορά σε μια νέα εργασία, συχνά τους υποδέχονται επιφυλακτικά. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι μιλένιαλ είναι συνήθως εξαιρετικά σίγουροι για τις ικανότητές τους και αναζητούν βασικούς ρόλους σε σημαντικά έργα από νωρίς στην καριέρα τους.[13]
Μεγαλώνοντας, οι μιλένιαλ θεωρούσαν τους γονείς, τους δασκάλους και τους προπονητές πηγή επαίνου και υποστήριξης. Αποτελούσαν μέρος ενός εκπαιδευτικού συστήματος με διογκωμένους βαθμούς και τυποποιημένες εξετάσεις, στα οποία ήταν ικανοί να αποδίδουν καλά. Οι μιλένιαλ ανέπτυξαν έντονη ανάγκη συχνών θετικών αντιδράσεων. Οι μισθοί των μιλένιαλ και τα επιδόματα των εργαζομένων δίνουν σε αυτή τη γενιά μια ιδέα για το πόσο καλά αποδίδουν. Οι μιλένιαλ επιδιώκουν την επιτυχία και έχει αποδειχθεί οι καλοπληρωμένες δουλειές τους κάνουν να νιώθουν πιο επιτυχημένοι.[14]
Ίσως η πιο συχνά αναφερόμενη διαφορά μεταξύ παλαιότερων και νεότερων γενεών είναι η τεχνολογική επάρκεια. Μελέτες έχουν δείξει ότι η εξάρτησή τους από την τεχνολογία έχει κάνει τους μιλένιαλ λιγότερο άνετους στην προσωπική επικοινωνία και την αποκρυπτογράφηση λεκτικών κωδίκων. Ωστόσο, η τεχνολογική επάρκεια έχει και οφέλη. Οι μιλένιαλ είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί στην ταυτόχρονη επιτέλεση διαφορετικών έργων και στο φιλτράρισμα πληροφοριών από τις παλαιότερες γενιές.[15]
Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτες, οι μεγαλύτεροι εργαζόμενοι και οι νέες γενιές εργαζομένων μοιράζονται παρόμοιες σκέψεις για ορισμένα θέματα παρά το χάσμα των γενεών. Οι απόψεις τους ταυτίζονται σχετικά με το ευέλικτο ωράριο εργασίας, τις εργασιακές ρυθμίσεις, τις προαγωγές και τα επιδόματα, τη σημασία της επάρκειας στη χρήση της τεχνολογίας και την ηγεσία. Επιπλέον, η πλειονότητα των μιλένιαλ και των μεγαλύτερων εργαζομένων απολαμβάνουν να πηγαίνουν στη δουλειά κάθε μέρα και νιώθουν εμπνευσμένοι να κάνουν το καλύτερο δυνατό.[16]
«Τόσο η κοινωνική απομόνωση όσο και η μοναξιά των ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών συνδέονται με αυξημένη θνησιμότητα, σύμφωνα με μια Έκθεση του 2012 της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής».[17] Η διαγενεακή διαβίωση είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως μέσο καταπολέμησης τέτοιων συναισθημάτων. Ένας οίκος ευγηρίας στο Ντέβεντερ της Ολλανδίας ανέπτυξε ένα πρόγραμμα όπου παρέχονται σε φοιτητές ενός τοπικού πανεπιστημίου μικρά διαμερίσματα χωρίς ενοίκιο εντός ενός γηροκομείου. Σε αντάλλαγμα, οι μαθητές περνούν εθελοντικά τουλάχιστον 30 ώρες το μήνα με τους ηλικιωμένους. Οι μαθητές παρακολουθούν αθλήματα με τους ηλικιωμένους, γιορτάζουν γενέθλια ή απλώς τους κάνουν συντροφιά όταν είναι άρρωστοι ή στενοχωρημένοι.[17] Προγράμματα παρόμοια με το πρόγραμμα της Ολλανδίας αναπτύχθηκαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Στο πρόγραμμα της Ισπανίας, οι μαθητές τοποθετήθηκαν σε σπίτια ηλικιωμένων με παρόμοιο στόχο τη δωρεάν ή φθηνή στέγαση και αντάλλαγμα τη συντροφιά για τους ηλικιωμένους. Αυτό το πρόγραμμα εξαπλώθηκε γρήγορα σε 27 άλλες πόλεις σε όλη την Ισπανία και παρόμοια προγράμματα υπάρχεουν στη Λυών της Γαλλίας και στο Κλίβελαντ του Οχάιο.[18]