Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η χαλκογραφία είναι είδος χαρακτικής, στο οποίο η απεικόνιση είναι ανάγλυφο ή έγγλυφο σχέδιο που δημιουργείται με διάφορους τρόπους επάνω σε πλάκα από χαλκό, ή και από άλλο μέταλλο. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη δημιουργία εκτυπώσεων και εικονογραφήσεις βιβλίων.
Το Monte dei Santi di Dio του Αντόνιο Μπεττίνι είναι το παλαιότερο βιβλίο με χαλκογραφίες. Τυπώθηκε στη Φλωρεντία στις 10 Σεπτεμβρίου 1477 από τον Νικολό ντι Λορέντσο Τεντέσκο (Nicolo di Lorenzo Tedesco). Το πρωτείο του αμφισβητείται από την έκδοση της Γεωγραφικής Υφηγήσεως του Πτολεμαίου που τυπώθηκε στη Μπολόνια στις 23 Ιουνίου 1477 από τον Ντομένικο ντε Λάπι (Domenico de' Lapi), σε λατινική μετάφραση του Τζάκοπο ντ' Άντζελο, και περιέχει γεωγραφικούς χάρτες και σχέδια του Ταντέο Κριβέλλι (Taddeo Crivelli), χαραγμένα σε χάλκινες πλάκες.
Γενικά η χαλκογραφία διακρίνεται ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη τεχνική σε γραμμική και σε χαλκογραφία που γίνεται με τη διάβρωση της χάλκινης πλάκας με νιτρικό οξύ.
Στη γραμμική χαλκογραφία η χάραξη της παραστάσεως γίνεται με γλυφίδα (μπυρέν) και απαιτεί αφοσίωση και ακρίβεια από τον καλλιτέχνη. Ιστορικά πάντως είναι πολλοί οι καλλιτέχνες που την εφάρμοσαν. Από αυτούς, άλλοι χρησιμοποίησαν την καθαρή γραμμή και άλλοι προσπάθησαν να τονίσουν την πλαστικότητα και να δημιουργήσουν φωτοσκιάσεις με διαγώνιες ή διασταυρούμενες γραμμώσεις, ή με στιγμές. Η χάραξη της στιλβωμένης επιφάνειας της μετάλλινης πλάκας με τη γλυφίδα δημιουργεί αυλακώσεις χωρίς να αφήνει «γρέζια». Σε άλλες περιπτώσεις, η επιφάνεια δεν είναι εντελώς στιλβωμένη και αφήνονται σκόπιμα γρέζια, για να συγκρατούν ένα μέρος από τη μελάνη όταν καθαρίζεται η πλάκα, ώστε η εκτυπούμενη γραμμή να αποκτά μια ιδιάζουσα «ευαισθησία». Το σχέδιο χαράζεται ως κατοπτρικό «αρνητικό», οπότε χρειάζεται προσοχή όταν περιέχονται γράμματα του αλφαβήτου. Το εκτύπωμα παράγεται με πίεση του χαρτιού, όσο να αποτυπωθεί η μελάνη που βρίσκεται μέσα στις χαράξεις.
Ιστορικά, τη στιλβωμένη επιφάνεια και τη χάραξη χωρίς γρέζια τη χρησιμοποίησαν οι Αντόνιο Πολλαγιόλο, Αντρέα Μαντένια, Μάρτιν Σουγκάουερ, Άλμπρεχτ Ντύρερ, Ζαν Ντυβέ, Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς και Ουίλλιαμ Μπλέηκ. Την άλλη μέθοδο τη χρησιμοποίησε επίσης ο Ντύρερ και από τους νεότερους ο Ντυνουαγιέ ντε Σεγκονζάκ (André Dunoyer de Segonzac, 1884-1974).
Στο μετσοτίντο η επιφάνεια της πλάκας τραχύνεται ώστε με τη μελάνωσή της να αποδίδει ένα βαθύ αλλά απαλό μαύρο χρώμα, χωρίς φωτοσκιάσεις. Η τράχυνση της πλάκας γίνεται με γλύφανο που έχει οδοντώσεις και δημιουργεί πολύ μικρά γρέζια. Ακολούθως γίνονται με στίλβωση οι φωτιστικές «κορωνίδες» και οι διάφοροι τόνοι. Αφαιρούνται μερικά γρέζια και αποκαλύπτονται στιλβωμένα σημεία που αντιστοιχούν στις φωτιστικές κορωνίδες. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Αγγλία τον 17ο αιώνα για την αναπαραγωγή ζωγραφικών πινάκων.
Η τεχνική αυτή μοιάζει με την προηγούμενη και εφαρμόζεται για την αναπαραγωγή ζωγραφικών πινάκων με τονικά μέσα, με τη χρήση κουκκίδων η πυκνότητα των οποίων καθορίζει την τονική αξία.
Η τεχνική αυτή εμφανίζει τις μεγαλύτερες δυνατότητες, γιατί επιτρέπει την επανειλημμένη επεξεργασία μέχρι να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το σχέδιο χαράζεται σε επίστρωμα από υλικό που είναι ανθεκτικό στο οξύ, ώστε αυτό να δρα μόνο μέσα από τις δημιουργούμενες αυλακώσεις στην αποκαλυπτόμενη επιφάνεια της μεταλλικής πλάκας. Το επίστρωμα, που μπορεί να είναι σκληρό από κερί και ρητίνη ή υγρό που καλύπτεται με αιθάλη ώστε να φαίνεται το σχέδιο, προσκολλάται στη χαρακτική πλάκα, η οποία πρέπει προηγουμένως να έχει λειανθεί καλά. Μετά τη χάραξη, τα άκρα και η πίσω πλευρά της πλάκας καλύπτονται με βερνίκι και στη συνέχεια γίνεται η διάβρωση, συνήθως με νιτρικό οξύ. Στη συνέχεια αφαιρούνται το επίστρωμα και το βερνίκι, μελανώνεται η επιφάνεια και λαμβάνεται το εκτύπωμα σε υγρό χαρτί.
Ο πρώτος που εκμεταλλεύθηκε όλες τις τεχνικές δυνατότητες αυτής της μεθόδου ήταν ο Ρέμπραντ. Αργότερα τη χρησιμοποίησαν οι Τζέιμς Χουίστλερ, Ενγκρ, Κορό, πολλοί ιμπρεσιονιστές, ο Πικάσο, ο Ανρί Ματίς, ο Ζωρζ Μπρακ, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Ντυνουαγιέ ντε Σεγκονζάκ και άλλοι.
Η μέθοδος αυτή αποσκοπεί στο να δώσει στη χαλκογραφία την όψη σχεδίου. Σε αυτή την τεχνική το κυριότερο μέρος του σχεδίου χαράζεται με διαβρωτικό, και έπειτα η πλάκα καθαρίζεται από το βερνίκι και καλύπτεται εντελώς με στρώμα από σκόνη κολοφωνίου. Στη συνέχεια, όταν το πάχος θεωρηθεί επαρκές, το πίσω μέρος της πλάκας θερμαίνεται αργά. Η ρητίνη λιώνει και προσκολλώμενη σχηματίζει κόκκους που αφήνουν μεταξύ τους μικρές επιφάνειες γυμνού χαλκού. Τα μέρη που θα παραμείνουν λευκά προστατεύονται με βερνίκι οινοπνεύματος. Μετά από αυτό, στην πλάκα επιδρά οξύ.
Η ακουατίντα χρησιμοποιείται κυρίως για την έγχρωμη χαλκογραφία. Την τεχνική χρησιμοποίησε έξοχα ο Γκόγια.