Η λέξη χιμπακούσα (ιαπωνικά: 被爆者, γράφεται και ως 被曝者 - η λέξη σημαίνει άτομο που έχει επηρεαστεί από μια βόμβα ή άτομο που έχει επηρεαστεί από την έκθεση [σε μια βόμβα]) είναι ιαπωνική λέξη που γενικά περιγράφει τα άτομα που επηρεάστηκαν από τη ρίψη ατομικών βομβών στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι το 1945.
Η λέξη χιμπακούσα είναι ιαπωνική, γραμμένη αρχικά σε κάντζι. Ο όρος χιμπακούσα - ιαπ. 被爆者 (χι- 被 «επηρεασμένος» + μπακού- 爆 «βόμβα» + σα- 者 «άτομο») χρησιμοποιήθηκε και παλαιότερα στα ιαπωνικά για να περιγράψει κάθε θύμα βόμβας. Η χρήση της αυξήθηκε καθώς χρησιμοποιείται ως ορισμός για τα θύματα της ρίψης ατομικών βομβών στην Ιαπωνία από τον αμερικανικό στρατό στις 6 και 9 Αυγούστου 1945.
Τα αντιπυρηνικά κινήματα και σύνδεσμοι, μεταξύ άλλων αυτά των χιμπακούσα, εξάπλωσαν τον όρο για να συμπεριλάβουν κάθε άμεσο θύμα πυρηνικής καταστροφής, συμπεριλαμβανομένων αυτών της πυρηνικής καταστροφής στη Φουκουσίμα.[1] Έτσι προτιμούν τον όρο 被曝者 (αλλάζουν τον χαρακτήρα 爆 μπακού με τον χαρακτήρα 曝 που μεταγράφεται επίσης ως μπακού και σημαίνει «έκθεση») ή «άτομο που επηρεάστηκε από την έκθεση», εννοώντας τα «άτομα που επηρεάστηκαν από πυρηνική έκθεση».[2] Ο ορισμός τείνει να υιοθετηθεί από το 2011.[3]
Ο δικαστικός όρος του χιμπακούσα αποδίδεται σε συγκεκριμένα άτομα, κυρίως από την ιαπωνική κυβέρνηση.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |