Αξιότιμος Χέρμπερτ Γκλάντστοουν Herbert Gladstone | |
---|---|
![]() | |
Γενικός Κυβερνήτης της Νότιας Αφρικής | |
Περίοδος 31 Μαΐου 1910 – 8 Νοεμβρίου 1914 | |
Πρωθυπουργός | Λούις Μπότα |
Μονάρχης | Γεώργιος Ε΄ |
Διάδοχος | Σίντνεϊ Μπάξτον |
Γραμματέας Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου | |
Περίοδος 11 Δεκεμβρίου 1905 – 19 Φεβρουαρίου 1910 | |
Πρωθυπουργός | Χένρι Κάμπελ Μπάνερμαν Χέρμπερτ Χένρι Άσκουιθ |
Προκάτοχος | Αρέτας Άκερς Ντάγκλας |
Διάδοχος | Ουίνστον Τσώρτσιλ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 7 Ιανουαρίου 1854, Λονδίνο, Αγγλία |
Θάνατος | 6 Μαρτίου 1930 (76 ετών) Γουέρ, Αγγλία |
Εθνότητα | Βρετανική |
Πολιτικό κόμμα | Φιλελεύθερο |
Σύζυγος | Ντόροθι Μέρι Πάτζετ |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης |
![]() | |
Ο Χέρμπερτ Τζον Γκλάντστοουν (αγγλικά: Herbert John Gladstone, 7 Ιανουαρίου 1854 – 6 Μαρτίου 1930) ήταν ήταν ένας Βρετανός φιλελεύθερος πολιτικός, που διατέλεσε Γραμματέας του Κράτους επί των Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1905 έως το 1910 και Γενικός Κυβερνήτης της Ένωσης της Νότιας Αφρικής από το 1910 έως το 1914.[1][2]
Ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1854 στο Λονδίνο και ήταν ο νεότερος γιος του πολιτικού Γουίλιαμ Γκλάντστοουν και της συζύγου του Κάθριν Γκλιν. Στα μεγαλύτερα αδέλφια του περιλαμβάνονταν ο πολιτικός Γουίλιαμ Χένρι Γκλάντστοουν και ο επιχειρηματίας-πολιτικός Χένρι Γκλάντστοουν. Κατά τη γέννησή του ο πατέρας του υπηρετούσε ως καγκελάριος του θησαυροφυλακίου. Σπούδασε στο Κολλέγιο του Ίτον και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Το 1880 ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν έγινε ιδιωτικός γραμματέας του πατέρα του. Την ίδια χρονιά εξελέγη βουλευτής του Ληντς με το Φιλελεύθερο Κόμμα.[3][4] Τον Δεκέμβριο του 1885 δημοσίευσε ένα δελτίο τύπου με την ονομασία «Χαρταετός του Χάβαρντεν» (Hawarden Kite), με το οποίο ανακοινωνόταν ότι ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, που βρισκόταν τότε στην αντιπολίτευση, ήταν υπέρ της δημιουργίας ενός ιρλανδικού κοινοβουλίου. Το γεγονός, που έδινε ελπίδες στην ιρλανδική αυτονομία, συνετέλεσε στην πτώση της κυβέρνησης του Ρόμπερτ Γκασκόυν-Σέσιλ.[5][6]
Στις βουλευτικές εκλογές του 1885 επανεξελέγη ως βουλευτής του Δυτικού Ληντς.[4] Έχοντας διατελέσει αξιωματούχος του Θησαυροφυλακίου από το 1881 έως το 1885, ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν έγινε αναπληρωτής επίτροπος του γραφείου Έργων το 1885. Το επόμενο έτος υπηρέτησε για μια σύντομη περίοδο ως Γραμματέας Οικονομικών του γραφείου Πολέμου. Το 1892, με την επιστροφή του πατέρα του στην εξουσία, διορίστηκε Υπογραμματέας Επικρατείας της Γραμματείας Εσωτερικών και δύο χρόνια αργότερα έγινε Α΄ Επίτροπος Έργων στην κυβέρνηση του Άρτσιμπαλντ Πρίμροουζ.[7] Εντάχθηκε ακόμη στο Ανακτοβούλιο.[8] Οι Φιλελεύθεροι έχασαν την εξουσία το 1895. Το 1899 έγινε ο υπεύθυνος της κομματικής πειθαρχίας των Φιλελευθέρων και το 1903 διαπραγματεύτηκε για λογαριασμό των Φιλελευθέρων ένα εκλογικό σύμφωνο με την Επιτροπή Αντιπροσώπευσης των Εργατικών. Διατέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Φιλελευθέρων και Ριζοσπαστών του Ντάρλινγκτον από τις αρχές του 1900.[9]
Ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν επέστρεψε στην κυβέρνηση το 1905, όταν ο Χένρι Κάμπελ Μπάνερμαν τον όρισε Γραμματέα Εσωτερικών.[10] Συνετέλεσε στην διεκπεραίωση μιας σειράς από φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όπως για το νόμο αποζημίωσης των εργαζομένων του 1909, το νόμο για τα παιδιά του 1908 και το νόμο για τα εμπορικά σωματεία του 1909.[11]
Όταν ήταν διάδοχος του θρόνου, ο Βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄ είχε θερμές και αμοιβαίου σεβασμού σχέσεις με τον Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, τον οποίο η Βασίλισσα Βικτώρια απεχθανόταν.[12] Αυτά τα αισθήματα δεν περιλάμβαναν τον γιο του Γουίλιαμ, τον Χέρμπερτ. Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν έδωσε άδεια σε Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς να πραγματοποιήσουν μία λιτανεία στους δρόμους του Λονδίνου. Υπήρξε μια σειρά διαμαρτυριών και ο Βασιλιάς ζήτησε από τον Χέρμπερτ Γκλάντστον να απαγορεύσει την τελετή για να αποφευχθεί η διατάραξη της ειρήνης. Ο Υπουργός Εσωτερικών βρισκόταν σε διακοπές στη Σκωτία εκείνη την εποχή και δεν απάντησε, με αποτέλεσμα να δημοσιευθούν φήμες ότι ο Βασιλιάς ευνοούσε τη λιτανεία. Τελικώς, ο Πρωθυπουργός Χέρμπερτ Χένρι Άσκουιθ ζήτησε από τον Ρωμαιοκαθολικό Υπουργό Τζορτζ Ρόμπινσον να μεσολαβήσει για την ακύρωση της λιτανείας.[13]
Το επόμενο έτος ο Βασιλιάς επέπληξε τον Γκλάντστοουν επειδή διόρισε δύο γυναίκες, την Φράνσις Μπάλφουρ και τη Μέι Τέναντ, σε μια Βασιλική Επιτροπή για τη μεταρρύθμιση του νόμου περί Διαζυγίου. Ο Βασιλιάς υποστήριξε ότι το θέμα του διαζυγίου δεν μπορούσε να συζητηθεί με «λεπτότητα ή ακόμη και ευπρέπεια» ενώπιον των κυριών. Ο ιστορικός Φίλιπ Μάγκνους υποστήριξε ότι ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν πιθανό να έχει γίνει αποδιοπομπαίος τράγος στον γενικότερο εκνευρισμό του Βασιλιά με την κυβέρνηση του Φιλελεύθερου Κόμματος.[13]
Κατά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό του 1910 ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση και ο Βασιλιάς συμφώνησε, με κάποια απροθυμία, να τον διορίσει ως τον πρώτο Γενικό Κυβερνήτη της Ένωσης της Νότιας Αφρικής, καθώς και Ύπατο Αρμοστή για τη Νότια Αφρική.[13][14] Το ίδιο έτος έλαβε την τιμητική διάκριση του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου και ανήλθε στην τάξη των ευγενών ως «Υποκόμης Γκλάντστοουν» της Κομητείας του Λάναρκ.[15]
Μετά την επιστροφή του από τη Νότια Αφρική, το 1914, ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν έλαβε τον μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Λουτρού και πέρασε μεγάλο μέρος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου συμμετέχοντας σε διάφορες φιλανθρωπίες και φιλανθρωπικές οργανώσεις.[16] Στις τελευταίες περιλαμβάνονται η Επιτροπή Προσφύγων Πολέμου, το Ταμείο Νοσοκομείων της Νότιας Αφρικής και το «Νοτιοαφρικανικό Ασθενοφόρο Μάχης στη Γαλλία». Το 1917 έλαβε τον μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.[17] Το 1901 είχε παντρευτεί την Ντόροθι Μέρι Πάτζετ (1876-1953), η οποία ήταν 22 έτη νεότερή του. Το ζευγάρι δεν απέκτησε απογόνους και έτσι ο τίτλος του Υποκόμη Γκλάντστοουν εξέλειψε. Ο Χέρμπερτ Γκλάντστοουν πέθανε στις 6 Μαρτίου 1930, σε ηλικία 76 ετών, στο σπίτι του στο Γουέρ.