Χούγκο Αλβέεν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Hugo Alfvén (Σουηδικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 1 Μαΐου 1872[1][2][3] Jakob and Johannes parish[4][5][6] |
Θάνατος | 8 Μαΐου 1960[1][7][2] Φαλούν[8] |
Τόπος ταφής | Leksand cemetery[9][10] |
Χώρα πολιτογράφησης | Σουηδία[11] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Σουηδικά[12][13] |
Σπουδές | Βασιλική Ακαδημία Μουσικής στη Στοκχόλμη (1887–1891) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | διευθυντής ορχήστρας[3][14][15] κλασικός συνθέτης[3][14] μουσικολόγος ζωγράφος βιολονίστας συνθέτης[16] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Ουψάλα Kungliga Hovkapellet (1890–1901)[17] |
Αξιοσημείωτο έργο | d:Q1807625 d:Q1827436 d:Q1843791 |
Περίοδος ακμής | 1890 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Μαρί Κρέιερ |
Τέκνα | Margita Alfvén |
Γονείς | Anders Alfvén[3][5] και Lotten Axelsson Puke[3][5][6] |
Αδέλφια | Erik Gustaf Alfvén[6] Γιοχάνες Αλφβέν[6] Karl Andrew Alfvén |
Συγγενείς | Χανς Όλοφ Γκόστα Αλφβέν (ανιψιός)[18] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Litteris et Artibus (1916) director musices Τάγμα του Ντάνεμπρογκ[19] Zorn badge in gold (1946) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χούγκο Εμίλ Αλβέεν (ορθότερα Αλβέιν ή -εσφαλμένα- Αλφβέν (σουηδικά: Hugo Emil Alfvén, Στοκχόλμη 1 Μαΐου 1872 – Φάλουν 8 Μαΐου 1960) ήταν Σουηδός συνθέτης, βιολονίστας, διευθυντής χορωδιών και ζωγράφος, από τους σημαντικότερους της χώρας του.
Ο Αλβέεν γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1872. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά οικογένειας βαπτιστών. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια πέρναγε τα καλοκαίρια στα νησιά του σουηδικού αρχιπελάγους, γεγονός που θα επιδράσει καταλυτικά στις μετέπειτα συνθέσεις του Αλβέεν. Αρχικά ξεκίνησε πιάνο, αλλά αργότερα σπούδασε βιολί στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής (1887-1891) με τον Λ. Ζέτερκβιστ (Lars Zetterquist). Έκανε επίσης ιδιαίτερα μαθήματα σύνθεσης με τον Γ. Λίντεγκρεν (Johan Lindegren), ειδικό στην αντίστιξη. Κέρδιζε τα προς το ζην παίζοντας βιολί στη Βασιλική Όπερα της Στοκχόλμης, αλλά και στη Βασιλική Σουηδική Ορχήστρα.[20]
Ξεκινώντας από το 1897, ο Αλβέεν ταξίδεψε πολύ στα επόμενα δέκα χρόνια στην Ευρώπη. Σπούδασε τεχνική βιολιού στις Βρυξέλλες με τον Σ. Τόμσον (César Thomson) και διεύθυνση ορχήστρας στη Δρέσδη ως βοηθός του Χ. Κούτσμπαχ (Hermann Ludwig Kutzschbach). Μεταξύ 1903 και 1904 διετέλεσε καθηγητής σύνθεσης στο Βασιλικό Ωδείο, στη Στοκχόλμη. Από το 1910 ήταν διευθυντής μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας, θέση που κατείχε μέχρι το 1939. Εκεί, διηύθυνε επίσης την ανδρική χορωδία Orphei Drängar (Ο Γιος του Ορφέα) μέχρι το 1947. Εμφανίστηκε ως διευθυντής ορχήστρας στα φεστιβάλ του Ντόρτμουντ (1912), της Στουτγάρδης (1913), του Γκέτεμποργκ (1915) και της Κοπεγχάγης (1918-1919). Περιόδευσε στην Ευρώπη ως μαέστρος σε όλη τη ζωή του. Έλαβε διδακτορικό, τιμής ένεκεν, από την Ουψάλα, το 1917, και έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής στη Στοκχόλμη, το 1908.[21]
Ο Αλβέεν, στα τέλη του 1954, έκανε τις πρώτες στερεοφωνικές εγγραφές κλασικής μουσικής στη Σουηδία.[20] Νυμφεύθηκε τρεις φορές. Ο πρώτος γάμος του (1912-1936) ήταν με τη Δανέζα ζωγράφο Μ. Τρίπκε (Marie Triepcke, 1867-1940), προηγούμενη σύζυγο τού -επίσης- ζωγράφου Πέτερ Σεβερίν Κρέιερ (1851-1909). Μετά το διαζύγιό του από τη Μαρία το 1936, παντρεύτηκε την Κ. Βέσμπεργκ (Karin Wessberg), με την οποία ήταν μαζί για δύο δεκαετίες (1936-1956) πριν αυτή πεθάνει. Τέλος, συζεύχθηκε την Α. Λουντ (Anna Lund) το 1959.
Μετά τον θάνατό του, το μουσικό αρχείο του, παραδόθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας και ο Γ. Ρούντεν (Jan Olof Ruden) επιφορτίστηκε να το ταξινομήσει, ένα δύκολο εγχείρημα, για 214 συνολικά συνθέσεις. Γι’ αυτό, τα έργα του Αλβέεν, εκτός από τον «κλασικό» τρόπο των opera, έχουν καταχωρηθεί και με τον αριθμό Ρούντεν, π.χ. «Συμφωνία αρ. 1, opus 7 / Ruden 24 (1897)». Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν έργα στα οποία δεν έχει δοθεί, ούτε ημερομηνία ούτε αριθμός Opus ή Ruden.
Η συνεισφορά του Αλβέεν στον πολιτισμό ήταν πολυδιάστατη, καθώς περιελάμβανε, επίσης, τη ζωγραφική και το γράψιμο. Ήταν σπουδαίος χειριστής της υδατογραφίας, μάλιστα, κάποτε πίστευαν ότι θα μπορούσε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική. Ήταν, ακόμη, ταλαντούχος συγγραφέας. Η αυτοβιογραφία του, σε τέσσερις τόμους, έχει αποκληθεί «σαγηνευτική» και δίνει σημαντική εικόνα για τη μουσική ζωή της Σουηδίας, στην οποία ο Αλβέεν υπήρξε το κεντρικό πρόσωπο για πάνω από μισόν αιώνα.
Ο Αλβέεν υπήρξε ένας από τους κύριους συνθέτες της Σουηδίας, στην εποχή του, από κοινού με τον συνομίληκό του Β. Στενχάμαρ (Wilhelm Stenhammar). Η μουσική του θεωρείται ότι ανήκει στο υστερορομαντικό ιδίωμα, αλλά με ενορχήστρωση επιδέξια και πολύχρωμη, που θυμίζει εκείνη του Ρίχαρντ Στράους. Ανάμεσα στα έργα του, ξεχωρίζουν οι συνθέσεις για ανδρική χορωδία, οι πέντε συμφωνίες και οι σουηδικές ραψωδίες. Μάλιστα, η πρώτη από αυτές τις ραψωδίες, Midsommarvaka, θεωρείται το πλέον αναγνωρίσιμο έργο του.
Ο Αλβέεν έχει, σαφώς, επηρεαστεί από το έργο των Ρίχαρντ Βάγκνερ, Ρίχαρντ Στράους και Έντβαρντ Γκριγκ. Ωστόσο, όντας εύστροφος ενορχηστρωτής, αντιμετωπίζει με «ζωγραφικό» τρόπο την αρμονία και τα ηχοχρώματα. Η προγραμματική, κυρίως, μουσική του είναι εμπνευσμένη από το σουηδικό αρχιπέλαγος.[22]