Η Χλωροπρομαζίνη, διαθέσιμη με την εμπορική ονομασία Thorazine μεταξύ άλλων, είναι φαρμακευτική ουσία που χρησιμοποιείται στην θεραπεία της σχιζοφρένειας και άλλων ψυχωτικών καταστάσεων που συνοδεύονται από ψυχοκινητική διέγερση. Αντιεμετικό επί έντονων εμέτων τοξικής αιτιολογίας και δύσκολα ελεγχόμενης μετεγχειρητικής ναυτίας και εμέτου. Η κύρια της δράση είναι ο αποκλεισμός των ντοπαμινεργικών υποδοχέων (D2) του μεσομεταιχμιακού κυρίως συστήματος. Οι άλλες φαρμακολογικές δράσεις της ασκούνται με τον ανταγωνισμό των σεροτονικών, ισταμινικών, χοληνεργικών και α-αδρενεργικών υποδοχέων.
Κοινές παρενέργειες περιλαμβάνουν προβλήματα κίνησης, υπνηλία, ξηροστομία, χαμηλή αρτηριακή πίεση σε όρθια στάση και αύξηση βάρους. Σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν την όψιμη δυσκινησία, το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, μείωση του ουδού σπασμών και μείωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων. Σε ηλικιωμένους με ψύχωση αποτέλεσμα άνοιας μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο θανάτου. Είναι ασαφές αν είναι ασφαλές για χρήση στην κύηση. Η χλωροπρομαζίνη ανήκει στα τυπικά αντιψυχωσικά φάρμακα. Ο μηχανισμός δράσης της δεν είναι πλήρως κατανοητός, αλλά θεωρείται ότι σχετίζεται με τη δράση ως ανταγωνιστής της ντοπαμίνης. Έχει επίσης αντισεροτονινεργικές και αντισταμινικές ιδιότητες.[1]
Η χλωροπρομαζίνη αναπτύχθηκε το 1950 και ήταν το πρώτο αποτελεσματικό αντιψυχωτικό φάρμακο.[2][3] Η εισαγωγή του έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις μεγαλύτερες προόδους στην ιστορία της ψυχιατρικής.[4][5] Ανήκει στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[6] Είναι διαθέσιμη ως γενόσημο φάρμακο.[1]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |