Χουάν Αριάγα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 27 Ιανουαρίου 1806[1][2][3] Μπιλμπάο |
Θάνατος | 17 Ιανουαρίου 1826[2][3][4] Παρίσι |
Αιτία θανάτου | φυματίωση |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Παρατσούκλι | Mozart español |
Χώρα πολιτογράφησης | Ισπανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ισπανικά[5] |
Σπουδές | Κονσερβατόριο του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συνθέτης[6] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χουάν Κρισόστομο Χακόβο Αντόνιο δε Αριάγα ι Βαλθόλα (Juan Crisóstomo Jacobo Antonio de Arriaga y Balzola, Μπιλμπάο 27 Ιανουαρίου 1806 – Παρίσι 17 Ιανουαρίου 1826) ήταν Ισπανός (Βάσκος) συνθέτης της ύστερης Μπαρόκ περιόδου.
Ο Αριάγα γεννήθηκε στο Μπιλμπάο, της Βισκαΐας, ακριβώς την ίδια ημέρα που ο Μότσαρτ θα γιόρταζε τα 50στά γενέθλιά του, εάν ζούσε. Γνωρίζοντας αυτό, ο πατέρας του, Χουάν (Juan Simón de Arriaga), είναι πολύ πιθανόν να διάλεξε τα δύο πρώτα ονόματα του γιου του -Juan Crisóstomo- προς τιμήν του Αυστριακού συνθέτη (σημ. δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά το ακριβές όνομα του Μότσαρτ ήταν Johanness Chrysostomus Wolfgang Amadeus (! ) [7]
Ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ήσαν οι πρώτοι του δάσκαλοι στη μουσική. Ο πρώτος, ειδικά, είχε μουσικό ταλέντο και σε ηλικία δεκαεπτά ετών υπήρξε οργανίστας σε μια εκκλησία της πόλης Μπεριατούα. Εργάστηκε στη Γκουέρνικα, και το 1802 μετακόμισε στο Μπιλμπάο και εμπορευόταν μαλλί, ρύζι, κερί, καφέ και άλλα προϊόντα. Το εισόδημα που δημιουργήθηκε με αυτόν τον τρόπο, τού επέτρεψε να παράσχει στον γιο του, ο οποίος είχε δείξει θαυμαστό μουσικό ταλέντο, έναν τρόπο να αξιοποιήσει αυτό το χάρισμα. Τον Σεπτέμβριο του 1822, ο πατέρας του Αριάγκα, με την ενθάρρυνση του συνθέτη José Sobejano y Ayala (1791-1857), έστειλε τον γιο του στο Παρίσι όπου, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, άρχισε τις σπουδές του. Αυτές περιελάμβαναν βιολί με τον Pierre Baillot, αντίστιξη με τον διάσημο Λουίτζι Κερουμπίνι και αρμονία με τον François-Joseph Fétis στο Ωδείο του Παρισιού.
Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, ο Αριάγα έκανε μεγάλη εντύπωση στους δασκάλους του. Το 1823, ο Κερουμπίνι που, στο μεταξύ, είχε γίνει διευθυντής στο Ωδείο το προηγούμενο έτος, λέγεται ότι άκουσε το μοτέτο Stabat Mater και ρώτησε: «Ποιος το έγραψε αυτό;» και μαθαίνοντας ότι ήταν ο Αριάγα, του είπε: «Καταπληκτικό! Είσαι η ίδια η μουσική!».[7] Ο Αριάγα, σύντομα, έγινε βοηθός διδασκαλίας στην τάξη του Fétis και γνωστός -τόσο μεταξύ των φοιτητών όσο και άλλων φοιτητών του Παρισινού Ωδείου- για το ταλέντο του. Ο Κερουμπίνι αναφέρθηκε στη Φούγκα για οκτώ φωνές (χαμένο σήμερα) βασισμένο στο Credo Et Vitam Venturi, αποκαλώντας το «αριστούργημα», ενώ και ο Fétis δεν ήταν λιγότερο φειδωλός. Προφανώς, αυτό που εντυπωσίασε όλους τους μέντορές του, ήταν η ικανότητα του Αριάγα να χρησιμοποιεί μουσικά προχωρημένες αρμονίες, αντίστιξη και τις σχετικές τεχνικές, χωρίς να τις έχει διδαχθεί. Ο Fétis ήταν ήδη εξοικειωμένος με την –επίσης χαμένη όπερα του Αριάγα Οι Ευτυχισμένοι Σκλάβοι, σημειώνοντας ότι «χωρίς καμία γνώση αρμονίας, ο Χουάν Κρισόστομο έγραψε μια ισπανική όπερα που εμπεριέχει υπέροχες και απολύτως πρωτότυπες ιδέες».[7]
Ο Αριάγα, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων του στο Παρίσι, είχε την πλήρη υποστήριξη του πατέρα του, αλλά η πίεση από την απόλυτη προσήλωσή του στις σπουδές στο Ωδείο, καθώς και η απίστευτη άνοδος -που θα περίμενε κανείς με βάση τα σχόλια των δασκάλων και τις εκτιμήσεις για την υποχόμενη πορεία του-, επέφεραν βαρύ κτύπημα στην υγεία του. Ο Αριάγα πέθανε στο Παρίσι δέκα μέρες πριν από τα 20ά γενέθλιά του, εξαιτίας μιας πνευμονικής πάθησης (πιθανώς φυματίωσης) ή εξάντλησης, ίσως και από τα δύο.[7] Ενταφιάστηκε σε ομαδικό, ανώνυμο τάφο στη Μονμάρτρη.[8][9] Χάρη στην ισπανική πρεσβεία, υπάρχει από το 1977 μια πλάκα στο σπίτι που έζησε, στην οδό Saint-Honoré 314, στη μνήμη του.[10]
(τα έργα αναφέρονται με χρονολογική σειρά)
Η περίπτωση του Αριάγα έχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της μουσικής. Πολλές συνθέσεις του εκδόθηκαν μετά το 1920, κατά την εποχή της ακμής της Εθνικής Σχολής της Ισπανίας, η οποία τον μυθοποίησε,[11] ιδιαίτερα οι Βάσκοι, με τους οποίους μοιραζόταν κοινή «πατρίδα» (σύμφωνα με τον Grove, ο θάνατος του Αριάγα «προτού γίνει 20 ετών ήταν μια θλιβερή απώλεια για τη βασκική μουσική...»)
Πάντως, η ομοιότητα που τού αποδίδεται με τον Μότσαρτ είναι, μάλλον, υπερβολική δεδομένου ότι εξαντλείται στο ότι υπήρξε παιδί-θαύμα και στη σύμπτωση της ημερομηνίας γέννησής και του πρώιμου θανάτου τους. Ωστόσο, ο Μότσαρτ ήταν απόλυτα μουσικά εκπαιδευμένος, σε αντίθεση με τον Αριάγα που δεν είχε προχωρημένες σπουδές. Επίσης, το συνθετικό έργο του Μότσαρτ είναι «στέρεο», βασισμένο στη βαθιά του γνώση για τη μουσική, σε αντίθεση με τον Αριάγα που έγραφε εμπειρικά, με βάση το -αδιαμφισβήτητο- ταλέντο του. Ίσως, κάτι κοινό που είχε με τον Μότσαρτ, ήταν η άψογη ακαδημαϊκή τεχνική του, αλλά με απόλυτα προσωπική έκφραση.[11]
Μουσικά, το στυλ του βρίσκεται στα όρια μεταξύ του ύστερου Κλασικισμού και του πρώιμου Ρομαντισμού, από το κλασικό ιδίωμα του Μότσαρτ μέχρι τον πρωτορομαντισμό του πρώιμου Μπετόβεν. Η μουσική του πλησιάζει τον ήχο εκείνης του Σούμπερτ, χωρίς να έχει -πιθανότατα- ακούσει ποτέ τη μουσική του.[12] Ωστόσο, ακριβώς λόγω της πηγής της μουσικής έκφρασης του Αριάγα (ταλέντο), τα έργα του διέπονται από ενδιαφέροντες πειραματισμούς, με ασυνήθιστους για την εποχή του συνδυασμούς οργάνων, όπως λ.χ. συμβαίνει στο έργο Τίποτε και πολύ (Nada y mucho), που είναι γραμμένο ως δοκίμιο για κουιντέτο εγχόρδων με κοντραμπάσο, τρομπέτα, κιθάρα και πιάνο. Επίσης, στη Συμφωνία σε Ρε, η χρήση της Ρε μείζονος και της Ρε ελάσσονος εναλλάσσεται τόσο ισορροπημένα που, δεν γίνεται απόλυτα κατανοητός ο οπλισμός του έργου.[13]
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο πρώιμος θάνατος του Αριάγα ήταν απώλεια όχι μόνο για τον πολιτισμό των Βάσκων, αλλά και για την ισπανική μουσική και κατ' επέκταση την ευρωπαϊκή κλασσική μουσική, ως σύνολο. Σύμφωνα με τον Rosen «Είναι [...] δυνατόν να ακούσουμε περάσματα στα έργα του Αριάγα παρόμοια με των Χάιντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν και Ροσίνι, αν και μερικές φορές δεν επιτυγχάνει την πολυπλοκότητα των πιο ώριμων έργων αυτών των συνθετών. Ο Αριάγα είχε ένα προσδιορίσιμο και πρωτότυπο ύφος, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, θα είχε γίνει πιο ατομικό και πιο αναγνωρίσιμο, ενσωματώνοντας ενδεχομένως περισσότερα ισπανικά και βασκικά από βιεννέζικα στοιχεία».[7]